ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Β΄
Β Μακ. 1,1 Τοῖς ἀδελφοῖς τοῖς κατ᾿ Αἴγυπτον Ἰουδαίοις χαίρειν. οἱ ἀδελφοὶ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις Ἰουδαῖοι καὶ οἱ ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Ἰουδαίας εἰρήνην ἀγαθήν·
Β Μακ. 1,1 Ημείς, οι Ιουδαίοι που ευρισκόμεθα εις την Ιερουσαλήμ και εις την άλλην χώραν της Ιουδαίας, χαιρετίζομεν τους αδελφούς μας, που ευρίσκονται εις την Αίγυπτον. Ευχόμεθα εις σας λαμπράν ειρήνην.
Β Μακ. 1,2 καὶ ἀγαθοποιήσαι ὑμῖν ὁ Θεὸς καὶ μνησθείη τῆς διαθήκης αὐτοῦ τῆς πρὸς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν δούλων αὐτοῦ τῶν πιστῶν·
Β Μακ. 1,2 Ευχόμεθα, να αποστείλη πλούσια προς σας τα αγαθά του ο Θεός και να ενθυμηθή την συνθήκην, την οποίαν είχε συνάψει με τους πιστούς δούλους του, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ.
Β Μακ. 1,3 καὶ δῴη ὑμῖν καρδίαν πᾶσιν εἰς τὸ σέβεσθαι αὐτὸν καὶ ποιεῖν αὐτοῦ τὰ θελήματα καρδίᾳ μεγάλῃ καὶ ψυχῇ βουλομένῃ·
Β Μακ. 1,3 Ευχόμεθα, να δώση εις όλους σας ο Κυριος καρδίαν ευλαβή, ώστε να σέβεσθε αυτόν και να τηρήτε τα θελήματά του με όλην σας την καρδίαν και με όλην σας την θέλησιν.
Β Μακ. 1,4 καὶ διανοίξαι τὴν καρδίαν ὑμῶν ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς προστάγμασι καὶ εἰρήνην ποιήσαι
Β Μακ. 1,4 Να διανοίξη ακόμη ο Κυριος την καρδίαν σας, δια να γνωρίσετε και δεχθήτε τον Νομον του και τας εντολάς του, και να θεμελιώση εις σας ειρήνην.
Β Μακ. 1,5 καὶ ἐπακούσαι ὑμῶν τῶν δεήσεων καὶ καταλλαγείη ὑμῖν καὶ μὴ ὑμᾶς ἐγκαταλίποι ἐν καιρῷ πονηρῷ.
Β Μακ. 1,5 Ευχόμεθα ακόμη να εισακούση ο Κυριος τας προσευχάς σας, να συνδιαλλαγή προς σας και να μη σας εγκαταλείψη εις καιρόν θλίψεων.
Β Μακ. 1,6 καὶ νῦν ὧδέ ἐσμεν προσευχόμενοι περὶ ὑμῶν.
Β Μακ. 1,6 Ημείς εδώ τώρα προσευχόμεθα και δια σας.
Β Μακ. 1,7 βασιλεύοντος Δημητρίου ἔτους ἑκατοστοῦ ἑξηκοστοῦ ἐνάτου, ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι γεγράφαμεν ὑμῖν ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῖν ἐν τοῖς ἔτεσι τούτοις, ἀφ᾿ οὗ ἀπέστη Ἰάσων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ἁγίας γῆς καὶ τῆς βασιλείας
Β Μακ. 1,7 Οταν εβασίλευεν ο Δημήτριος, και συγκεκριμένως κατά το εκατοστόν εξηκοστόν ένατον έτος, ημείς οι Ιουδαίοι είχομεν γράψει προς σας τότε, ότε ευρισκόμεθα υπό το κράτος θλίψεως και μεγάλης κρίσεως κατά τα έτη εκείνα, από τότε που ο Ιάσων και οι άλλοι, που ήσαν μαζή του, έγιναν αποστάται και προδόται της ιεράς ημών χώρας και του βασιλείου.
Β Μακ. 1,8 καὶ ἐνεπύρισαν τὸν πυλῶνα καὶ ἐξέχεαν αἷμα ἀθῷον· καὶ ἐδεήθημεν τοῦ Κυρίου καὶ εἰσηκούσθημεν καὶ προσηνέγκαμεν θυσίαν καὶ σεμίδαλιν καὶ ἐξήψαμεν τοὺς λύχνους καὶ προεθήκαμεν τοὺς ἄρτους.
Β Μακ. 1,8 Αυτοί έκαυσαν την πύλην του ναού και έχυσαν αίμα αθώον. Ημείς προσηυχήθημεν προς τον Κυριον, ο δε Κυριος εισήκουσε την προσευχήν μας. Προσεφέραμεν θυσίαν αιματηράν και την ανάλογον αναίμακτον θυσίαν από σημιγδάλι, ανάψαμεν τους λύχνους της λυχνίας και εθέσαμεν τους άρτους της προθέσεως εις την τράπεζάν των.
Β Μακ. 1,9 καὶ νῦν ἵνα ἄγητε τὰς ἡμέρας τῆς σκηνοπηγίας τοῦ Χασελεῦ μηνός. ἔτους ἑκατοστοῦ ὀγδοηκοστοῦ καὶ ὀγδόου».
Β Μακ. 1,9 Τωρα δέ, σας γράφομεν, δια να εορτάζετε τας ημέρας των εγκαινίων του ναού- οπως την εορτήν της Σκηνοπηγίας- κατά τον μήνα Χασελεύ, το εκατοστόν ογδοηκοστόν όγδοον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών”.
Β Μακ. 1,10 «Οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἡ γερουσία καὶ Ἰούδας Ἀριστοβούλῳ διδασκάλῳ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως, ὄντι δὲ ἀπὸ τοῦ τῶν χριστῶν ἱερέων γένους, καὶ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ Ἰουδαίοις χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν.
Β Μακ. 1,10 “Οι Ιουδαίοι, που ευρίσκονται εις την Ιερουσαλήμ και εις την άλλην χώραν της Ιουδαίας, η γερουσία και ο Ιούδας εύχονται υγείαν και ευτυχίαν στον σοφόν Αριστόβουλον, σύμβουλον του βασιλέως Πτολεμαίου, τον καταγόμενον από την οικογένειαν των κεχρισμένων ιερέων, και στους άλλους Ιουδαίους, που ευρίσκονται εις την Αίγυπτον.
Β Μακ. 1,11 ἐκ μεγάλων κινδύνων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ σεσωσμένοι μεγάλως εὐχαριστοῦμεν αὐτῷ, ὡς ἂν πρὸς βασιλέα παρατασσόμενοι·
Β Μακ. 1,11 Εχομεν σωθή με την βοήθειαν του Θεού και ευχαριστούμεν ολοψύχως τον Θεόν, έτοιμοι και πάλιν να πολεμήσωμεν εναντίον του βασιλέως.
Β Μακ. 1,12 αὐτὸς γὰρ ἐξέβρασε τοὺς παραταξαμένους ἐν τῇ ἁγίᾳ πόλει.
Β Μακ. 1,12 Διότι μαζή μας είναι ο Θεός, ο οποίος επέταξε μακράν όλους, όσοι παρετάχθησαν εις πόλεμον εναντίον της αγίας πόλεως.
Β Μακ. 1,13 εἰς γὰρ τὴν Περσίδα γενόμενος ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ περὶ αὐτὸν ἀνυπόστατος δοκοῦσα εἶναι δύναμις, κατεκόπησαν ἐν τῷ τῆς Ναναίᾳς ἱερῷ, παραλογισμῷ χρησαμένων τῶν περὶ τὴν Ναναίαν ἱερέων.
Β Μακ. 1,13 Ο αρχηγός των εχθρών μας, ο βασιλεύς Αντίοχος ο Επιφανής, ήλθεν εις την Περσίαν μαζή με την στρατιωτικήν του δύναμιν, η οποία εθεωρείτο ακατανίκητος και κατεκόπη στον ναόν της Ναναίας χάρις εις ένα στρατήγημα, που εχρησιμοποίησαν οι ιερείς της θεάς αυτής.
Β Μακ. 1,14 ὡς γὰρ συνοικήσων αὐτῇ παρεγένετο εἰς τὸν τόπον ὅ τε Ἀντίοχος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ φίλοι χάριν τοῦ λαβεῖν τὰ χρήματα εἰς φερνῆς λόγον·
Β Μακ. 1,14 Ο Αντίοχος δηλαδή με τους φίλους του είχε μεταβή στον τόπον εκείνον με τον σκοπόν, τάχα, να νυμφευθή την θεάν. Πράγματι δέ, δια να πάρη τους θησαυρούς της ως προίκα.
Β Μακ. 1,15 καὶ προθέντων αὐτὰ τῶν ἱερέων τῆς Ναναίας κἀκείνου προσελθόντος μετ᾿ ὀλίγων εἰς τὸν περίβολον τοῦ τεμένους, συγκλείσαντες, τὸ ἱερόν, ὡς εἰσῆλθεν Ἀντίοχος,
Β Μακ. 1,15 Οι ιερείς της Ναναίας εξέθεσαν τους θησαυρούς αυτούς, ο δε Αντίοχος με ολίγους άνδρας του εισήλθεν εις την ιεράν αυλήν του ναού. Οταν δε εισήλθεν εις την αυλήν, οι ιερείς έκλεισαν τον ναόν.
Β Μακ. 1,16 ἀνοίξαντες τὴν τοῦ φατνώματος κρυπτὴν θύραν, βάλοντες πέτρους συνεκεραύνωσαν τὸν ἡγεμόνα καὶ μέλη ποιήσαντες καὶ τὰς κεφαλὰς ἀφελόντες τοῖς ἔξω παρέῤῥιψαν.
Β Μακ. 1,16 Ηνοιξαν δε κατόπιν μίαν μυστικήν θύραν επάνω από την οροφήν, έρριψαν λίθους και κατακεραύνωσαν τον βασιλέα και εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζή του. Επειτα κατέκοψαν αυτούς εις τεμάχια, απέκοψαν τας κεφαλάς των και τας έρριψαν στους έξω του βασιλέως συντρόφους του.
Β Μακ. 1,17 κατὰ πάντα εὐλογητὸς ἡμῶν ὁ Θεός, ὃς παρέδωκε τοὺς ἀσεβήσαντας.
Β Μακ. 1,17 Ας είναι δι' όλα αυτά δοξασμένος ο Κυριος ο Θεός μας, ο οποίος παρέδωκεν εις τέτοιον θάνατον τους ασεβείς.
Β Μακ. 1,18 μέλλοντες οὖν ἄγειν ἐν τῷ Χασελεῦ πέμπτη καὶ εἰκάδι τὸν καθαρισμὸν τοῦ ἱεροῦ, δέον ἡγησάμεθα διασαφῆσαι ὑμῖν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἄγητε τῆς σκηνοπηγίας καὶ τοῦ πυρός, ὅτε Νεεμίας οἰκοδομήσας τό τε ἱερὸν καὶ τὸ θυσιαστήριον ἀνήνεγκε θυσίαν.
Β Μακ. 1,18 Επειδή, λοιπόν, ημείς ετοιμαζόμεθα να εορτάσωμεν κατά την εικοστήν πέμπτην του μηνός Χασελεύ τον καθαρισμόν του ιερού ναού, εθεωρήσαμεν πρέπον να καταστήσωμεν και εις σας γνωστόν τούτο, ώστε και σεις να εορτάσετε τας ημέρας αυτάς, όπως εορτάζετε την εορτήν της Σκηνοπηγίας, και του πυρός, το οποίον ανήφθη, όταν ο Νεεμίας απεπεράτωσε την ανοικοδόμησιν του ιερού και του θυσιαστηρίου και προσέφερε θυσίας.
Β Μακ. 1,19 καὶ γὰρ ὅτε εἰς τὴν Περσικὴν ἤγοντο οἱ πατέρες ἡμῶν, οἱ τότε εὐσεβεῖς ἱερεῖς λαβόντες ἀπὸ τοῦ πυρὸς τοῦ θυσιαστηρίου λαθραίως, κατέκρυψαν ἐν κοιλώματι φρέατος τάξιν ἔχοντος ἀνύδρου, ἐν ᾧ κατησφαλίσαντο ὥστε πᾶσιν ἄγνωστον εἶναι τὸν τόπον.
Β Μακ. 1,19 Οταν δηλαδή οι πατέρες μας ωδηγούντο αιχμάλωτοι εις την Περσίαν, οι ευσεβείς τότε ιερείς επήραν κρυφίως πυρ από το πυρ του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων και το έκρυψαν επιμελώς στο βάθος ενός φρέατος, που δεν είχε νερό. Εις αυτό το ησφάλισαν με κάθε μυστικότητα, ώστε παρέμενεν αυτός ο τόπος άγνωστος εις όλους.
Β Μακ. 1,20 διελθόντων δὲ ἐτῶν ἱκανῶν, ὅτε ἔδοξε τῷ Θεῷ, ἀποσταλεὶς Νεεμίας ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῆς Περσίδος τοὺς ἐκγόνους τῶν ἱερέων τῶν ἀποκρυψάντων ἔπεμψεν ἐπὶ τὸ πῦρ· ὡς δὲ διεσάφησαν ἡμῖν μὴ εὑρηκέναι πῦρ, ἀλλὰ ὕδωρ παχύ,
Β Μακ. 1,20 Αφού επέρασαν αρκετά έτη, τότε που ο Θεός ηυδόκησε να αποσταλή ο Νεεμίας από τον βασιλέα της Περσίας εις την Ιουδαίαν, ο Νεεμίας έστειλε τους απογόνους των ιερέων, που είχαν αποκρύψει το πυρ, εις αναζήτησίν του. Αυτοί και ανέφεραν προς ημάς, ότι δεν ευρήκαν το πυρ, αλλά ένα παχύ ύδωρ.
Β Μακ. 1,21 ἐκέλευσεν αὐτοὺς ἀποβάψαντας φέρειν. ὡς δὲ ἀνηνέχθη τὰ τῶν θυσιῶν, ἐκέλευσε τοὺς ἱερεῖς Νεεμίας ἐπιῤῥᾶναι τῷ ὕδατι τά τε ξύλα καὶ τὰ ἐπικείμενα.
Β Μακ. 1,21 Ο Νεεμίας διέταξεν αυτούς να πάρουν και να φέρουν από το ύδωρ αυτό. Οταν δε εστοιβάσθησαν επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων τα προς θυσίαν ξύλα και τα θύματα, ο Νεεμίας διέταξε τους ιερείς να ραντίσουν με το ύδωρ και τα ξύλα και τας θυσίας, που ήσαν επάνω εις αυτά.
Β Μακ. 1,22 ὡς δὲ ἐγένετο τοῦτο καὶ χρόνος διῆλθεν ὅ τε ἥλιος ἀνέλαμψε, πρότερον ἐπινεφὴς ὤν, ἀνήφθη πυρὰ μεγάλη ὥστε θαυμάσαι πάντας.
Β Μακ. 1,22 Οταν δε εξετελέσθη η εντολή του Νεεμίου και ήλθεν η στιγμή, που ανέλαμψεν ο ήλιος, ο οποίος ήτο προηγουμένως σκεπασμένος από τα νέφη, άναψε μεγάλη φωτιά, ώστε όλοι εθαύμασαν.
Β Μακ. 1,23 προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῖς δαπανωμένης τῆς θυσίας, οἵ τε ἱερεῖς καὶ πάντες, καταρχομένου Ἰωνάθου, τῶν δὲ λοιπῶν ἐπιφωνούντων ὡς Νεεμίου.
Β Μακ. 1,23 Καθ' ον χρόνον η θυσία εκαίετο, οι ιερείς κατά την διάρκειαν της καύσεως έκαμαν προσευχήν, μαζή δε με αυτούς και όλοι οι άλλοι. Ο Ιωνάθαν ηρχισε την προσευχήν και ο Νεεμίας και οι άλλοι συνώδευαν την φωνήν του.
Β Μακ. 1,24 ἦν δὲ ἡ προσευχὴ τὸν τρόπον ἔχουσα τοῦτον· Κύριε Κύριε ὁ Θεὸς ὁ πάντων κτίστης, ὁ φοβερὸς καὶ ἰσχυρὸς καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ὁ μόνος βασιλεὺς καὶ χρηστός,
Β Μακ. 1,24 Η προσευχή αυτή είχεν αυτόν τον τύπον· “Κυριε, Κυριε, ο Θεός, συ είσαι ο δημιουργός των πάντων, ο φοβερός και ισχυρός και δίκαιος και ελεήμων, ο μόνος βασιλεύς και πανάγαθος.
Β Μακ. 1,25 ὁ μόνος χορηγός, ὁ μόνος δίκαιος καὶ παντοκράτωρ καὶ αἰώνιος, ὁ διασώζων τὸν Ἰσραὴλ ἐκ παντὸς κακοῦ, ὁ ποιήσας τοὺς πατέρας ἐκλεκτοὺς καὶ ἁγιάσας αὐτούς,
Β Μακ. 1,25 Ο μόνος χορηγός των αγαθών, ο μόνος δίκαιος και παντοκράτωρ και αιώνιος. Συ, που διασώζστον Ισραήλ από όλα τα κακά. Συ, ο οποίος ανέδειξας τους πατέοας μας εκλεκτούς και τους ηγίασας.
Β Μακ. 1,26 πρόσδεξαι τὴν θυσίαν ὑπὲρ παντὸς τοῦ λαοῦ σου Ἰσραὴλ καὶ διαφύλαξον τὴν μερίδα σου καὶ καθαγίασον.
Β Μακ. 1,26 Πρόσδεξαι, λοιπόν, Κυριε, την θυσίαν αυτήν υπέρ όλου του λαού σου και διαφύλαξε την κληρονομίαν σου και αγίασε αυτήν.
Β Μακ. 1,27 ἐπισυνάγαγε τὴν διασπορὰν ἡμῶν, ἐλευθέρωσον τοὺς δουλεύοντας ἐν τοῖς ἔθνεσι, τοὺς ἐξουθενημένους καὶ βδελυκτοὺς ἔπιδε, καὶ γνώτωσαν τὰ ἔθνη, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν.
Β Μακ. 1,27 Επανάφερε εις την χώραν των τους διασκορπισμένους αδελφούς μας, ελευθέρωσε τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είναι δούλοι εις τα έθνη, ρίψε βλέμμα στοργής στους εξουθενημένους και μισουμένους και ας μάθουν όλα τα έθνη, ότι συ είσαι ο Θεός μας.
Β Μακ. 1,28 βασάνισον τοὺς καταδυναστεύοντας καὶ ἐξυβρίζοντας ἐν ὑπερηφανίᾳ.
Β Μακ. 1,28 Τιμώρησε εκείνους, οι οποίοι μας καταδυναστεύουν και όσους επάνω εις την υπερηφάνειάν των μας υβρίζουν.
Β Μακ. 1,29 καταφύτευσον τὸν λαόν σου εἰς τὸν τόπον τὸν ἅγιόν σου, καθὼς εἶπε Μωυσῆς.
Β Μακ. 1,29 Καταφύτευσε και εγκατάστησε ασφαλή τον λαόν σου στον τόπον τούτον τον άγιόν σου, όπως είπεν ο Μωϋσής”.
Β Μακ. 1,30 οἱ δὲ ἱερεῖς ἐπέψαλλον τοὺς ὕμνους.
Β Μακ. 1,30 Οι ιερείς έψαλλον τους καταλλήλους ύμνους.
Β Μακ. 1,31 καθὼς δὲ ἀνηλώθη τὰ τῆς θυσίας καὶ τὸ περιλειπόμενον ὕδωρ, ὁ Νεεμίας ἐκέλευσε λίθους μείζονας κατασχεῖν.
Β Μακ. 1,31 Οταν δε η θυσία ετελείωσε, διέταξεν ο Νεεμίας και έχυσαν το υπόλοιπο νερό επάνω στους μεγάλους λίθους.
Β Μακ. 1,32 ὡς δὲ τοῦτο ἐγενήθη, φλὸξ ἀνήφθη· τοῦ δὲ ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἀντιλάμψαντος φωτὸς ἐδαπανήθη.
Β Μακ. 1,32 Οταν τούτο έγινε, άναψε μία φλόγα. Το δε από του θυσιαστηρίου αναλάμψαν ως φως υγρόν εκάη.
Β Μακ. 1,33 ὡς δὲ φανερὸν ἐγενήθη τὸ πρᾶγμα, καὶ διηγγέλη τῷ βασιλεῖ τῶν Περσῶν ὅτι εἰς τὸν τόπον, οὗ τὸ πῦρ ἀπέκρυψαν οἱ μεταχθέντες ἱερεῖς τὸ ὕδωρ ἐφάνη, ἀφ᾿ οὗ καὶ οἱ περὶ τὸν Νεεμίαν ἥγνισαν τὰ τῆς θυσίας,
Β Μακ. 1,33 Οταν δε το καταπληκτικόν αυτό γεγονός διεδόθη και έγινε γνωστόν και στον βασιλέα των Περσών, ότι στον τόπον, όπου οι απαχθέντες εις αιχμαλωσίαν ιερείς είχαν κάποτε αποκρύψει το ιερόν πυρ, ευρήκαν βραδύτερον ύδωρ και ότι ο Νεεμίας και οι περί αυτόν άνδρες καθηγίασαν αυτό με τας θυσίας,
Β Μακ. 1,34 περιφράξας δὲ ὁ βασιλεὺς ἱερὸν ἐποίησε, δοκιμάσας τὸ πρᾶγμα.
Β Μακ. 1,34 ο βασιλεύς διέταξε να περιφράξουν τον ιερόν αυτόν τόπον και να τον ανακηρύξουν άγιον και επεβεβαίωσεν έτσι το γεγονός.
Β Μακ. 1,35 καὶ οἷς ἐχαρίζετο ὁ βασιλεὺς πολλὰ διάφορα ἐλάμβανε καὶ μετεδίδου.
Β Μακ. 1,35 Ο βασιλεύς επήρε και εχάρισε πολλά και διάφορα δώρα στους ανθρώπους των γεγονότων αυτών.
Β Μακ. 1,36 προσηγόρευσαν δὲ οἱ περὶ τὸν Νεεμίαν τοῦτο νέφθαρ, ὃ διερμηνεύεται Καθαρισμός· καλεῖται δὲ παρὰ τοῖς πολλοῖς Νεφθαεί.
Β Μακ. 1,36 Οι περί τον Νεεμίαν ωνόμασαν αυτό το ύδωρ νέφθαρ, που σημαίνει καθαρισμός. Από πολλούς άλλους ωνομάσθη παρεφθαρμένως Νεφθαεί.
Β Μακ. 2,1 Εὑρίσκεται δὲ ἐν ταῖς ἀπογραφαῖς Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῦ πυρὸς λαβεῖν τοὺς μεταγινομένους, ὡς σεσήμανται,
Β Μακ. 2,1 Υπάρχει καταγεγραμμένον, ότι ο προφήτης Ιερεμίας, διέταξε τους μεταφερομένους αιχμαλώτους εις την Βαβυλώνα, να πάρουν το ιερόν πυρ, όπως ανωτέρω έχει σημειωθή·
Β Μακ. 2,2 καὶ ὡς ἐνετείλατο τοῖς μεταγενομένοις ὁ προφήτης, δοὺς αὐτοῖς τὸν νόμον, ἵνα μὴ ἐπιλάθωνται τῶν προσταγμάτων τοῦ Κυρίου καὶ ἵνα μὴ ἀποπλανηθῶσι ταῖς διανοίαις βλέποντες ἀγάλματα χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ καὶ τὸν περὶ αὐτὰ κόσμον·
Β Μακ. 2,2 και ότι ο προφήτης, όταν παρέδωκεν αντίγραφαν του Νομου στους απαγομένους προς αιχμαλωσίαν, έδωκε συγχρόνως και την εντολήν, να μη λησμονούν τας εντολάς του Κυρίου, να μη αποπλανηθούν κατά την διάνοιαν, όταν βλέπουν αγάλματα χρυσά και αργυρά και τα γύρω από αυτά στολίδια.
Β Μακ. 2,3 καὶ ἕτερα τοιαῦτα λέγων παρεκάλει μὴ ἀποστῆναι τὸν νόμον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν.
Β Μακ. 2,3 Και με πολλούς άλλους παρομοίους λόγους τους παρεκάλει και τους ενίσχυσε να μη απομακρυνθή ο νόμος του Θεού από τας καρδίας των.
Β Μακ. 2,4 ἦν δὲν ἐν τῇ γραφῇ ὡς τὴν σκηνὴν καὶ τὴν κιβωτὸν ἐκέλευσεν ὁ προφήτης χρηματισμοῦ γενηθέντος αὐτῷ συνακολουθεῖν· ὡς δὲ ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος, οὗ ὁ Μωυσῆς ἀναβὰς ἐθεάσατο τὴν τοῦ Θεοῦ κληρονομίαν.
Β Μακ. 2,4 Υπάρχει ακόμη και τούτο γραμμένον εις τα αρχεία· ότι ο ίδιος ο προφήτης Ιερεμίας, κατόπιν διαταγής που εδόθη εις αυτόν από τον Θεόν, διέταξε να μεταφερθή μαζή του η Κιβωτός της Διαθήκης. Με τα ιερά αυτά κειμήλια έφθασεν στο όρος Ναβαύ, όπου είχεν ανεβή ο Μωϋσής και είχεν ίδει την γην της Επαγγελίας, την οποίαν ο Θεός εκληροδότησεν στους Ισραηλίτας.
Β Μακ. 2,5 καὶ ἐλθὼν ὁ Ἱερεμίας εὗρεν οἶκον ἀντρώδη καὶ τὴν σκηνὴν καὶ τὴν κιβωτὸν καὶ τὸ θυσιαστήριον τοῦ θυμιάματος εἰσήνεγκεν ἐκεῖ καὶ τὴν θύραν ἐνέφραξε.
Β Μακ. 2,5 Αφού έφθασεν εκεί ο Ιερεμίας, ευρήκεν οικίαν, η οποία είχε την μορφήν άντρου. Εις αυτήν εισήγαγε και απέθεσε την Κιβωτόν και το θυσιαστήριον του θυμιάματος. Κατόπιν δε έφραξε την θύραν.
Β Μακ. 2,6 καὶ προσελθόντες τινὲς τῶν συνακολουθούντων ὥστε ἐπισημήνασθαι τὴν ὁδὸν καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν εὑρεῖν.
Β Μακ. 2,6 Μετά ταύτα μερικοί από τους συντρόφους του ήλθαν, δια να επισημάνουν με σημεία την οδόν, που ηκολούθησεν ο Ιερεμίας δια να κρύψη τα αντικείμενα αυτά, αλλά δεν την ευρήκαν.
Β Μακ. 2,7 ὡς δὲ ὁ Ἱερεμίας ἔγνω, μεμψάμενος αὐτοῖς εἶπεν ὅτι καὶ ἄγνωστος ὁ τόπος ἔσται, ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγὴν τοῦ λαοῦ καὶ ἵλεως γένηται·
Β Μακ. 2,7 Οταν ο Ιερεμίας επληροφορήθη τούτο, τους ήλεγξε και είπεν· “ο τόπος αυτός θα μείνη άγνωστος, έως ότου ο Θεός γίνη ίλεως και επαναφέρη από την αιχμαλωσίαν ελεύθερον τον λαόν του.
Β Μακ. 2,8 καὶ τότε ὁ Κύριος ἀναδείξει ταῦτα, καὶ ὀφθήσεται ἡ δόξα τοῦ Κυρίου καὶ ἡ νεφέλη, ὡς καὶ ἐπὶ Μωυσῇ ἐδηλοῦτο, ὡς καὶ ὁ Σαλωμὼν ἠξίωσεν ἵνα ὁ τόπος καθαγιασθῇ μεγάλως.
Β Μακ. 2,8 Τοτε ο Κυριος θα αποκαλύψη τα ιερά αυτά αντικείμενα και θα φανή η δόξα του Κυρίου και η νεφέλη, όπως εφαίνετο επί της εποχής του Μωϋσέως και όπως εφάνη, όταν ο Σολομών έκαμε προσευχήν και παρεκάλεσε τον Θεόν, να καθαγιασθή ο ναός με μεγάλην δόξαν”.
Β Μακ. 2,9 διεσαφεῖτο δὲ καὶ ὡς σοφίαν ἔχων ἀνήνεγκε θυσίαν ἐγκαινισμοῦ καὶ τῆς τελειώσεως τοῦ ἱεροῦ.
Β Μακ. 2,9 Εις τα άρχεία επίσης ήτο καταγεγραμμένον, ότι ο βασιλεύς αυτός ο Σολομών, με την μεγάλην σοφίαν του, προσέφερε θυσίαν κατά τα εγκαίνια και κατά την αποπεράτωσιν του ναού.
Β Μακ. 2,10 καθὼς καὶ Μωυσῆς προσηύξατο πρὸς Κύριον, καὶ κατέβη πῦρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ τῆς θυσίας ἐδαπάνησεν, οὕτως καὶ Σαλαμὼν προσηύξατο, καὶ καταβὰν τὸ πῦρ ἀνήλωσε τὰ ὁλοκαυτώματα.
Β Μακ. 2,10 Και, όπως άλλοτε ο Μωϋσής προσηυχήθη προς τον Κυριον και κατέβηκε πυρ εκ του ουρανού, το οποίον κατέφαγε την θυσίαν, έτσι και ο Σολομών προσηυχήθη και κατέβηκε πυρ από τον ουρανόν, το οποίον κατέφαγε τα ολοκαυτώματα.
Β Μακ. 2,11 καὶ εἶπε Μωυσῆς· διὰ τὸ μὴ βεβρῶσθαι τὸ περὶ τῆς ἁμαρτίας, ἀνηλώθη.
Β Μακ. 2,11 Είχεν είπει δε τότε ο Μωϋσής· “επειδή η θυσία περί της αμαρτίας δεν επιτρέπεται να φαγωθή από τους ανθρώπους, δια τούτο κατηναλώθη ολόκληρος από το πυρ”.
Β Μακ. 2,12 ὡσαύτως καὶ ὁ Σαλωμὼν τὰς ὀκτὼ ἡμέρας ἤγαγεν.
Β Μακ. 2,12 Κατά παρόμοιον τρόπον και ο Σολομών εώρτασεν επί οκτώ ημέρας τα εγκαίνια του ναού.
Β Μακ. 2,13 ἐξηγοῦντο δὲ καὶ ἐν ταῖς ἀναγραφαῖς καὶ ἐν τοῖς ὑπομνηματισμοῖς τοῖς κατὰ τὸν Νεεμίαν τὰ αὐτὰ καὶ ὡς καταβαλλόμενος βιβλιοθήκην ἐπισυνήγαγε τὰ περὶ τῶν βασιλέων καὶ προφητῶν καὶ τὰ τοῦ Δαυὶδ καὶ ἐπιστολὰς βασιλέων περὶ ἀναθεμάτων.
Β Μακ. 2,13 Ησαν καταχωρημένα τα γεγονότα αυτά εις τα αρχεία και τα υπομνήματα του Νεεμίου, όπως επίσης και το ότι ο Νεεμίας ίδρυσε βιβλιοθήκην, εις την οποίαν συνεκέντρωσε τα βιβλία, που αναφέρονται στους βασιλείς και τους προφήτας. Εκεί περιλαμβάνονται τα του Δαυίδ, όπως και επιστολαί των βασιλέων της Περσίας σχετικώς με τα αφιερώματα αυτών προς τον ναόν.
Β Μακ. 2,14 ὡσαύτως δὲ καὶ Ἰούδας τὰ διαπεπτωκότα διὰ τὸν πόλεμον τὸν γεγονότα ἡμῖν ἐπισυνήγαγε πάντα, καὶ ἔστι παρ᾿ ἡμῖν·
Β Μακ. 2,14 Ωσαύτως και ο Ιούδας συνεκέντρωσεν όλα αυτά τα βιβλία, που είχαν διασκορπισθή κατά τον πόλεμον, τον οποίον ευρέθημεν ηναγκασμένοι να κάμωμεν, και ετσι τώρα αυτά ευρίσκονται εις τα χέρια μας.
Β Μακ. 2,15 ὧν οὖν ἐὰν χρείαν ἔχητε τοὺς ἀποκομιοῦντας ὑμῖν ἀποστέλλετε.
Β Μακ. 2,15 Εάν λοιπόν χρειάζεσθε να έχετε κοντά σας αντίτυπα, στείλατε ανθρώπους, δια να σας τα φέρουν.
Β Μακ. 2,16 Μέλλοντες οὖν ἄγειν τὸν καθαρισμὸν ἐγράψαμεν ὑμῖν· καλῶς οὖν ποιήσετε ἄγοντες τὰς ἡμέρας.
Β Μακ. 2,16 Εν όψει της εορτής του καθαρισμού του ναού, την οποίαν πρόκειται κατ' αυτάς να εορτάσωμεν, εγράψαμεν προς σας αυτήν την επιστολήν. Και σεις καλώς θα πράξετε να εορτάσετε μαζή μας την εορτήν κατά τας ημέρας αυτάς.
Β Μακ. 2,17 ὁ δὲ Θεὸς ὁ σώσας τὸν πάντα λαὸν αὐτοῦ καὶ ἀποδοὺς τὴν κληρονομίαν πᾶσι καὶ τὸ βασίλειον καὶ τὸ ἱεράτευμα καὶ τὸν ἁγιασμόν,
Β Μακ. 2,17 Ο δε Θεός, ο οποίος έσωσεν όλον τον λαόν του και απέδωκεν εις όλους την ιεράν κληρονομίαν της χώρας μας, το βασίλειόν μας, την Ιερωσυνην και τον ναόν,
Β Μακ. 2,18 καθὼς ἐπηγγείλατο διὰ τοῦ νόμου· ἐλπίζομεν γὰρ ἐπὶ τῷ Θεῷ ὅτι ταχέως ἡμᾶς ἐλεήσει καὶ ἐπισυνάξει ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανὸν εἰς τὸν ἅγιον τόπον· ἐξείλετο γὰρ ἡμᾶς ἐκ μεγάλων κακῶν καὶ τὸν τόπον ἐκαθάρισε.
Β Μακ. 2,18 όπως είχεν υποσχεθή δια του Νομου του, ελπίζομεν ότι ταχέως θα μας ελεήση και πάλιν και θα μας επαναφέρη από όλας τας χώρας τας υπό τον ουρανόν στον ιερόν ναόν. Το πιστεύομεν δε αυτό, διότι και τώρα ο Θεός μας εγλύτωσεν από μεγάλας συμφοράς και εκαθάρισεν από τα μιάσματα της ειδωλολατρείας τον ιερόν τόπον.
Β Μακ. 2,19 Τὰ δὲ κατὰ τὸν Ἰούδαν τὸν Μακκαβαῖον καὶ τοὺς τούτου ἀδελφοὺς καὶ τὸν τοῦ ἱεροῦ τοῦ μεγάλου καθαρισμὸν καὶ τὸν τοῦ βωμοῦ ἐγκαινισμόν,
Β Μακ. 2,19 Τα δε κατά τον Ιούδαν τον Μακκαβαίον και τους αδελφούς του, όπως και δια τον καθαρισμόν του μεγάλου και ιερού ναού, δια τα εγκαίνια του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων,
Β Μακ. 2,20 ἔτι τε τοὺς πρὸς Ἀντίοχον τὸν Ἐπιφανῆ καὶ τὸν τούτου υἱὸν Εὐπάτορα πολέμους
Β Μακ. 2,20 ακόμη δε και δια τους πολέμους μας εναντίον του Αντιόχου του Επιφανούς και του υιού του Ευπάτορος,
Β Μακ. 2,21 καὶ τὰς ἐξ οὐρανοῦ γενομένας ἐπιφανείας τοῖς ὑπὲρ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ φιλοτίμως ἀνδραγαθήσασιν, ὥστε τὴν ὅλην χώραν ὀλίγους ὄντας λεηλατεῖν καὶ τὰ βάρβαρα πλήθη διώκειν,
Β Μακ. 2,21 δια τας φανεράς επεμβάσστου Θεού υπέρ εκείνων, οι οποίοι ηρωϊκώς ηγωνίζοντο προς υπεράσπισιν των Ιουδαίων, ώστε καίτοι ήσαν ολιγάριθμοι να ημπορέσουν να καταλάβουν όλην την χώραν και να τρέψουν εις φυγήν τα πλήθη των βαρβάρων,
Β Μακ. 2,22 καὶ τὸ περιβόητον καθ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην ἱερὸν ἀνακομίσασθαι καὶ τὴν πόλιν ἐλευθερῶσαι καὶ τοὺς μέλλοντας καταλύεσθαι νόμους ἐπανορθῶσαι, τοῦ Κυρίου μετὰ πάσης ἐπιεικείας ἱλέω γενομένου αὐτοῖς,
Β Μακ. 2,22 όλα αυτά, όπως επίσης και δια τον περίφημον εις όλον τον κόσμον Ναόν, να τον ανακτήσουν και την πόλιν να ελευθερώσουν, να ανορθώσουν δε πάλιν τους θείους νόμους, τους οποίους εχθροί και εξωμόται επεχείρουν να καταργήσουν, και το ότι ο Θεός πάσαν ευμένειαν εδείκνυε πρυς τους ήρωας αυτούς,
Β Μακ. 2,23 τὰ ὑπὸ Ἰάσωνος τοῦ Κυρηναίου δεδηλωμένα δὲ πέντε βιβλίων πειρασόμεθα δι᾿ ἑνὸς συντάγματος ἐπιτεμεῖν.
Β Μακ. 2,23 όλα αυτά τα γεγονότα εκτίθενται εις πέντε βιβλία υπό του Ιάσωνος του Κυρηναίου. Ημείς όμως θα προσπαθήσωμεν να κάμωμεν επιτομήν όλων αυτών εις ένα μόνον βιβλίον.
Β Μακ. 2,24 συνορῶντες γὰρ τὸ χῦμα τῶν ἀριθμῶν καὶ τὴν οὖσαν δυσχέρειαν τοῖς θέλουσιν εἰσκυκλεῖσθαι τοῖς τῆς ἱστορίας διηγήμασι διὰ τὸ πλῆθος τῆς ὕλης,
Β Μακ. 2,24 Αποβλέποντες δε στο πλήθος των αριθμών, που περιέχονται εις τα βιβλία αυτά, όπως και εις την δυσκολίαν, την οποίαν δοκιμάζουν όσοι επιθυμούν να βυθισθούν και εις τας λεπτομερείας των διηγήσεων, και δια το πλήθος της περιεχομένης ύλης,
Β Μακ. 2,25 ἐφροντίσαμεν τοῖς μὲν βουλομένοις ἀναγινώσκειν ψυχαγωγίαν, τοῖς δὲ φιλοφρονοῦσιν εἰς τὸ διὰ μνήμης ἀναλαβεῖν εὐκοπίαν, πᾶσι δὲ τοῖς ἐντυγχάνουσιν ὠφέλειαν.
Β Μακ. 2,25 εφροντίσαμεν να κάμωμεν ψυχαγωγικήν την μελέτην δι' εκείνους, που την θέλουν έτσι, εύκολον εις απομνημόνευσιν δι' εκείνους, που θέλουν να την απομνημονεύσουν. Γενικώς ωφέλιμον εις όλους εκείνους, οι οποίοι θα την μελετήσουν.
Β Μακ. 2,26 καὶ ἡμῖν μὲν τοῖς τὴν κακοπάθειαν ἐπιδεδεγμένοις τῆς ἐπιτομῆς οὐ ῥᾴδιον, ἱδρῶτος δὲ καὶ ἀγρυπνίας τὸ πρᾶγμα,
Β Μακ. 2,26 Δι' ημάς όμως, οι οποίοι ανελάβαμεν τον κόπον της επιτομής αυτής, το έργον δεν είναι εύκολον. Απαιτεί ιδρώτας και αγρυπνίας.
Β Μακ. 2,27 καθάπερ τῷ παρασκευάζοντι συμπόσιον καὶ ζητοῦντι τὴν ἑτέρων λυσιτέλειαν οὐκ εὐχερὲς μέν, ὅμως διὰ τὴν τῶν πολλῶν εὐχαριστίαν ἡδέως τὴν κακοπάθειαν ὑποίσομεν,
Β Μακ. 2,27 Η εργασία μας ομοιάζει με την εργασίαν εκείνου, ο οποίος θέλει να παρασκευάση συμπόσιον στους κεκλημένους και επιζητεί το ευχάριστον φαγητόν δια τον καθένα, χωρίς να λογαριάση τους κόπους. Τούτο δεν είναι μεν εύκολον, όμως, δια να έχωμεν την ευγνωμοσύνην των πολλών αναγνωστών μας, ευχαρίστως θα υποβληθώμεν εις την ταλαιπωρίαν αυτήν.
Β Μακ. 2,28 τὸ μὲ διακριβοῦν περὶ ἑκάστων τῷ συγγραφεῖ παραχωρήσαντες, τὸ δὲ ἐπιπορεύεσθαι τοῖς ὑπογραμμοῖς τῆς ἐπιτομῆς διαπονοῦντες.
Β Μακ. 2,28 Την μεν ακρίβειαν των γεγονότων στηρίζομεν στον συγγραφέα Ιάσονα. Ημείς όμως αναλαμβάνομεν τον κόπον της συντάξεως του έργου βάσει των φιλολογικών κανόνων.
Β Μακ. 2,29 καθάπερ γὰρ τῆς καινῆς οἰκίας ἀρχιτέκτονι τῆς ὅλης καταβολῆς φροντιστέον, τῷ δὲ ἐγκαίειν καὶ ζωγραφεῖν ἐπιχειροῦντι τὰ ἐπιτήδεια πρὸς διακόσμησιν ἐξεταστέον, οὕτω δοκῶ καὶ ἐπὶ ἡμῶν.
Β Μακ. 2,29 Διότι, όπως ο αρχιτέκτων μιας νέας κατοικίας έχει καθήκον να φροντίση δι' όλον το έργον της οικοδομής, ενώ εκείνος που θα αναλάβη τον στολισμόν και την ζωγραφιάν μορφών οφείλει να ασχοληθή με ο,τι αφορά την διακόσμησιν αυτήν, έτσι νομίζω ότι συμβαίνει και με ημάς.
Β Μακ. 2,30 τὸ μὲν ἐμβατεύειν καὶ περίπατον ποιεῖσθαι λόγον καὶ πολυπραγμονεῖν ἐν τοῖς κατὰ μέρος τῷ τῆς ἱστορίας ἀρχηγέτῃ καθήκει·
Β Μακ. 2,30 Ενας ευσυνείδητος και αυθεντικός ιστορικός έχει καθήκον να εμδαθύνη στο θέμα του, να περιοδεύη τρόπον τινά μέσα εις τα ιστορικά γεγονότα, να δίδη λόγον δι' αυτά, να ασχολήται και με τας επί μέρους λεπτομερείας.
Β Μακ. 2,31 τὸ δὲ σύντομον τῆς λέξεως μεταδιώκειν καὶ τὸ ἐξεργαστικὸν τῆς πραγματείας παραιτεῖσθαι τῷ τὴν μετάφρασιν ποιουμένῳ συγχωρητέον.
Β Μακ. 2,31 Εκείνος όμως που ανέλαβεν ως έργον του την σύνταξιν μιας επιτομής, πρέπει να επιδιώκη την συντομίαν και του επιτρέπεται να μη ασχολήται με την πλήρη έκθεσιν των γεγονότων.
Β Μακ. 2,32 ἐντεῦθεν οὖν ἀρξώμεθα τῆς διηγήσεως, τοῖς προειρημένοις τοσοῦτον ἐπιζεύξαντες· εὔηθες γὰρ τὸ μὲν πρὸ τῆς ἱστορίας πλεονάζειν, τὴν δὲ ἱστορίαν ἐπιτεμεῖν.
Β Μακ. 2,32 Εδώ, λοιπόν, ας αρχισωμεν την διήγησίν μας αρκούμενοι, εις όσα προεισαγωγικά εξεθέσαμεν. Διότι είναι ανόητον να λέγη κανείς πολλά προ της ιστορίας και να είναι σύντομος εις αυτήν ταύτην την ιστορίαν.
Β Μακ. 3,1 Τῆς ἁγίας τοίνυν πόλεως κατοικουμένης μετὰ πάσης εἰρήνης καὶ τῶν νόμων ἔτι κάλλιστα συντηρουμένων διὰ τὴν Ὀνίου τοῦ ἀρχιερέως εὐσέβειάν τε καὶ μισοπονηρίαν,
Β Μακ. 3,1 Κατά την εποχήν εκείνην, τότε που οι κάτοικοι της αγίας πόλεως απελάμβανον ειρήνην, οι δε νόμοι ετηροντο άριστα και κάλλιστα χάρις εις την ευσέβειαν του αρχιερέως Ονίου και την αποστροφήν του προς το κακόν,
Β Μακ. 3,2 συνέβαινε καὶ αὐτοὺς τοὺς βασιλεῖς τιμᾶν τὸν τόπον, καὶ τὸ ἱερὸν ἀποστολαῖς ταῖς κρατίσταις δοξάζειν,
Β Μακ. 3,2 συνέβαινεν ώστε και οι βασιλείς ακόμη να τιμούν τον άγιον τόπον και να μεγαλύνουν τον ιερόν ναόν με σπουδαιότατα δώρα,
Β Μακ. 3,3 ὥστε καὶ Σέλευκον τὸν τῆς Ἀσίας βασιλέα χορηγεῖν ἐκ τῶν ἰδίων προσόδων πάντα τὰ πρὸς τὰς λειτουργίας τῶν θυσιῶν ἐπιβάλλοντα δαπανήματα.
Β Μακ. 3,3 ώστε και αυτός ο Σέλευκος, ο βασιλεύς της Ασίας, να χορηγή από τα ιδικά του εισοδήματα όλας τας δαπάνας, αι οποίαι εχρειάζοντο δια τας θυσίας.
Β Μακ. 3,4 Σίμων δέ τις ἐκ τῆς Βενιαμὶν φυλῆς προστάτης τοῦ ἱεροῦ καθεσταμένος διηνέχθη τῷ ἀρχιερεῖ περὶ τῆς κατὰ τὴν πόλιν ἀγορανομίας·
Β Μακ. 3,4 Αλλά κάποιος Σιμων, που κατήγετο από την φυλήν Βενιαμίν, προϊστάμενος του ναού, ήλθεν εις φιλονεικίαν με τον αρχιερέα δια την επίβλεψιν της δημοσίας αγοράς εις την πόλιν.
Β Μακ. 3,5 καὶ νικῆσαι τὸν Ὀνίαν μὴ δυνάμενος, ἦλθε πρὸς Ἀπολλώνιον Θρασαίου τὸν κατ᾿ ἐκεῖνον τὸ καιρὸν Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν
Β Μακ. 3,5 Επειδή όμως δεν ηδύνατο να υπερισχύση απέναντι του Ονίου, ήλθε προς τον Απολλώνιον, υιόν του Θρασαίου, ο οποίος κατ' εκείνον τον καιρόν ήτο στρατιωτικός διοικητής της Συρίας και της Φοινίκης.
Β Μακ. 3,6 καὶ προσήγγειλε περὶ τοῦ χρημάτων ἀμυθήτων γέμειν τὸ ἐν Ἱεροσολύμοις γαζοφυλάκιον, ὥστε τὸ πλῆθος τῶν διαφόρων ἐναρίθμητον εἶναι, καὶ μὴ προσήκειν αὐτὰ πρὸς τὸν τῶν θυσιῶν λόγον, εἶναι δὲ δυνατὸν ὑπὸ τὴν τοῦ βασιλέως ἐξουσίαν πεσεῖν ἅπαντα ταῦτα.
Β Μακ. 3,6 Ανέφερε, λοιπόν, εις αυτόν, ότι το θησαυροφυλάκιον του ναού εις την Ιερουσαλήμ ήτο γεμάτον από αναρίθμητα χρηματικά ποσά, των οποίων το πλήθος το αδύνατον να υπολογισθή, και ότι τα χρήματα αυτά δεν είναι όλα απαραίτητα δια τας προσφερομένας εκεί θυσίας. Αρα ότι είναι δυνατόν να περιέλθουν όλα αυτά εις την εξουσίαν του βασιλέως.
Β Μακ. 3,7 συμμείξας δὲ ὁ Ἀπολλώνιος τῷ βασιλεῖ περὶ τῶν μηνυθέντων αὐτῷ χρημάτων ἐνεφάνισεν· ὁ δὲ προχειρισάμενος Ἡλιόδωρον τὸν ἐπὶ τῶν πραγμάτων ἀπέστειλε δοὺς ἐντολὰς τὴν τῶν προειρημένων χρημάτων ἐκκομιδὴν ποιήσασθαι.
Β Μακ. 3,7 Ο Απολλώνιος συναντήσας προς τούτο τον βασιλέα κατέστησεν εις αυτόν γνωστά τα περί των αναφερθέντων χρημάτων. Ο βασιλεύς εξέλεξε τον Ηλιόδωρον, ο οποίος είχεν αναλάβει τας υποθέσστου κράτους, και τον απέστειλε με την εντολήν, να πάρη τα προαναφερθέντα εκείνα χρήματα.
Β Μακ. 3,8 εὐθέως δὲ ὁ Ἡλιόδωρος ἐποιεῖτο τὴν πορείαν, τῇ μὲν ἐμφάσει ὡς τὰς κατὰ Κοίλην Συρίαν καὶ Φοινίκην πόλεις ἐφοδεύσων, τῷ πράγματι δὲ τὴν τοῦ βασιλέως πρόθεσιν ἐπιτελέσων.
Β Μακ. 3,8 Ο Ηλιόδωρος αμέσως ανέλαβε πορείαν προφάσει μέν, δια να επιθεωρήση τας πόλεις της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης, πράγματι δε δια να μεταβή εις την Ιερουσαλήμ και να εκτελέση τας εντολάς του βασιλέως.
Β Μακ. 3,9 παραγενηθεὶς δὲ εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ φιλοφρόνως ὑπὸ τοῦ ἀρχιερέως τῆς πόλεως ἀποδεχθείς, ἀνέθετο περὶ τοῦ γεγονότος ἐμφανισμοῦ, καὶ τίνος ἕνεκεν πάρεστι διεσάφησεν· ἐπυνθάνετο δέ, εἰ ταῖς ἀληθείας ταῦτα οὕτως ἔχοντα τυγχάνει.
Β Μακ. 3,9 Οταν έφθασεν εις την Ιερουσαλήμ, έγινε δεκτός με φιλοφροσύνην εκ μέρους του αρχιερέως και των κατοίκων της πόλεως. Επειτα διηγήθη στον αρχιερέα εκείνα, τα οποία του είχαν αποκαλύψει και τον σκοπόν, δια τον οποίον είχεν έλθει. Εζητούσε δε να μάθη, εάν όλα αυτά είναι πράγματι αληθινά.
Β Μακ. 3,10 τοῦ δὲ ἀρχιερέως ὑποδείξαντος παραθήκας εἶναι χηρῶν τε καὶ ὀρφανῶν,
Β Μακ. 3,10 Ο αρχιερεύς κατέστησε γνωστόν στον Ηλιόδωρον, ότι αι καταθέσεις αυταί είναι των χηρών και των ορφανών.
Β Μακ. 3,11 τινὰ δὲ καὶ Ὑρκανοῦ τοῦ Τωβίου σφόδρα ἀνδρὸς ἐν ὑπεροχῇ κειμένου -οὐχ ὥσπερ ἦν διαβάλλων ὁ δυσεβὴς Σίμων- τὰ δὲ πάντα ἀργυρίου τετρακόσια τάλαντα, χρυσίου δὲ διακόσια·
Β Μακ. 3,11 Μερικά από αυτά τα χρήματα ανήκουν στον Υρκανόν, υιόν του Τωβίου, ένδοξον και επίσημον άνδρα. Παντως τα χρήματα αυτά δεν ήσαν τόσα όσα ο συκοφάντης και ασεβής Σιμων είχε καταγγείλει, αλλά ανήρχοντο μόνον εις τετρακόσια τάλαντα αργυρίου και διακόσια τάλαντα χρυσίου.
Β Μακ. 3,12 ἀδικηθῆναι δὲ τοὺς πεπιστευκότας τῇ τοῦ τόπου ἁγιωσύνῃ καὶ τῇ τοῦ τετιμημένου κατὰ τὸν σύμπαντα κόσμον ἱεροῦ σεμνότητι καὶ ἀσυλίᾳ παντελῶς ἀμήχανον εἶναι.
Β Μακ. 3,12 Προσέθεσε δέ, ότι είναι απολύτως αδύνατον να αδικηθούν οι καταθέται, οι οποίοι ενεπιστεύθησαν τα χρήματά των στον ιερόν ναόν, τον οποίον ναόν σέβεται όλος ο κόσμος δια την ιερότητα αυτού και το απαραβίαστον.
Β Μακ. 3,13 ὁ δὲ Ἡλιόδωρος, δι᾿ ἃς εἶχε βασιλικὰς ἐντολάς, πάντως ἔλεγεν εἰς τὸ βασιλικὸν ἀναληπτέα ταῦτα εἶναι.
Β Μακ. 3,13 Ο Ηλιόδωρος όμως έλεγεν, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρη τα χρήματα αυτά δια το βασιλικόν ταμείον, διότι τοιαύτας διαταγάς είχε παρά του βασιλέως.
Β Μακ. 3,14 ταξάμενος δὲ ἡμέραν εἰσήει τὴν περὶ τούτων ἐπίσκεψιν οἰκονομήσων· ἦν δὲ οὐ μικρὰ καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν ἀγωνία.
Β Μακ. 3,14 Εις ορισθείσαν, λοιπόν, από αυτόν ημέραν μετέβη στον ναόν, δια να λάβη προσωπικήν γνώσιν περί των χρημάτων εκείνων. Καθ' όλην δε την πόλιν επικρατούσε μεγάλη αγωνία.
Β Μακ. 3,15 οἱ δὲ ἱερεῖς πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἐν ταῖς ἱερατικαῖς στολαῖς ῥίψαντες ἑαυτούς, ἐπεκαλοῦντο εἰς οὐρανὸν τὸν περὶ παραθήκης νομοθετήσαντα τοῖς παρακαταθεμένοις ταῦτα σῷα διαφυλάξαι.
Β Μακ. 3,15 Οι ιερείς έπεσαν ενώπιον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων είχαν φορέσει τας ιεράς στολάς των και επεκαλούντο Εκείνον, ο οποίος είχε νομοθετήσει σχετικώς με τας καταθέσεις αυτάς, ίνα τα χρήματα των καταθέτων παραμένουν άθικτα.
Β Μακ. 3,16 ἦν δὲ ὁρῶντα τὴν τοῦ ἀρχιερέως ἰδέαν τιτρώσκεσθαι τὴν διάνοιαν· ἡ γὰρ ὄψις καὶ τὸ τῆς χρόας παρηλλαγμένον ἐνέφαινε τὴν κατὰ ψυχὴν ἀγωνίαν.
Β Μακ. 3,16 Ητο δε δυνατόν, όταν έβλεπε κανείς το πρόσωπον του αρχιερέως, να αντιληφθή, ότι αυτός επληγώνετο βαθύτατα εις την καρδίαν από το γεγονός εκείνο. Διότι η μορφή του και το αλλοιωμένον χρώμα του προσώπου του εμαρτύρουν την ψυχικήν του αγωνίαν.
Β Μακ. 3,17 περιεκέχυτο γὰρ περὶ τὸν ἄνδρα δέος τι καὶ φρικασμὸς σώματος, δι᾿ ὧν πρόδηλον ἐγίνετο τοῖς θεωροῦσι τὸ κατὰ καρδίαν ἐνεστὸς ἄλγος.
Β Μακ. 3,17 Εφαίνετο, ως εάν είχε περιχυθή γύρω από τον άνδρα ένα δέος, μία φρικίασις του σώματος, δια των οποίων εγίνετο φανερόν εις τα βλέμματα εκείνων, που τον έβλεπαν, η βαθεία θλίψις που κατείχε την καρδίαν του.
Β Μακ. 3,18 οἱ δὲ ἐκ τῶν οἰκιῶν ἀγεληδὸν ἐξεπήδων ἐπὶ πάνδημον ἱκετείαν, διὰ τὸ μέλλειν εἰς καταφρόνησιν ἔρχεσθαι τὸν τόπον.
Β Μακ. 3,18 Οι κάτοικοι καθ' ομάδας εξεχύνοντο από τα σπίτια και παρεκάλουν όλοι μαζή τον Θεόν, να μη επιτρέψη και βεβηλωθή και καταφρονηθή ο ιερός τόπος.
Β Μακ. 3,19 ὑπεζωσμέναι δὲ ὑπὸ τοὺς μαστοὺς αἱ γυναῖκες σάκκους κατὰ τὰς ὁδοὺς ἐπλήθυον· αἱ δὲ κατάκλειστοι τῶν παρθένων, αἱ μὲν συνέτρεχον ἐπὶ τοὺς πυλῶνας, αἱ δὲ ἐπὶ τὰ τείχη, τινὲς δὲ διὰ τῶν θυρίδων διεξέκυπτον·
Β Μακ. 3,19 Αι γυναίκες είχαν ζωσθή και εφορούσαν υπό το στήθος σάκκους εις ένδειξιν πένθους και εγέμισαν τους δρόμους. Αι δε παρθένοι, αι οποίαι έως τότε έμεναν κλεισμέναι εις τα σπίτια, έτρεχαν άλλαι μεν εις τας θύρας των οικιών των, άλλαι δε ανέβαιναν στους τοίχους των αυλών και μερικαί άλλαι έσκυβαν από τα παράθυρα.
Β Μακ. 3,20 πᾶσαι δὲ προτείνουσαι τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐποιοῦντο τὴν λιτανείαν·
Β Μακ. 3,20 Ολαι δε με ανυψωμένας τας χείρας προς τον ουρανόν έκαμναν θερμήν δέησιν προς τον Θεόν.
Β Μακ. 3,21 ἐλεεῖν δ᾿ ἦν τὴν τοῦ πλήθους παμμιγῆ πρόπτωσιν τήν τε τοῦ μεγάλου διαγωνιῶντος ἀρχιερέως προσδοκίαν.
Β Μακ. 3,21 Ητο δε άξιον ελέους και οίκτου, να βλέπη κανείς το γονατισμένον αυτό και συγκεχυμένον πλήθος, καθώς και τον φόβον και την εναγώνιον προσμονήν του αρχιερέως.
Β Μακ. 3,22 οἱ μὲν οὖν ἐπεκαλοῦντο τὸν παντοκράτορα Θεὸν τὰ πεπιστευμένα τοῖς πεπιστευκόσι σῶα διαφυλάσσειν μετὰ πάσης ἀσφαλείας,
Β Μακ. 3,22 Αλλοι από αυτούς ικέτευον τον παντοδύναμον Θεόν, να διαφυλάξη άθικτα και εις κάθε ασφάλειαν όσα είχαν κατατεθή στον ναόν.
Β Μακ. 3,23 ὁ δὲ Ἡλιόδωρος τὸ διεγνωσμένον ἐπετέλει.
Β Μακ. 3,23 Ο δε Ηλιόδωρος έθεσεν εις εφαρμογήν το προαποφασισμένον σχέδιόν του.
Β Μακ. 3,24 αὐτόθι δὲ αὐτοῦ σὺν τοῖς δορυφόροις κατὰ τὸ γαζοφυλάκιον ἤδη παρόντος, ὁ τῶν πατέρων Κύριος καὶ πάσης ἐξουσίας δυνάστης ἐπιφάνειαν μεγάλην ἐποίησεν, ὥστε πάντας τοὺς κατοτολμήσαντας συνελθεῖν, καταπλαγέντας τὴν τοῦ Θεοῦ δύναμιν, εἰς ἔκλυσιν καὶ δειλίαν τραπῆναι.
Β Μακ. 3,24 Οταν δε ο Ηλιόδωρος μαζή με τους στρατιώτας δορυφόρους του ήλθε πλησίον του θησαυροφυλακίου, τότε ο Κυριος των πατέρων, ο παντοδύναμος Θεός έκαμε φοβεράν την εμφάνισίν του, ώστε όλοι εκείνοι, που είχαν την θρασύτητα να εισέλθουν με τον Ηλιόδωρον στο θησαυροφυλάκιον, εκτυπήθησαν από την δύναμιν του Θεού και περιέπεσαν εις παράλυσιν και δειλίαν.
Β Μακ. 3,25 ὤφθη γάρ τις ἵππος αὐτοῖς φοβερὸν ἔχων τὸν ἐπιβάτην καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος, φερόμενος δὲ ῥύδην ἐνέσεισε τῷ Ἡλιοδώρῳ τὰς ἐμπροσθίους ὁπλάς· ὁ δὲ ἐπικαθήμενος ἐφαίνετο χρυσῆν πανοπλίαν ἔχων.
Β Μακ. 3,25 Διότι παρουσιάσθη εμπρός εις τα μάτια των ένας ίππος, επάνω εις την ωραιοτάτην και πλουσίως κεκοσμημένην σαγήν του οποίου εκάθητο ένας φοβερός ιππευς. Ο ίππος αυτός ωρμούσε εναντίον του Ηλιοδώρου και τον συνεκλόνιζε με τους δύο εμπροσθίους πόδας του. Ο δε ιππεύς, που εκάθητο επάνω εις αυτόν, εφαίνετο να έχη χρυσήν πανοπλίαν.
Β Μακ. 3,26 ἕτεροι δὲ δύο προεφάνησαν αὐτῷ νεανίαι τῇ ῥώμῃ μὲν ἐκπρεπεῖς, κάλλιστοι δὲ τῇ δόξῃ, διαπρεπεῖς δὲ τὴν περιβολήν, οἳ καὶ παραστάντες ἐξ ἑκατέρου μέρους ἐμαστίγουν αὐτὸν ἀδιαλείπτως, πολλὰς ἐπιῤῥιπτοῦντες αὐτῷ πληγάς.
Β Μακ. 3,26 Συγχρόνως δε παρουσιάσθησαν εμπρός εις τον Ηλιόδωρον δύο νέοι με ακατανίκητον δύναμιν, ωραιότατοι κατά την εμφάνισιν, ενδεδυμένοι μεγαλοπρεπή απαστράπτουσαν στολήν, οι οποίοι εστάθησαν εκατέρωθεν από τον Ηλιόδωρον, τον εμαστίγωναν συνεχώς και του επροξένησαν πολλάς πληγάς.
Β Μακ. 3,27 ἄφνω δὲ πεσόντα πρὸς τὴν γῆν καὶ πολλῷ σκότει περιχυθέντα συναρπάσαντες καὶ εἰς φορεῖον ἐνθέντες
Β Μακ. 3,27 Ο Ηλιόδωρος έπεσεν έξαφνα κάτω εις την γην βυθισθείς εις πολύ σκοτάδι. Οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του τον ήρπασαν και τον έθεσαν εις ένα φορείον.
Β Μακ. 3,28 τὸν ἄρτι μετὰ πολλῆς παραδρομῆς καὶ πάσης δορυφορίας εἰς τὸ προειρημένον εἰσελθόντα γαζοφυλάκιον ἔφερον ἀβοήθητον ἑαυτῷ καθεστῶτα, φανερῶς τὴν τοῦ Θεοῦ δυναστείαν ἐπεγνωκότες.
Β Μακ. 3,28 Και έτσι τον άνθρωπον αυτόν, ο οποίος προ ολίγου είχεν εισέλθει στο προειρημένον θησαυροφυλάκιον του ναού περιστοιχιζόμενος από συνοδούς και από άνδρας οπλισμένους, τον μετέφεραν τώρα εις τέτοιαν κατάστασιν, ώστε να του είναι αδύνατον να βοηθήση τον εαυτόν του. Ετσι δε αυτός και οι περί αυτόν εγνώρισαν κατά ένα τρόπον ολοφάνερον την δύναμιν του Θεού.
Β Μακ. 3,29 καὶ ὁ μὲν διὰ τὴν θείαν ἐνέργειαν ἄφωνος καὶ πάσης ἐστερημένος ἐλπίδος καὶ σωτηρίας ἔῤῥιπτο,
Β Μακ. 3,29 Και ο μεν Ηλιόδωρος χάρις εις την θαυματουργικήν θείαν αυτήν ενέργειαν κατέκειτο άφωνος, χωρίς καμμίαν ελπίδα σωτηρίας.
Β Μακ. 3,30 οἱ δὲ τὸν Κύριον εὐλόγουν τὸν παραδοξάζοντα τὸν ἑαυτοῦ τόπον, καὶ τὸ μικρῷ πρότερον δέους καὶ ταραχῆς γέμον ἱερὸν τοῦ παντοκράτορος ἐπιφανέντος Κυρίου χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης ἐπεπλήρωτο.
Β Μακ. 3,30 Οι δε Ιουδαίοι υμνολογούσαν τον Κυριον, ο οποίος είχε δοξάσει τον ιερόν τόπον. Και ο ιερός ναός, ο οποίος προ ολίγου ήτο γεμάτος φόβον και ταραχήν, με την θαυματουργικήν εμφάνισιν του παντοδυνάμου Κυρίου εγέμισε χαράν και ευφροσύνην.
Β Μακ. 3,31 ταχὺ δέ τινες τῶν τοῦ Ἡλιοδώρου συνήθων ἠξίουν τὸν Ὀνίαν ἐπικαλέσασθαι τὸν Ὕψιστον καὶ τὸ ζῆν χαρίσασθαι τῷ παντελῶς ἐν ἐσχάτῃ πνοῇ κειμένῳ.
Β Μακ. 3,31 Αμέσως δε μερικοί από την συνοδείαν του Ηλιοδώρου παρεκάλεσαν θερμώς τον Ονίαν να προσευχηθή προς τον Υψιστον να χαρίση την ζωήν στον πνέοντα τα λοίσθια Ηλιόδωρον.
Β Μακ. 3,32 ὕποπτος δὲ γενόμενος ὁ ἀρχιερεύς, μήποτε διάληψιν ὁ βασιλεὺς σχῇ κακουργίαν τινὰ περὶ τὸν Ἡλιόδωρον ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων συντετελέσθαι, προσήγαγε θυσίαν ὑπὲρ τῆς τοῦ ἀνδρὸς σωτηρίας.
Β Μακ. 3,32 Ο αρχιερεύς, επειδή υπωπτεύθη, μήπως τυχόν ο βασιλεύς νομίση ότι έγινε κανένα έγκλημα εναντίον του Ηλιοδώρου υπό των Ιουδαίων, προσέφερε θυσίαν δια την σωτηρίαν του ανθρώπου εκείνου.
Β Μακ. 3,33 ποιουμένου δὲ τοῦ ἀρχιερέως τὸν ἱλασμόν, οἱ αὐτοὶ νεανίαι πάλιν ἐνεφάνησαν τῷ Ἡλιοδώρῳ ἐν ταῖς αὐταῖς ἐσθήσεσιν ἐστολισμένοι καὶ στάντες εἶπον· πολλὰς τῷ Ὀνίᾳ τῷ ἀρχιερεῖ χάριτας ἔχε, διὰ γὰρ αὐτόν σοι κεχάρισται τὸ ζῆν ὁ Κύριος·
Β Μακ. 3,33 Καθ' ον δε χρόνον ο αρχιερεύς προσέφερε την εξιλαστήριον θυσίαν, παρουσιάσθησαν στον Ηλιόδωρον οι ίδιοι νεανίαι στολισμένοι με τας ιδίας λαμπράς στολάς και όρθιοι κοντά του του είπαν· “να ευχαριστής τον αρχιερέα, διότι χάριν αυτού ο Θεός σου εχάρισε την ζωήν.
Β Μακ. 3,34 σὺ δὲ ὑπ᾿ αὐτοῦ μεμαστιγωμένος διάγγελλε πᾶσι τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ κράτος. ταῦτα δὲ εἰπόντες ἀφανεῖς ἐγένοντο.
Β Μακ. 3,34 Συ δέ, ο οποίος δια την ασέβειάν σου εμαστιγώθης από τον Θεόν, να διακηρύξης εις όλους την ακατανίκητον δύναμιν του Θεού”. Αυτά δε αφού είπαν οι νεανίαι εξηφανίσθησαν.
Β Μακ. 3,35 ὁ δὲ Ἡλιόδωρος θυσίαν ἀνενέγκας τῷ Κυρίῳ καὶ εὐχὰς μεγίστας εὐξάμενος τῷ τὸ ζῆν περιποιήσαντι καὶ τὸν Ὀνίαν ἀποδεξάμενος, ἀνεστρατοπέδευσε πρὸς τὸν βασιλέα.
Β Μακ. 3,35 Ο Ηλιόδωρος προσέφερε τότε θυσίαν προς τον Θεόν, έκαμε μεγάλα τάματα στον Θεόν, ο οποίος του εχάρισε την ζωήν, εχαιρέτησε φιλικώτατα τον Ονίαν και επανήλθε με τους στρατιώτας του προς τον βασιλέα.
Β Μακ. 3,36 ἐξεμαρτύρει δὲ πᾶσιν ἅπερ ἦν ὑπ᾿ ὄψιν τεθεαμένος ἔργα τοῦ μεγίστου Θεοῦ.
Β Μακ. 3,36 Διεκήρηττε δε και διεβεβαίωνε εις όλους τα έργα του μεγίστου Θεού, τα οποία ε*χεν ίδει με τα ίδια του τα μάτια.
Β Μακ. 3,37 τοῦ δὲ βασιλέως ἐπερωτήσαντος τὸν Ἡλιόδωρον ποῖός τις εἴη ἐπιτήδειος ἔτι ἅπαξ διαπεμφθῆναι εἰς Ἱεροσόλυμα, ἔφησεν·
Β Μακ. 3,37 Οταν δε βασιλεύς ηρώτησε τον Ηλιόδωρον ποιός τάχα είναι ικανός, δια να τον στείλη ακόμη μίαν φοράν εις την Ιερουσαλήμ, ο Ηλιόδωρος απήντησεν·
Β Μακ. 3,38 εἴ τινα ἔχεις πολέμιον ἢ πραγμάτων ἐπίβουλον, πέμψον αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ μεμαστιγωμένον αὐτὸν προσδέξῃ, ἐάν περ καὶ διασωθείη, διὰ τὸ περὶ τὸν τόπον ἀληθῶς εἶναί τινα Θεοῦ δύναμιν·
Β Μακ. 3,38 “εάν έχεις κανένα εχθρόν η κανένα επίβουλον άνθρωπον, στείλε τον εκεί και θα τον δεχθής μαστιγωμένον, εάν βέβαια κατωρθώση και διασωθή. Διότι γύρω από τον ιερόν εκείνον τόπον υπάρχει η δύναμις του Θεού.
Β Μακ. 3,39 αὐτὸς γὰρ ὁ τὴν κατοικίαν ἐπουράνιον ἔχων, ἐπόπτης ἐστὶ καὶ βοηθὸς ἐκείνου τοῦ τόπου καὶ τοὺς παραγινομένους ἐπὶ κακώσει τύπτων ἀπόλλυσι.
Β Μακ. 3,39 Διότι ο Θεός, ο οποίος ως οίκον του έχει τον ουρανόν, επιβλέπει και προστατεύει τον τόπον εκείνον. Εκείνους δε που θα πλησιάσουν τον τόπον με ασεβείς και κακάς διαθέσεις, τους κτυπά και τους θανατώνει”.
Β Μακ. 3,40 καὶ τὰ μὲν κατὰ Ἡλιόδωρον καὶ τὴν τοῦ γαζοφυλακίου τήρησιν οὕτως ἐχώρησεν.
Β Μακ. 3,40 Ετσι εξελίχθησαν τα γεγονότα, τα αφορώντα τον Ηλιόδωρον και την διατήρησιν του γαζοφυλακίου του ναού.
Β Μακ. 4,1 Ὁ δὲ προειρημένος Σίμων, ὁ τῶν χρημάτων καὶ τῆς πατρίδος ἐνδείκτης γεγονώς, ἐκακολόγει τὸν Ὀνίαν, ὡς αὐτός τε εἴη τὸν Ἡλιόδωρον ἐπισεσεικὼς καὶ τῶν κακῶν δημιουργὸς καθεστηκώς,
Β Μακ. 4,1 Ο προαναφερθείς Σιμων, ο προδότης των ιερών χρημάτων και της πατρίδος του, εσυκοφαντούσε τον Ονίαν, ότι τάχα αυτός είχε συγκλονίσει τον Ηλιόδωρον και υπηρξεν ο δημιουργός όλων αυτών των κακών.
Β Μακ. 4,2 καὶ τὸν εὐεργέτην τῆς πόλεως καὶ τὸν κηδεμόνα τῶν ὁμοεθνῶν καὶ ζηλωτὴν τῶν νόμων ἐπίβουλον τῶν πραγμάτων ἐτόλμα λέγειν.
Β Μακ. 4,2 Ετσι δε τον ευεργέτην της πόλεως, τον προστάτην όλων των ομοεθνών του Ιουδαίων, τον ζηλωτήν των θείων νόμων, ετολμούσε να τον κατηγορή ως επίβουλον και εχθρόν του έθνους.
Β Μακ. 4,3 τῆς δὲ ἔχθρας ἐπὶ τοσοῦτον προβαινούσης, ὥστε καὶ διά τινος τῶν ὑπὸ τοῦ Σίμωνος δεδοκιμασμένων φόνους συντελεῖσθαι,
Β Μακ. 4,3 Η έχθρα αυτή του Σιμωνος επροχώρησε μέχρι τοιούτου σημείου, ώστε από κάποιον εκ των οπαδών του Σιμωνος να διαπραχθούν και φόνοι.
Β Μακ. 4,4 συνορῶν ὁ Ὀνίας τὸ χαλεπὸν τῆς φιλονεικίας καὶ Ἀπολλώνιον τὸν Μενεσθέως τὸν Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν συναύξοντα τὴν κακίαν τοῦ Σίμωνος,
Β Μακ. 4,4 Ο Ονίας βλέπων τότε πόσον επιβλαβής ήτο η φιλονεικία αυτή του Σιμωνος, και ότι ο Απολλώνιος, ο υιός του Μενεσθέως, στρατηγός της Κοίλης Συρίας και Φοινίκης, ενίσχυε την κακίαν αυτήν του Σιμωνος,
Β Μακ. 4,5 πρὸς τὸν βασιλέα διεκομίσθη οὐ γινόμενος τῶν πολιτῶν κατήγορος, τὸ δὲ συμφέρον κοινῇ καὶ κατ᾿ ἰδίαν παντὶ τῷ πλήθει σκοπῶν·
Β Μακ. 4,5 ήλθε προς τον βασιλέα, όχι δια να κατηγορήση τους συμπολίτας του, αλλά με τον σκοπόν να φροντίση δια το κοινόν συμφέρον και δια το συμφέρον ενός εκάστου από τον λαόν.
Β Μακ. 4,6 ἑώρα γὰρ ἄνευ βασιλικῆς προνοίας ἀδύνατον εἶναι τυχεῖν εἰρήνης ἔτι τὰ πράγματα καὶ τὸν Σίμωνα παῦλαν οὐ ληψόμενον τῆς ἀνοίας.
Β Μακ. 4,6 Διότι έβλεπεν, ότι χωρίς την επέμβασιν του βασιλέως ήτο αδύνατον να ειρηνεύσουν τα πράγματα, και ότι ο Σιμων δεν θα εσταματούσε την παράφρονα κακότητά του.
Β Μακ. 4,7 Μεταλλάξαντος δὲ τὸν βίον Σελεύκου καὶ παραλαβόντος τὴν βασιλείαν Ἀντιόχου τοῦ προσαγορευθέντος Ἐπιφανοῦς, ὑπενόθευσεν Ἰάσων ὁ ἀδελφὸς Ὀνίου τὴν ἀρχιερωσύνην,
Β Μακ. 4,7 Αλλά, όταν απέθανεν ο Σέλευκος και παρέλαβε την βασιλείαν ο Αντίοχος ο επονομασθείς Επιφανής, ο Ιάσων ο αδελφός του Ονίου ηθέλησε να αρπάση με παράνομα μέσα την αρχιερωσύνην.
Β Μακ. 4,8 ἐπαγγειλάμενος τῷ βασιλεῖ δι᾿ ἐντεύξεως ἀργυρίου τάλαντα ἑξήκοντα πρὸς τοῖς τριακοσίοις καὶ προσόδου τινὸς ἄλλης τάλαντα ὀγδοήκοντα.
Β Μακ. 4,8 Εις μίαν προς τον σκοπόν τούτον συνάντησίν του με τον βασιλέα ο Ιάσων υπεσχεθη εις αυτόν να του δώση τριακόσια εξήκοντα τάλαντα αργυρίου και αλλά ογδοήκοντα τάλαντα από άλλην τινά πρόσοδον.
Β Μακ. 4,9 πρὸς δὲ τούτοις ὑπισχνεῖτο καὶ ἕτερα διαγράψαι πεντήκοντα πρὸς τοῖς ἑκατόν, ἐὰν συγχωρηθῇ διὰ τῆς ἐξουσίας αὐτοῦ γυμνάσιον καὶ ἐφηβεῖον αὐτῷ συστήσασθαι καὶ τοὺς ἐν Ἱεροσολύμοις Ἀντιοχεῖς ἀναγράψαι.
Β Μακ. 4,9 Επί πλέον δε υπεσχεθη γραπτώς να δώση και άλλα εκατόν πεντήκοντα τάλαντα, εάν του δοθή το δικαίωμα να εγκαταστήση με ιδικήν του εξουσίαν γυμναστήριον και εφηβεον εις την Ιερουσαλήμ και να εγγράψη τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ ως πολίτας της Αντιοχείας.
Β Μακ. 4,10 ἐπινεύσαντος δὲ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς ἀρχῆς κρατήσας, εὐθέως ἐπὶ τὸν Ἑλληνικὸν χαρακτῆρα τοὺς ὁμοφύλους μετῆγε
Β Μακ. 4,10 Ο βασιλεύς συγκατετέθη εις όλας αυτάς τας προτάσεις. Ο Ιάσων έγινε κύριος πλέον της εξουσίας και ήρχισεν αμέσως να εισάγη τα ελληνικά ήθη και έθιμα στους ομοεονείς του Ιουδαίους.
Β Μακ. 4,11 καὶ τὰ κείμενα τοῖς Ἰουδαίοις φιλάνθρωπα βασιλικὰ διὰ Ἰωάννου τοῦ πατρὸς Εὐπολέμου, τοῦ ποιησαμένου τὴν πρεσβείαν ὑπὲρ φιλίας καὶ συμμαχίας πρὸς τοὺς Ῥωμαίους, παρώσατο. καὶ τὰς μὲν νομίμους καταλύων πολιτείας, παρανόμους ἐθισμοὺς ἐκαίνιζεν·
Β Μακ. 4,11 Ηκύρωσε την ατέλειαν, την οποίαν οι βασιλείς από φιλάνθρωπα αισθήματα είχον παραχωρήσει στους Ιουδαίους με τας ενεργείας Ιωάννου του πατρός του Ευπολέμου, ο οποίος είχεν αποσταλή ως πρεσβευτής δια την σύναψιν συμμαχίας με τους Ρωμαίους. Ο Ιάσων, κατέλυε τους καθιερωμένους νόμους της πολιτείας και εισήγε νέας συνηθείας αντιθέτους προς τον νόμον του Θεού.
Β Μακ. 4,12 ἀσμένως γὰρ ὑπ᾿ αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε καὶ τοὺς κρατίστους τῶν ἐφήβων ὑποτάσσων ὑπὸ πέτασον ἦγεν.
Β Μακ. 4,12 Διότι αδιαφορών δια την Ιεροσυλίαν με πολλήν ευχαρίστησιν και προθυμίαν εφρόντισε να κτισθή εις τας υπώρειας της ακροπόλεως γυμναστήριον δια τους ευγενούς καταγωγής Ιουδαίους νέους, τους οποίους και ηνάγκαζε να φορούν ειδωλολατρικόν πίλον.
Β Μακ. 4,13 ἦν δ᾿ οὕτως ἀκμή τις Ἑλληνισμοῦ καὶ πρόσβασις ἀλλοφυλισμοῦ διὰ τὴν τοῦ ἀσεβοῦς καὶ οὐκ ἀρχιερέως Ἰάσωνος ὑπερβάλλουσαν ἀναγνείαν,
Β Μακ. 4,13 Ητο δε τόσον μεγάλη η ακμή του εξελληνισμού, της ειδωλολατρικής εκτροπής και η φορά προς τας συνηθείας των αλλοφύλων εξ αιτίας της μεγάλης διαφθοράς του ασεβούς Ιάσωνος, ο οποίος δεν ήτο αρχιερεύς,
Β Μακ. 4,14 ὥστε μηκέτι περὶ τὰς τοῦ θυσιαστηρίου λειτουργίας προθύμους εἶναι τοὺς ἱερεῖς, ἀλλὰ τοῦ μὲν ναοῦ καταφρονοῦντες καὶ τῶν θυσιῶν ἀμελοῦντες ἔσπευδον μετέχειν τῆς ἐν παλαίστρᾳ παρανόμου χορηγίας μετὰ τὴν τοῦ δίσκου πρόκλησιν,
Β Μακ. 4,14 ώστε και οι ιερείς δεν εδείκνυον κανένα πλέον ζήλον δια την υπηρεσίαν του θυσιαστηρίου. Αλλά καταφρονούσαν τον ναόν και παραμελούσαν τας ιεράς θυσίας και έσπευδαν να λάβουν μέρος εις τα εν τη παλαίστρα αγωνίσματα, τα απαγορευομένα από τον νόμον του Θεού, αμέσως μόλις εσήμαινεν ο δίσκος το προσκλητήριον.
Β Μακ. 4,15 καὶ τὰς μὲν πατρῴους τιμὰς ἐν οὐδενὶ τιθέμενοι, τὰς δὲ Ἑλληνικὰς δόξας καλλίστας ἡγούμενοι.
Β Μακ. 4,15 Και τους μεν πατροπαραδότους τιμίους νόμους εις ουδέν υπελόγιζαν, τας δε ελληνικάς αντιλήψεις και συνήθειας αρίστας εθεωρούσαν.
Β Μακ. 4,16 ὧν χάριν περιέσχεν αὐτοὺς χαλεπὴ περίστασις, καὶ ὧν ἐζήλουν τὰς ἀγωγὰς καὶ καθάπαν ἤθελον ἐξομοιοῦσθαι, τούτους πολεμίους καὶ τιμωρητὰς ἔσχον·
Β Μακ. 4,16 Εξ αιτίας των εκτροπών των αυτών περιεκύκλωσαν και κατέλαβαν αυτούς οδυνηραί συμφοραί, και εκείνους, των οποίων εθαύμαζαν την ζωήν και πολιτείαν και προς τους οποίους ήθελον εξ ολοκλήρου να εξομοιωθούν, τους είχαν τώρα εχθρούς και τιμωρούς.
Β Μακ. 4,17 ἀσεβεῖν γὰρ εἰς τοὺς θείους νόμους οὐ ῥᾴδιον, ἀλλὰ ταῦτα ὁ ἀκόλουθος καιρὸς δηλώσει.
Β Μακ. 4,17 Διότι δεν είναι δυνατόν, να καταπατή κανείς ασεβώς τους θείους νόμους ατιμωρητί. Αλλά αυτό θα το αποδείξουν αι περιστάσεις, αι οποίαι θα ακολουθήσουν.
Β Μακ. 4,18 ἀγομένου δὲ πενταετηρικοῦ ἀγῶνος ἐν Τύρῳ καὶ τοῦ βασιλέως παρόντος,
Β Μακ. 4,18 Καθ' ον χρόνον οι Συροι εώρταζον τον ανά πενταετίαν αγώνα εν Τυρω και παρίστατο και ο βασιλεύς,
Β Μακ. 4,19 ἀπέστειλεν Ἰάσων ὁ μιαρὸς θεωροὺς ἀπὸ Ἱεροσολύμων Ἀντιοχεῖς ὄντας παρακομίζοντας ἀργυρίου δραχμὰς τριακοσίας εἰς τὴν τοῦ Ἡρακλέους θυσίαν, ἃς καὶ ἠξίωσαν οἱ παρακομίσαντες μὴ χρῆσθαι πρὸς θυσίαν διὰ τὸ μὴ καθήκειν, εἰς ἑτέραν δὲ καταθέσθαι δαπάνην.
Β Μακ. 4,19 ο μιαρός αυτός Ιάσων απέστειλε από τα Ιεροσόλυμα θεατάς πολίτας της Αντιοχείας, δια να παρακολουθήσουν την εορτήν. Αυτοί έφεραν μαζή των και τριακοσίας αργυράς δραχμάς, προοριζομένας δια την θυσίαν προς τον Ηρακλήν. Εζήτησαν όμως οι φέροντες αυτά να μη χρησιμοποιηθούν δια την θυσίαν του Ηρακλέους, διότι δεν ήτο πρέπον αλλά να διατεθούν εις άλλας δαπάνας.
Β Μακ. 4,20 ἔπεσεν οὖν ταῦτα διὰ μὲν τὸν ἀποστείλαντα εἰς τὴν τοῦ Ἡρακλέους θυσίαν, ἕνεκεν δὲ τῶν παρακομιζόντων εἰς τὰς τῶν τριήρων κατασκευάς.
Β Μακ. 4,20 Ετσι αι τριακόσιαι δραχμαί, αι οποίαι υπό του Ιάσωνος που τας απέστειλε προωρίζοντο δια την θυσίαν προς τιμήν του Ηρακλέους, εχρησιμοποιήθησαν από εκείνους που τας έφεραν σύμφωνα με την επιθυμίαν των δια την κατασκευήν πολεμικών πλοίων.
Β Μακ. 4,21 ἀποσταλέντος δὲ εἰς Αἴγυπτον Ἀπολλωνίου τοῦ Μενεσθέως διὰ τὰ πρωτοκλίσια Πτολεμαίου τοῦ Φιλομήτορος Βασιλέως, μεταλαβὼν Ἀντίοχος ἀλλότριον αὐτὸν τῶν αὐτῶν γεγονέναι πραγμάτων, τῆς καθ᾿ αὑτὸν ἀσφαλείας ἐφρόντιζεν· ὅθεν εἰς Ἰόππην παραγενόμενος κατήντησεν εἰς Ἱεροσόλυμα.
Β Μακ. 4,21 Οταν δε ο υιός του Μενεσθέως ο Απολλώνιος είχεν αποσταλή εις την Αίγυπτον, δια να παραστή εις την ενθρόνισιν του βασιλέως Πτολεμαίου του Φιλομήτορος, ο Αντίοχος πληροφορηθείς ότι ο βασιλεύς αυτός δεν επεδοκίμαζε τας πράξστου, εφρόντισε να είναι ασφαλής απέναντί του. Οθεν μετέβη εις την Ιόππην και κατόπιν έφθασεν εις την Ιερουσαλήμ.
Β Μακ. 4,22 μεγαλοπρεπῶς δὲ ὑπὸ τοῦ Ἰάσωνος καὶ τῆς πόλεως παραδεχθείς, μετὰ δᾳδουχίας καὶ βοῶν εἰσπεπόρευται, εἶθ᾿ οὕτως εἰς τὴν Φοινίκην κατεστρατοπέδευσε.
Β Μακ. 4,22 Εκεί δε έγινε δεκτός με κάθε μεγαλοπρέπειαν από τον Ιάσωνα και τους κατοίκους της πόλεως, εισήλθεν εις την πόλιν με λαμπαδηφορίας και ζητωκραυγάς των πολιτών. Κατόπιν ήλθε και εστρατοπέδευσεν εις την Φοινίκην.
Β Μακ. 4,23 μετὰ δὲ τριετῆ χρόνον ἀπέστειλεν Ἰάσων Μενέλαον, τὸν τοῦ προσημαινομένου Σίμωνος ἀδελφόν, παρακομίζοντα τὰ χρήματα τῷ βασιλεῖ καὶ περὶ πραγμάτων ἀναγκαίων ὑπομνηματισμοὺς τελέσοντα.
Β Μακ. 4,23 Μετά πάροδον τριών ετών ο Ιάσων έστειλε τον Μενέλαον, αδελφόν του προμνημονευθέντος Σιμωνος, δια να φέρη στον βασιλέα τα χρήματα και να εκθέση προς αυτόν την ανάγκην εκτελέσεως επειγόντων έργων.
Β Μακ. 4,24 ὁ δὲ συσταθεὶς τῷ βασιλεῖ καὶ δοξάσας αὐτὸν τῷ προσώπῳ τῆς ἐξουσίας, εἰς ἑαυτὸν κατήντησε τὴν ἀρχιερωσύνην, ὑπερβαλὼν τὸν Ἰάσωνα τάλαντα ἀργυρίου τριακόσια.
Β Μακ. 4,24 Ο Μενέλαος δεόντως συνεστήθη στον βασιλέα και παρουσίασε τον εαυτόν του ως πρόσωπον μεγάλης αξίας, έτσι δε επέτυχε δια τον εαυτόν του την αρχιερωσύνην, αφού έδωσε τριάκοντα αργυρά τάλαντα περισσότερα από εκείνα τα οποία είχε προσφέρει ο Ιάσων.
Β Μακ. 4,25 λαβὼν δὲ τὰς βασιλικὰς ἐντολὰς παρεγένετο, τῆς μὲν ἀρχιερωσύνης οὐδὲν ἄξιον φέρων, θυμοὺς δὲ ὠμοῦ τυράννου καὶ θηρὸς βαρβάρου ὀργὰς ἔχων.
Β Μακ. 4,25 Ετσι δε επήρεν αυτός από τον βασιλέα την εντολήν δια την ανάληψιν της αρχιερωσύνης και ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, χωρίς τίποτε το άξιον της αρχιερωσύνης να έχη, έφερεν όμως εις την καρδίαν του θυμόν σκληρού τυράννου και οργήν αγρίου θηρίου.
Β Μακ. 4,26 καὶ ὁ μὲν Ἰάσων ὁ τὸν ἴδιον ἀδελφὸν ὑπονοθεύσας, ὑπονοθευθεὶς ὑφ᾿ ἑτέρου, φυγὰς εἰς τὴν Ἀμμανῖτιν χώραν συνήλαστο.
Β Μακ. 4,26 Και ο μεν Ιάσων, ο οποίος προηγουμένως είχεν εξαπατήσει τον αδελφόν του, τώρα δε εξηπατήθη από άλλον, κατέφυγε πρόσφυξ εις την χώραν των Αμμανιτών.
Β Μακ. 4,27 ὁ δὲ Μενέλαος τῆς μὲν ἀρχῆς ἐκράτει, τῶν δὲ ἐπηγγελμένων τῷ βασιλεῖ χρημάτων οὐδὲν εὐτάκνει· ποιουμένου δὲ τὴν ἀπαίτησιν Σωστράτου τοῦ τῆς ἀκροπόλεως ἐπάρχου,
Β Μακ. 4,27 Ο δε Μενέλαος επέτυχε να πάρη εις τα χέρια του την εξουσίαν. Αλλά δεν κατέβαλε τίποτε από τα χρήματα, τα οποία είχεν υποσχεθή στον βασιλέα. Ο Σωστρατος όμως, ο διοικητής της ακροπόλεως Ιερουσαλήμ, υπενθύμιζεν στον Μενέλαον και απαιτούσε την καταβολήν των χρημάτων,
Β Μακ. 4,28 πρὸς τοῦτον γὰρ ἦν ἡ τῶν φόρων πρᾶξις, δι᾿ ἣν αἰτίαν οἱ δύο ὑπὸ τοῦ βασιλέως προσεκλήθησαν,
Β Μακ. 4,28 διότι εις αυτόν είχεν ανατεθή η είσπραξις των φόρων. Δια τούτο εκλήθησαν και οι δυο ενώπιον του βασιλέως.
Β Μακ. 4,29 καὶ ὁ μὲν Μενέλαος ἀπέλιπε τῆς ἀρχιερωσύνης διάδοχον Λυσίμαχον τὸν ἑαυτοῦ ἀδελφόν, Σώστρατος δὲ Κράτητα τὸν ἐπὶ τῶν Κυπρίων.
Β Μακ. 4,29 Ο Μενέλαος αφήκεν ως αντικαταστάτην του εις την αρχιερωσύνην τον αδελφόν του Λυσίμαχον, ο δε Σωστρατος ως αντικαταστάτην του εις την διοίκησιν της ακροπόλεως τον Κράτητα διοικητήν των Κυπρίων.
Β Μακ. 4,30 τοιούτων δὲ συνεστηκότων, συνέβη Ταρσεῖς καὶ Μαλλώτας στασιάζειν διὰ τὸ Ἀντιοχίδι τῇ παλλακῇ τοῦ βασιλέως ἐν δωρεᾷ δεδόσθαι.
Β Μακ. 4,30 Ενῷ αυτά συνέβαιναν, οι κάτοικοι της Ταρσού και της Μαλλώτας επανεστάτησαν, διότι αι δύο αυταί πόλεις είχαν δοθή από τον βασιλέα ως δώρον εις την Αντιοχίδα την παλλακήν του.
Β Μακ. 4,31 θᾶττον οὖν ὁ βασιλεὺς ἧκε καταστεῖλε τὰ πράγματα, καταλιπὼν τὸν διαδεχόμενον Ἀνδρόνικον τῶν ἐν ἀξιώματι κειμένων.
Β Μακ. 4,31 Ο βασιλεύς επήλθε ταχέως, δια να καταστείλη την επανάστασιν και αφήκεν ως αντικαταστάτην του τον Ανδρόνικον, ένα από τους επισήμους αξιωματούχους του.
Β Μακ. 4,32 νομίσας δὲ ὁ Μενέλαος εἰληφέναι καιρὸν εὐφυῆ, χρυσώματά τινα τῶν τοῦ ἱεροῦ νοσφισάμενος ἐχαρίσατο τῷ Ἀνδρονίκῳ καὶ ἕτερα ἐτύγχανε πεπρακὼς εἴς τε Τύρον καὶ τὰς κύκλῳ πόλεις.
Β Μακ. 4,32 Ο Μενέλαος ενόμισεν ότι είναι πρόσφορος η περίστασις δια την υπόθεσίν του και αφήρεσεν από τον ναόν μερικά χρυσά δοχεία, και ένα μέρος έδωκεν στον Ανδρόνικον, τα δε άλλα επώλησε εις την Τυρον και εις τας γύρω από αυτήν πόλεις.
Β Μακ. 4,33 ἃ καὶ σαφῶς ἐπεγνωκὼς ὁ Ὀνίας, παρήλεγχεν ἀποκεχωρηκὼς εἰς ἄσυλον τόπον ἐπὶ Δάφνης τῆς πρὸς Ἀντιόχειαν κειμένης.
Β Μακ. 4,33 Ο Ονίας, όταν έμαθε σαφώς την νέαν αυτήν ιεροσυλίαν του Μενελάου, τον επέπληξε δριμύτατα, αφού προηγουμένως είχε καταφύγει εις ασφαλή απαραβίαστον ιερόν τόπον, εις την Δαφνην, η οποία ευρίσκετο πλησίον της Αντιοχείας.
Β Μακ. 4,34 ὅθεν ὁ Μενέλαος λαβὼν ἰδίᾳ τὸν Ἀνδρόνικον, παρεκάλει χειρώσασθαι τὸν Ὀνίαν. ὁ δὲ παραγενόμενος ἐπὶ τὸν Ὀνίαν καὶ πεισθεὶς ἐπὶ δόλῳ καὶ δεξιὰς μεθ᾿ ὅρκων δούς, καίπερ ἐν ὑποψίᾳ κείμενος, ἔπεισεν ἐκ τοῦ ἀσύλου προελθεῖν, ὃν καὶ παραχρῆμα παρέκλεισεν οὐκ αἰδεσθεὶς τὸ δίκαιον.
Β Μακ. 4,34 Δια τούτο την ασφάλειάν του επιδιώκων και ο Μενέλαος επέτυχε να κερδίση υπέρ εαυτού τον Ανδρόνικον, τον οποίον και παρεκάλει να φονεύση τον Ονίαν. Ο Ανδρόνικος ήλθεν εις την Δαφνην πλησίον του Ονίου. Επείσθη να επιδιώξη την επιτυχίαν του σκοπού του με τρόπον δόλιον. Ετεινε λοιπόν προς αυτόν την δεξιάν και του ωρκίσθη φιλίαν. Ο Ανδρόνικος, αν και είχε πεισθή δια την αθωότητα του Ονίου, τον έπεισε να εξέλθη από τον απαραβίαστον ιερόν τόπον. Αμέσως δε και τον εφόνευσε και κατεπάτησεν έτσι κάθε θείον και ανθρώπινον δίκαιον.
Β Μακ. 4,35 δι᾿ ἣν αἰτίαν οὐ μόνον Ἰουδαῖοι, πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν ἐδείναζον καὶ ἐδυσφόρουν ἐπὶ τῷ τοῦ ἀνδρὸς ἀδίκῳ φόνῳ.
Β Μακ. 4,35 Δια την δολίαν εγκληματικήν αυτήν πράξιν όχι μόνον οι Ιουδαίοι αλλά και πολλοί από τους εθνικούς ηγανάκτησαν και εδυσφόρησαν δια τον άδικον θάνατον του ανδρός.
Β Μακ. 4,36 τοῦ δὲ βασιλέως ἐπανελθόντος ἀπὸ τῶν κατὰ Κιλικίαν τόπων, ἐνετύγχανον οἱ κατὰ πόλιν Ἰουδαῖοι, συμμισοπονηρούντων καὶ τῶν Ἑλλήνων ὑπὲρ τοῦ παρὰ λόγον τὸν Ὀνίαν ἀπεκτάνθαι.
Β Μακ. 4,36 Οταν δε ο βασιλεύς επέστρεψεν από τους τόπους της Κιλικίας, οι Ιουδαίοι της Αντιοχείας και άλλοι από τους ειδωλολατρικούς λαούς, οι οποίοι εμισούσαν το κακόν, παρουσιάσθησαν στον βασιλέα και εζήτουν εκδίκησιν δια τον αδίκως φονευθέντα Ονίαν.
Β Μακ. 4,37 ψυχικῶς οὖν ὁ Ἀντίοχος ἐπιλυπηθεὶς καὶ τραπεὶς εἰς ἔλεον καὶ δακρύσας διὰ τὴν τοῦ μετηλλαχότος σωφροσύνην καὶ πολλὴν εὐταξίαν
Β Μακ. 4,37 Ο Αντίοχος κατεθλίβη βαθύτατα, ησθάνθη συμπόνοιαν και έκλαυσε δια τον φόνον του σώφρονος και εναρέτου Ονίου.
Β Μακ. 4,38 καὶ πυρωθεὶς τοῖς θυμοῖς, παραχρῆμα τὴν τοῦ Ἀνδρονίκου πορφύραν περιελόμενος καὶ τοὺς χιτῶνας περιῤῥήξας, περιαγαγὼν καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν, ἐπ᾿ αὐτὸ τὸν τόπον, οὗπερ εἰς τὸν Ὀνίαν ἠσέβησεν, ἐκεῖ τὸν μιαιφόνον ἀπεκόσμησε, τοῦ Κυρίου τὴν ἀξία αὐτῷ κόλασιν ἀποδόντος.
Β Μακ. 4,38 Αναψε από τον θυμόν του, διέταξε και αφήρεσαν αμέσως την βασιλικήν πορφύραν από τον Ανδρόνικον, του έσχισαν τα ενδύματά του και τον περιέφεραν καθ' όλην την πόλιν. Επειτα δε στον τόπον εκείνον, όπου είχε διαπράξει την μεγάλην ασέβειαν εναντίον του Ονίου, εκεί τον ασεβή αυτόν καθήρεσεν από κάθε αξίωμα και τον εφόνευσεν. Ετσι δε ο Κυριος ανταπέδωκεν εις αυτόν την πρέπουσαν τιμωρίαν.
Β Μακ. 4,39 γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλυμάτων κατὰ τὴν πόλιν ὑπὸ τοῦ Λυσιμάχου μετὰ τῆς Μενελάου γνώμης καὶ διαδοθείσης ἔξω τῆς φήμης, ἐπισυνήχθη τὸ πλῆθος ἐπὶ τὸν Λυσίμαχον, χρυσωμάτων ἤδη πολλῶν διενηνεγμένων.
Β Μακ. 4,39 Επειδή πάρα πολλά ιερά αντικείμενα είχον συληθή και επωλούντο εις την πόλιν της Αντιοχείας από τον Λυσίμαχον, σύμφωνα και με την θέλησιν του Μενελάου, το πλήθος εξηγέρθη σύσσωμον εναντίον του Λυσιμάχου, διότι πολλά ιερά χρυσά δοχεία είχαν διασκορπισθή εις την πόλιν.
Β Μακ. 4,40 ἐπεγειρομένων δὲ τῶν ὄχλων καὶ ταῖς ὀργαῖς διεμπιπλαμένων, καθοπλίσας ὁ Λυσίμαχος πρὸς τρισχιλίους, κατήρξατο χειρῶν ἀδίκων, προηγησαμένου τινὸς τυράννου προβεβηκότος τὴν ἡλικίαν, οὐδὲν δὲ ἧττον καὶ τὴν ἄνοιαν.
Β Μακ. 4,40 Ο Λυσίμαχος, όταν είδε να εξεγείρωνται οι όχλοι εναντίον του και τα πνεύματα του λαού να είναι εξωργισμένα, ώπλισε τρεις χιλιάδας άνδρας και ήρχισε να βιαιοπραγή εναντίον του λαού, έχων προπορευόμενον κάποιον τύραννον, προχωρημένον εις την ηλικίαν όχι δε ολιγώτερον και εις την αφροσύνην.
Β Μακ. 4,41 συνιδόντες δὲ καὶ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ Λυσιμάχου, συναρπάσαντες οἱ μὲν πέτρους, οἱ δὲ ξύλων πάχη, τινὲς δὲ ἐκ τῆς παρακειμένης σποδοῦ δρασσόμενοι, φύρδην ἐνετίνασσον εἰς τοὺς περὶ τὸν Λυσίμαχον·
Β Μακ. 4,41 Οταν ο λαός είδεν αυτήν την επίθεσιν του Λυσιμάχου, ήρπασαν άλλοι μεν λίθους άλλοι δε χονδρά ξύλα, άλλοι δε επήραν στάκτην η οποία ευρέθη κάπου εκεί, και έρριπτον αυτά φύρδην μίγδην εναντίον των περί τον Λυσίμαχον ανδρών.
Β Μακ. 4,42 δι᾿ ἣν αἰτίαν πολλοὺς μὲν αὐτῶν τραυματίας ἐποίησαν, τινὰς δὲ καὶ κατέβαλον, πάντας δὲ εἰς φυγὴν συνήλασαν, αὐτὸν δὲ τὸν ἱερόσυλον παρὰ τὸ γαζοφυλάκιον ἐχειρώσαντο.
Β Μακ. 4,42 Με την επίθεσίν των αυτήν οι άνθρωποι του λαού μεγάλον αριθμόν εκ των ανδρών του Λυσιμάχου ετραυμάτισαν, μερικούς δε και εφόνευσαν, όλους τους άλλους τους έτρεψαν εις φυγήν, αυτόν δε τον ιερόσυλον άνδρα τον έσφαξαν πλησίον του θησαυροφυλακίου.
Β Μακ. 4,43 περὶ δὲ τούτων ἐνέστη κρίσις πρὸς τὸν Μενέλαον.
Β Μακ. 4,43 Επειτα δε από τα γεγονότα αυτά, ήρχισε μία δίκη εναντίον του Μενελάου.
Β Μακ. 4,44 καταντήσαντος δὲ τοῦ βασιλέως εἰς Τύρον, ἐπ᾿ αὐτοῦ τὴν δικαιολογίαν ἐποιήσαντο οἱ πεμφθέντες ἄνδρες τρεῖς ὑπὸ τῆς γερουσίας.
Β Μακ. 4,44 Οταν ο βασιλεύς ήλθεν εις την Τυρον, οι τρεις άνδρες, που είχαν σταλή από την γερουσίαν, εξέθεσαν το δίκαιον της υποθέσεώς των.
Β Μακ. 4,45 ἤδη δὲ λελειμμένος ὁ Μενέλαος ἐπηγγείλατο χρήματα ἱκανὰ τῷ Πτολεμαίῳ τῷ Δορυμένους πρὸς τὸ πεῖσαι τὸν βασιλέα.
Β Μακ. 4,45 Εν μέσω των δυσκόλων αυτών περιστάσεων ευρισκόμενος ο Μενέλαος υπεσχέθη στον Πτολεμαίον, υιόν του Δορυμένους, μεγάλο χρηματικόν ποσόν, δια να μεταπείση και καταστήση τον βασιλέα ευμενή προς αυτόν.
Β Μακ. 4,46 ὅθεν ἀπολαβὼν ὁ Πτολεμαῖος εἴς τι περίστυλον ὡς ἀναψύξοντα τὸν βασιλέα μετέθηκε,
Β Μακ. 4,46 Ο Πτολεμαίος επήρε τον βασιλέα ιδιαιτέρως εις κάποιον περίστυλον με την πρόθεσιν να τον δροσίση και εκεί κατώρθωσε να μεταβάλη την απόφασιν αυτού.
Β Μακ. 4,47 καὶ τὸν μὲν τῆς ὅλης κακίας Μενέλαον ἀπέλυσε τῶν κατηγορημάτων, τοῖς δὲ ταλαιπώροις, οἵτινες, εἰ καὶ ἐπὶ Σκυθῶν ἔλεγον, ἀπελύθησαν ἂν ἀκατάγνωστοι, τούτοις θάνατον ἐπέκρινε.
Β Μακ. 4,47 Και τον μεν Μενέλαον, τον αίτιον όλης αυτής της συμφοράς, εκήρυξεν αθώον από τας αποδοθείσας εις αυτόν κατηγορίας, τους δε ταλαιπώρους εκείνους κατεδίκασεν εις θάνατον, οι οποίοι εάν το ζήτημά των παρουσίαζον και εις αυτούς ακόμη τους βαρβάρους Σκύθας, θα απελύοντο ως αθώοι.
Β Μακ. 4,48 ταχέως οὖν τὴν ἄδικον ζημίαν ὑπέσχον οἱ ὑπὲρ πόλεως καὶ δήμων καὶ τῶν ἱερῶν σκευῶν προαγορεύσαντες.
Β Μακ. 4,48 Ετσι δε οι άνδρες, οι οποίοι είχαν αγωνισθή υπέρ της πόλεως, υπέρ του λαού και των ιερών σκευών, υπέστησαν αμέσως την άδικον αυτήν τιμωρίαν.
Β Μακ. 4,49 δι᾿ ἣν αἰτίαν καὶ Τύριοι μισοπονηρήσαντες τὰ πρὸς τὴν κηδείαν αὐτῶν μεγαλοπρεπῶς ἐχορήγησαν.
Β Μακ. 4,49 Και αυτοί άκομα οι κάτοικοι της Τυρου εμίσησαν και απεδοκίμασαν την παράνομον αυτήν πράξιν του βασιλέως και εις ένδειξιν της αγανακτήσεώς των εχορήγησαν τα έξοδα δια μεγαλοπρεπή κηδείαν των θυμάτων.
Β Μακ. 4,50 ὁ δὲ Μενέλαος διὰ τὰς τῶν κρατούντων πλεονεξίας ἔμενεν ἐπὶ τῆς ἀρχῆς ἐπιφυόμενος τῇ κακίᾳ, μέγας τῶν πολιτῶν ἐπίβουλος καθεστώς.
Β Μακ. 4,50 Ο δε Μενέλαος, ικανοποιούσε πάντοτε τας πλεονεξίας των κατεχόντων την εξουσίαν και έμενεν στο αξίωμά του, ηύξανε κατά την κακίαν και κατέστη μέγας εχθρός και επίβουλος των συμπολιτών του.
Β Μακ. 5,1 Περὶ δὲ τὸν καιρὸν τοῦτον τὴν δευτέραν ἔφοδον ὁ Ἀντίοχος εἰς Αἴγυπτον ἐστείλατο.
Β Μακ. 5,1 Κατά την περίοδον αυτήν ο Αντίοχος προπαρεσκεύαζε την δευτέραν έφοδόν του εναντίον της Αιγύπτου.
Β Μακ. 5,2 συνέβη δὲ καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν σχεδὸν ἐφ᾿ ἡμέρας τεσσαράκοντα φαίνεσθαι διὰ τοῦ ἀέρος τρέχοντας ἱππεῖς διαχρύσους στολὰς ἔχοντας καὶ λόγχας σπειρηδὸν ἐξωπλισμένους
Β Μακ. 5,2 Συνέβη δε τούτο το παράδοξον τότε. Εις όλην την πόλιν Ιερουσαλήμ επί τεσσαράκοντα σχεδόν ημέρας εφαίνοντο να τρέχουν επάνω στον αέρα ιππείς, που είχαν χρυσάς στολάς, και ήσαν ωργανωμένοι σαν εις ρωμαϊκάς σπείρας και ωπλισμένοι με λόγχας.
Β Μακ. 5,3 καὶ ἴλας ἵππων διατεταγμένας καὶ προσβολὰς γινομένας καὶ καταδρομὰς ἑκατέρων καὶ ἀσπίδων κινήσεις καὶ καμάκων πλήθη καὶ μαχαιρῶν σπασμοὺς καὶ βελῶν βολὰς καὶ χρυσῶν κόσμων ἐκλάμψεις καὶ παντοίους θωρακισμούς.
Β Μακ. 5,3 Εφαίνοντο επίσης ίλαι ιππικού παρατεταγμένοι ως προς μάχην, εγίνοντο επιθέσεις και καταδρομαί και από τα δύο μέρη, κινήσεις ασπίδων, πλήθη από λόγχας, μάχαιραι που ανεσύροντο από τας θήκας των, ρίψεις βελών, απαστράπτουσαι αναλαμπαί χρυσών οπλών και παντός είδους θώρακες.
Β Μακ. 5,4 διὸ πάντες ἠξίουν ἐπ᾿ ἀγαθῷ τὴν ἐπιφάνειαν γενέσθαι.
Β Μακ. 5,4 Ολοι δε ικέτευον τον Θεόν να αποβούν εις αγαθόν της πόλεως αι εμφανίσεις αυταί.
Β Μακ. 5,5 γενομένης δὲ λαλιᾶς ψευδοῦς ὡς μετηλλαχότος τὸν βίον Ἀντιόχου παραλαβὼν ὁ Ἰάσων οὐκ ἐλάττους τῶν χιλίων, αἰφνιδίως ἐπὶ τὴν πόλιν συνετελέσατο ἐπίθεσιν· τῶν δὲ ἐπὶ τῷ τείχει συνελασθέντων καὶ τέλος ἤδη καταλαμβανομένης τῆς πόλεως, ὁ Μενέλαος εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἐφυγάδευσεν.
Β Μακ. 5,5 Επειδή τότε διεδόθη και η ψευδής είδησις περί του θανάτου του Αντιόχου, ο Ιάσων παρέλαβεν όχι ολιγωτέρους από χιλίους άνδρας, ήλθε και επετέθη αιφνιδίως εναντίον της Ιερουσαλήμ. Οι αμυνόμενοι εις τα τείχη απωθήθησαν και η πόλις επρόκειτο να καταληφθή. Τοτε ο Μενέλαος, δια να σωθή, κατέφυγεν εις την ακρόπολιν.
Β Μακ. 5,6 ὁ δὲ Ἰάσων ἐποιεῖτο σφαγὰς τῶν πολιτῶν τῶν ἰδίων ἀφειδῶς, οὐ συννοῶν τὴν εἰς τοὺς συγγενεῖς εὐημερίαν δυσημερίαν εἶναι τὴν μεγίστην· δοκῶν δὲ πολεμίων καὶ οὐχ ὁμοεθνῶν τρόπαια καταβάλλεσθαι,
Β Μακ. 5,6 Ο Ιάσων, όταν εισήλθεν εις την πόλιν, επεδόθη εις ανηλεείς σφαγάς των συμπολιτών του, μη σκεπτόμενος ότι μία επιτυχία εις βάρος των συμπολιτών του είναι μεγίστη δυστυχία. Είχε δε την νοσηράν αντίληψιν, ότι επέτυχε τρόπαια εναντίον εχθρών και όχι εναντίον ομοεθνών!
Β Μακ. 5,7 τῆς μὲν ἀρχῆς οὐκ ἐκράτησε, τὸ δὲ τέλος τῆς ἐπιβουλῆς αἰσχύνην λαβών, φυγὰς πάλιν εἰς τὴν Ἀμμανῖτιν ἀπῆλθε.
Β Μακ. 5,7 Παρ' όλα όμως αυτά δεν κατώρθωσε να κρατήση την εξουσίαν. Το δε αποτέλεσμα της επιδρομής του ήτο ο εξευτελισμός του. Και εξόριστος κατέφυγε πάλιν εις την χώραν των Αμμανιτών.
Β Μακ. 5,8 πέρας οὖν κακῆς ἀναστροφῆς ἔτυχεν ἐγκλεισθεὶς πρὸς Ἀρέταν τὸν τῶν Ἀράβων τύῤῥανον, πόλιν ἐκ πόλεως φεύγων, διωκόμενος ὑπὸ πάντων καὶ στυγούμενος ὡς τῶν νόμων ἀποστάτης καὶ βδελυσσόμενος ὡς πατρίδος καὶ πολιτῶν δήμιος, εἰς Αἴγυπτον ἐξεβράσθη.
Β Μακ. 5,8 Το δε τέρμα της εγκληματικής του ζωής και αναστροφής ήτο τούτο· εκλείσθη από τον Αρέταν, τον βασιλέα των Αράβων, εις φυλακήν. Εδραπέτευσεν από εκεί και περιεπλανήθη από πόλεως εις πόλιν καταδιωκόμενος υπό πάντων και μισούμενος ως αποστάτης από τους νόμους του Θεού, βδελυσσόμενος από όλους ως δήμιος της πατρίδος και των συμπολιτών του, εξεβράσθη εις την Αίγυπτον.
Β Μακ. 5,9 καὶ ὁ συχνοὺς τῆς πατρίδος ἀποξενώσας ἐπὶ ξένης ἀπώλετο πρὸς Λακεδαιμονίους ἀναχθεὶς ὡς διὰ τὴν συγγένειαν τευξόμενος σκέπης.
Β Μακ. 5,9 Και αυτός, ο οποίος πολλούς απεξένωσεν από την πατρίδα των, απωλέσθη εις ξένην χώραν, εις την Λακεδαίμονα, όπου είχε μεταβή με την ελπίδα, ότι θα εύρη καταφύγιον στηριζόμενος εις την προς αυτούς συγγένειάν του.
Β Μακ. 5,10 καὶ ὁ πλῆθος ἀτάφων ἐκρίψας ἀπένθητος ἐγενήθη καὶ κηδείας οὐδ᾿ ἡστινοσοῦν οὔτε πατρῴου τάφου μετέσχε.
Β Μακ. 5,10 Ετσι δε εκείνος ο οποίος έρριψε κατά γης πλήθος ατάφων ανθρώπων, έμεινεν απένθητος. Κανείς δεν έκαμε δι' αυτόν ούτε την παραμικροτέραν επικήδειον τελετήν, ούτε και ενεταφιάσθη εις πατρικόν τάφον.
Β Μακ. 5,11 Προσπεσόντων δὲ τῷ βασιλεῖ περὶ τῶν γεγονότων διέλαβεν ἀποστατεῖν τὴν Ἰουδαίαν. ὅθεν ἀναζεύξας ἐξ Αἰγύπτου τεθηριωμένος τῇ ψυχῇ, ἔλαβε τὴν μὲν πόλιν δορυάλωτον,
Β Μακ. 5,11 Οταν όμως τα γεγονότα αυτά έπεσαν εις την αντίληψιν του βασιλέως, αυτός επίστευσεν ότι η Ιουδαία είχεν αποστατήσει. Ανεχώρησε, λοιπόν, αμέσως από την Αίγυπτον θηρίον κατά την καρδίαν και κατόπιν μάχης κατέλαβε την Ιερουσαλήμ.
Β Μακ. 5,12 καὶ ἐκέλευσε τοῖς στρατιώταις κόπτειν ἀφειδῶς τοὺς ἐμπίπτοντας καὶ τοὺς εἰς τὰς οἰκίας ἀναβαίνοντας κατασφάζειν.
Β Μακ. 5,12 Διέταξε δε τους στρατιώτας του, να κατακάψουν ανηλεως εκείνους, οι οποίοι θα έπιπτον εις τα χέρια των, και να κατασφάζουν εκείνους που, δια να εύρουν σωτηρίαν, θα ανέβαιναν εις τας στέγας των οικιών.
Β Μακ. 5,13 ἐγίνοντο δὲ νέων καὶ πρεσβυτέρων ἀναιρέσεις, ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν καὶ τέκνων ἀφανισμός, παρθένων τε καὶ νηπίων σφαγαί.
Β Μακ. 5,13 Ετσι δε έγιναν πολυάριθμοι εκτελέσεις νέων και γερόντων, ανδρών και γυναικών. Παιδιά εξηφανίσθησαν, νήπια και παρθένοι εσφάγησαν.
Β Μακ. 5,14 ὀκτὼ δὲ μυριάδες ἐν ταῖς πάσαις ἡμέραις τρισὶ κατεφθάρησαν· τέσσαρες μὲν ἐκ χειρῶν νομαῖς, οὐχ ἧττον δὲ τῶν ἐσφαγμένων ἐπράθησαν.
Β Μακ. 5,14 Ογδοήκοντα χιλιάδες εις διάστημα τριών ημερών εχάθησαν, εκ των οποίων τεσσαράκοντα χιλιάδες εσφάγησαν και οχι ολιγώτεροι από τους θανατωθέντας επωλήθησαν δούλοι.
Β Μακ. 5,15 καὶ οὐκ ἀρκεσθεὶς δὲ τούτοις κατετόλμησεν εἰς τὸ πάσης τῆς γῆς ἁγιώτατον ἱερὸν εἰσελθεῖν, ὁδηγὸν ἔχων τὸν Μενέλαον, τὸν καὶ τῶν νόμων καὶ τῆς πατρίδος προδότην γεγονότα
Β Μακ. 5,15 Ο βασιλεύς δεν ηρκέσθη εις τας εγκληματικάς αυτάς πράξεις αλλ' απετόλμησε και να εισέλθη στον ναόν, τον αγιώτατον αυτόν τόπον όλης της οικουμένης, έχων ως οδηγόν τον Μενέλαον, ο οποίος εγίνετο προδότης των νόμων και της πατρίδος του.
Β Μακ. 5,16 καὶ ταῖς μιαραῖς χερσὶ τὰ ἱερὰ σκεύη λαμβάνων καὶ τὰ ὑπ᾿ ἄλλων βασιλέων ἀνατεθέντα πρὸς αὔξησιν καὶ δόξαν τοῦ τόπου καὶ τιμὴν ταῖς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἐπεδίδου.
Β Μακ. 5,16 Επαιρνε με τα μιαρά του χέρια τα ιερά σκεύη, τα οποία από άλλους βασιλείς είχαν αφιερωθή δια το μεγαλείον και την δόξαν του ιερού τούτου, και αφού τα αποσπούσεν αναιδώς τα παρέδιδεν εις βέβηλα χέρια.
Β Μακ. 5,17 καὶ ἐμετεωρίζετο τὴν διάνοιαν ὁ Ἀντίοχος, οὐ συνορῶν ὅτι διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν τὴν πόλιν οἰκούντων ἀπώργισται βραχέως ὁ Δεσπότης, διὸ γέγονε περὶ τὸν τόπον παρόρασις.
Β Μακ. 5,17 Ο Αντίοχος ηλαζονεύετο εσωτερικώς δια τα εγκληματικά του αυτά έργα, διότι δεν εννοούσεν ότι εξ αιτίας των αμαρτιών των κατοίκων της πόλεως είχεν οργισθή ο Κυρίας δια βραχύ χρονικόν διάστημα και είχεν αποστρέψει το βλέμμα του και την προστασίαν του από τον ιερόν αυτόν τόπον.
Β Μακ. 5,18 εἰ δὲ μὴ συνέβαινε προσενέχεσθαι πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καθάπερ ὁ Ἡλιόδωρος ὁ πεμφθεὶς ὑπὸ Σελεύκου τοῦ βασιλέως ἐπὶ τὴν ἐπίσκεψιν τοῦ γαζοφυλακίου, οὗτος προαχθεὶς παραχρῆμα μαστιγωθεὶς ἀνετράπη τοῦ θράσους.
Β Μακ. 5,18 Εάν δεν συνέβαινε να είναι αυτοί οι Ισραηλίται ένοχοι πολλών αμαρτημάτων, θα εμαστιγώνετο και αυτός ο Αντίοχος, όπως εμαστιγώθη ο Ηλιόδωρος, ο οποίος είχεν αποστολή από τον βασιλέα Σέλευκον, δια να πάρη τα χρήματα του θησαυροφυλακίου του ναού, και έτσι θα απετρέπετο από τας θρασείας του πράξεις.
Β Μακ. 5,19 ἀλλ᾿ οὐ διὰ τὸν τόπον τὸ ἔθνος, ἀλλὰ διὰ τὸ ἔθνος τὸν τόπον ὁ Κύριος ἐξελέξατο.
Β Μακ. 5,19 Αλλά ο Θεός δεν εξέλεξε τον λαόν του προς χάριν του ιερού τούτου τόπου, αλλά τον ιερόν χώρον πρυς χάριν του λαού του.
Β Μακ. 5,20 διόπερ καὶ αὐτὸς ὁ τόπος συμμετασχὼν τῶν τοῦ ἔθνους δυσπετημάτων γενομένων, ὕστερον εὐεργετημάτων ὑπὸ τοῦ Κυρίου ἐκοινώνησε, καὶ ὁ καταληφθεὶς ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος ὀργῇ πάλιν ἐν τῇ τοῦ μεγάλου Δεσπότου καταλλαγῇ μετὰ πάσης δόξης ἐπανωρθώθη.
Β Μακ. 5,20 Επειδή δε ο τόπος αυτός συμμετέσχε κατά κάποιον τρόπον εις τας ταλαιπωρίας του λαού, ύστερον συμμετέσχε και εις τας υπό του Κυρίου σταλείσας ευεργεσίας ο τόπος αυτός, ο οποίος εγκατελείφθη λόγω της οργής του παντοδυνάμου Θεού, πάλιν χάρις εις την συμφιλίωσιν του λαού προς τον Υψιστον επανωρθώθη και αποκατεστάθη με όλην του την δόξαν.
Β Μακ. 5,21 ὁ γοῦν Ἀντίοχος ὀκτακόσια πρὸς τοῖς χιλίοις ἀπενεγκάμενος ἐκ τοῦ ἱεροῦ τάλαντα θᾶττον εἰς Ἀντιόχειαν ἐχωρίσθη, οἰόμενος ἀπὸ τῆς ὑπερηφανίας τὴν μὲν γῆν πλωτὴν καὶ τὸ πέλαγος πορευτὸν θέσθαι διὰ τὸν μετεωρισμὸν τῆς καρδίας.
Β Μακ. 5,21 Ο Αντίοχος, λοιπόν, αφού έλαβεν από τον ιερόν ναόν χίλια οκτακόσια τάλαντα επανήλθε ταχέως εις την Αντιόχειαν νομίσας μέσα εις την σύγχυσιν της μεγάλης του υπερηφανείας, ότι θα κάμη την μεν ξηράν πλωτήν την δε θάλασσαν βατήν, ως εάν ήτο ξηρά.
Β Μακ. 5,22 κατέλιπε δὲ καὶ ἐπιστάτας τοῦ κακοῦν τὸ γένος, ἐν μὲν Ἱεροσολύμοις Φίλιππον τὸ μὲν γένος Φρύγα, τὸν δὲ τρόπον βαρβαρώτερον ἔχοντα τοῦ καταστήσαντος,
Β Μακ. 5,22 Αφήκε δε ως στρατιωτικούς επόπτας, δια να βασανίσουν τον ισραηλιτικόν λαόν εις μεν την Ιερουσαλήμ τον Φιλιππον τον καταγόμενον από το γένος των Φρυγών, ο οποίος ήτο κατά τους τρόπους βαρβαρώτερος από εκείνον, που τον είχεν εγκαταστήσει,
Β Μακ. 5,23 ἐν δὲ Γαριζὶν Ἀνδρόνικον, πρὸς δὲ τούτοις Μενέλαον, ὃς χείριστα τῶν ἄλλων ὑπερῄρετο τοῖς πολίταις, ἀπεχθῆ δὲ πρὸς τοὺς πολίτας Ἰουδαίους ἔχων διάθεσιν.
Β Μακ. 5,23 εις δε την Γαριζίν αφήκε τον Ανδρόνικον, επί δε τούτοις αφήκε και τον Μενέλαον, ο οποίος ήτο πολύ περισσότερον από τους άλλους αλαζονικός, δι' όσα κακά έκαμεν εναντίον των συμπολιτών του και έτρεφε πάντοτε αισθήματα μοχθηρίας και μίσους εναντίον των συμπολιτών του Ιουδαίων.
Β Μακ. 5,24 ἔπεμψε δὲ τὸν μυσάρχην Ἀπολλώνιον μετὰ στρατεύματος δισμυρίων πρὸς τοῖς δισχιλίοις, προστάξας τοὺς ἐν ἡλικίᾳ πάντας κατασφάξαι, τὰς δὲ γυναῖκας καὶ νεωτέρους πωλεῖν.
Β Μακ. 5,24 Εστειλε και τον βδελυρόν Απολλώνιον επικεφαλής στρατού εικοσιδύο χιλιάδων ανδρών, και έδωσεν εις αυτόν την εντολήν να κατασφάξη όλους τους Ιουδαίους άνδρας, που θα ευρίσκοντο εις την ακμήν της ηλικίας των, να πωλήση δε τας γυναίκας και τα παιδιά ως δούλους.
Β Μακ. 5,25 οὗτος δὲ παραγενόμενος εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ τὸν εἰρηνικὸν ὑποκριθείς, ἐπέσχεν ἕως τῆς ἁγίας ἡμέρας τοῦ σαββάτου καὶ λαβὼν ἀργοῦντας τοὺς Ἰουδαίους τοῖς ὑφ᾿ ἑαυτὸν ἐξοπλησίαν παρήγγειλε
Β Μακ. 5,25 Ο Απολλώνιος, όταν έφθασεν εις την Ιερουσαλήμ, υπεκρίθη τον ειρηνικόν και ειρηνόφιλον, συνεκρατήθη μέχρι της αγίας ημέρας του Σαβάτου, οπότε είδε τους Ισραηλίτας να ευρίσκωνται εις την σαββατιαίαν αργίαν. Διέταξε, λοιπόν, αυτός τότε τα στρατεύματά του να αναλάβουν τα όπλα.
Β Μακ. 5,26 καὶ τοὺς ἐξελθόντας πάντας ἐπὶ τὴν θεωρίαν συνεξεκέντησε καὶ εἰς τὴν πόλιν σὺν τοῖς ὅπλοις εἰσδραμὼν ἱκανὰ κατέστρωσε πλήθη.
Β Μακ. 5,26 Ολους δε τους Ιουδαίους, οι οποίοι εξήλθον, δια να ίδουν την στρατιωτικήν παράταξιν, διέταξε και τους εφόνευσαν. Κατόπιν δε εισέδραμε και περιτρέχων την πόλιν με τους στρατιώτας του εθανάτωσε πλήθος Ισραηλιτών.
Β Μακ. 5,27 Ἰούδας δὲ ὁ Μακκαβαῖος δέκατός που γενηθεὶς καὶ ἀναχωρήσας εἰς τὴν ἔρημον, θηρίων τρόπον ἐν τοῖς ὄρεσι διέζη σὺν τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ τὴν χορτώδη τροφὴν σιτούμενοι διετέλουν πρὸς τὸ μὴ μετασχεῖν τοῦ μολυσμοῦ.
Β Μακ. 5,27 Τοτε δε ο Ιούδας ο Μακκαβαίος μαζή με δέκα άλλους ανεχώρησεν εις την έρημον και εζούσε με τους άλλους συντρόφους του, όπως τα άγρια θηρία. Αυτοί ετρέφοντο με χόρτα μόνον, δια να μη μολυνθούν με τα ακάθαρτα φαγητά των εθνικών.
Β Μακ. 6,1 Μετ᾿ οὐ πολὺν δὲ χρόνον ἐξαπέστειλεν ὁ βασιλεὺς γέροντα Ἀθηναῖον ἀναγκάζειν τοὺς Ἰουδαίους μεταβαίνειν ἐκ τῶν πατρώων νόμων καὶ τοῖς τοῦ Θεοῦ νόμοις μὴ πολιτεύεσθαι,
Β Μακ. 6,1 Επειτα από ολίγον χρόνον ο βασιλεύς έστειλε κάποιον γέροντα Αθηναίον, δια να εξαναγκάση τους Ιουδαίους να αποπηδήσουν από τους πατροπαραδότους νόμους και να μη ζουν πλέον σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού.
Β Μακ. 6,2 μολῦναι δὲ καὶ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼν καὶ προσονομάσαι Διὸς Ὀλυμπίου καὶ τὸν ἐν Γαριζίν, καθὼς ἐτύγχανον οἱ τὸν τόπον οἰκοῦντες, Διὸς Ξενίου.
Β Μακ. 6,2 Εδωσεν επίσης εντολήν στον Αθηναίον αυτόν, να μολύνη τον ναόν της Ιερουσαλήμ και να τον μετονομάση ναόν του Ολυμπίου Διός, τον δε εις Γαριζίν ναόν να τον μετονομάση ναόν του Ξενίου Διός, σύμφωνα με τον φιλόξενον χαρακτήρα των κατοίκων της περιοχής.
Β Μακ. 6,3 χαλεπὴ δὲ καὶ τοῖς ὅλοις ἦν καὶ δυσχερὴς ἡ ἐπίτασις τῆς κακίας.
Β Μακ. 6,3 Η επίτασις των δεινών υπήρξε και δι' αυτό το πολύ πλήθος καταθλιπτική και ανυπόφορος.
Β Μακ. 6,4 τὸ μὲν γὰρ ἱερὸν ἀσωτίας καὶ κώμων ἐπεπλήρωτο ὑπὸ τῶν ἐθνῶν ῥαθυμούντων μεθ᾿ ἑταιρῶν καὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς περιβόλοις γυναιξὶ πλησιαζόντων, ἔτι δὲ τὰ μὴ καθήκοντα ἔνδον φερόντων.
Β Μακ. 6,4 Διότι ο ιερός ναός εγέμισεν από ασωτίας και μέθας υπό των ειδωλολατρών, οι οπρίοι διεσκέδαζον με εταίρας και επλησίαζον τας γυναίκας μέσα στους ιερούς περιβόλους του ναού. Εφερον δε αυτοί εντός του ναού πράγματα, τα οποία δεν επετρέπετο.
Β Μακ. 6,5 τὸ δὲ θυσιαστήριον τοῖς ἀποδιεσταλμένοις ἀπὸ τῶν νόμων ἀθεμίτοις ἐπεπλήρωτο.
Β Μακ. 6,5 Και αυτό το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων ήτο γεμάτον από αντικείμενα και σφάγια, τα οποία απηγορεύοντο από τον Νομον.
Β Μακ. 6,6 ἦν δ᾿ οὔτε σαββατίζειν οὔτε πατρῴους ἑορτὰς διαφυλάττειν οὔτε ἁπλῶς Ἰουδαῖον ὁμολογεῖν εἶναι.
Β Μακ. 6,6 Δεν ήτο δυνατόν δε ούτε τα Σαββατα και τας άλλας εορτάς να τηρούν οι Ισραηλίται ούτε και απλώς καν να ομολογούν ότι ήσαν Ιουδαίοι.
Β Μακ. 6,7 ἤγοντο δὲ μετὰ πικρᾶς ἀνάγκης εἰς τὴν κατὰ μῆνα τοῦ βασιλέως γενέθλιον ἡμέραν ἐπὶ σπλαγχνισμόν· γενομένης δὲ Διονυσίων ἑορτῆς ἠναγκάζοντο οἱ Ἰουδαῖοι κισσοὺς ἔχοντες πομπεύειν τῷ Διονύσῳ.
Β Μακ. 6,7 Εξηναγκάζοντο δε υπό της πίκρας ανάγκης να συμμετέχουν κάθε μήνα στον εορτασμόν της γενεθλίου ημέρας του βασιλέως και να τρώγουν από τα σπλάγχνα των προσφερομένων εις θυσίαν ζώων. Κατά δε την εορτήν του Διονύσου ηναγκάζοντο οι Ιουδαίοι, να μετέχουν εις την πομπήν στεφανωμένοι με κισσούς προς τιμήν του Διονύσου.
Β Μακ. 6,8 ψήφισμα δὲ ἐξέπεσεν εἰς τὰς ἀστυγείτονας πόλεις Ἑλληνίδας Πτολεμαίου ὑποτιθεμένου τὴν αὐτὴν ἀγωγὴν κατὰ τῶν Ἰουδαίων ἄγειν καὶ σπλαγνίζειν,
Β Μακ. 6,8 Εκοινοποιήθη δε διάταγμα εις τας γειτονικάς ελληνικάς πόλεις τη προτροπή των ανθρώπων του Πτολεμαίου να εφαρμοσθούν τα αυτά μέτρα εναντίον των Ισραηλιτών και να οδηγούνται αυτοί και εις τα συμπόσια και να τρώγουν από τα σπλάγχνα των ζώων των ειδωλολατρικών θυσιών·
Β Μακ. 6,9 τοὺς δὲ μὴ προαιρουμένους μεταβαίνειν ἐπὶ τὰ Ἑλληνικὰ κατασφάζειν. παρῆν οὖν ὁρᾶν τὴν ἐνεστῶσαν ταλαιπωρίαν.
Β Μακ. 6,9 να κατασφάζωνται δε εκείνοι από τους Ιουδαίους, οι οποίοι δεν θα συνεμορφώνοντο προς τα ελληνικά έθιμα. Κοινόν θέαμα είχε καταντήσει η παρούσα αθλιεστάτη κατάστασις των Ιουδαίων.
Β Μακ. 6,10 δύο γὰρ γυναῖκες ἀνηνέχθησαν περιτετμηκυῖαι τὰ τέκνα αὐτῶν· τούτων δὲ ἐκ τῶν μαστῶν κρεμάσαντες τὰ βρέφη καὶ δημοσίᾳ περιαγαγόντες αὐτὰς τὴν πόλιν κατὰ τοῦ τείχους ἐκρήμνισαν.
Β Μακ. 6,10 Δυο γυναίκες συνελήφθησαν, διότι είχον κάμει περιτομήν εις τα τέκνα των. Αυτά τα βρέφη οι ειδωλολάτραι τα εκρέμασαν από τους μαστούς των μητέρων, τας περιέφεραν δημοσία ανά την πόλιν και κατόπιν τας εκρήμνισαν από τα τείχη.
Β Μακ. 6,11 ἕτεροι δὲ πλησίον συνδραμόντες εἰς τὰ σπήλαια λεληθότως ἄγειν τὴν ἑβδομάδα, μηνυθέντες τῷ Φιλίππῳ συνεφλογίσθησαν διὰ τὸ εὐλαβῶς ἔχειν βοηθῆσαι ἑαυτοῖς κατὰ τὴν δόξαν τῆς σεμνοτάτης ἡμέρας.
Β Μακ. 6,11 Αλλοι δε οι οποίοι είχαν καταφύγει εις τα εκεί πλησίον σπήλαια, δια να τηρήσουν κρυφίως την αργίαν του Σαβάτου, κατηγγέλθησαν στον Φιλιππον και εκάησαν όλοι, χωρίς να θελήσουν να αμυνθούν δια λόγους τιμής και σεβασμού προς την αγιότητα της ημέρας.
Β Μακ. 6,12 Παρακαλῶ οὖν τοὺς ἐντυγχάνοντας τῇδε τῇ βίβλῳ, μὴ συστέλλεσθαι διὰ τὰς συμφοράς, λογίζεσθαι δὲ τὰς τιμωρίας μὴ πρὸς ὄλεθρον, ἀλλὰ πρὸς παιδείαν τοῦ γένους ἡμῶν εἶναι·
Β Μακ. 6,12 Παρακαλώ όμως όσους θα μελετήσουν όσα αναγράφονται στο βιβλίον αυτό, να μη αποκαρδωθούν εξ αιτίας των συμφορών, αλλά να θεωρήσουν αυτάς ότι είναι οχι προς καταστροφήν αλλά προς παιδαγωγίαν του γένους μας.
Β Μακ. 6,13 καὶ γὰρ τὸ μὴ πολὺν χρόνον ἐᾶσθαι τοὺς δυσσεβοῦντας, ἀλλ᾿ εὐθέως περιπίπτειν ἐπιτιμίοις, μεγάλης εὐεργεσίας σημεῖόν ἐστιν.
Β Μακ. 6,13 Διότι το να μη αφήνη ο Θεός επί πολύν χρόνον τους αμαρτάνοντας ατιμωρήτους, αλλά να αποστέλλη εναντίον αυτών τιμωρίας, είναι δείγμα μεγάλης ευεργεσίας εκ μέρους του Θεού.
Β Μακ. 6,14 οὐ γὰρ καθάπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἐθνῶν ἀναμένει μακροθυμῶν ὁ δεσπότης μέχρι τοῦ καταντήσαντας αὐτοὺς πρὸς ἐκπλήρωσιν ἁμαρτιῶν κολάσαι, οὕτω καὶ ἐφ᾿ ἡμῶν ἔκρινεν εἶναι,
Β Μακ. 6,14 Διότι ο Κυριος και Δεσπότης δεν φέρεται προς ημάς, όπως και προς τα άλλα έθνη, δια τα οποία αναμένει με υπομονήν να εκπληρώσουν το μέτρον των αδικιών των και κατόπιν να τους τιμωρήση. Δεν κρίνει και δεν ενεργεί κατά τον ίδιον τρόπον και προς ημάς ο Θεόν
Β Μακ. 6,15 ἵνα μὴ πρὸς τέλος ἀφικομένων ἡμῶν τῶν ἁμαρτιῶν ὕστερον ἡμᾶς ἐκδικᾷ.
Β Μακ. 6,15 Και δεν μας αφήνει να φθάσωμεν στο ύψος της κακίας εκείνων, ύστερον δε να μας τιμωρήση.
Β Μακ. 6,16 διόπερ οὐδέποτε μὲν τὸν ἔλεον αὐτοῦ ἀφ᾿ ἡμῶν ἀφίστησι, παιδεύων δὲ μετὰ συμφορᾶς οὐκ ἐγκαταλείπει τὸν ἑαυτοῦ λαόν.
Β Μακ. 6,16 Δι' αυτό ακριβώς και ποτέ δεν απομακρύνει το έλεος αυτού από ημά και δεν εγκαταλείπει τον λαόν του.
Β Μακ. 6,17 πλὴν ἕως ὑπομνήσεως ταῦθ᾿ ἡμῖν εἰρήσθω· δι᾿ ὀλίγων δ᾿ ἐλευστέον ἐπὶ τὴν διήγησιν.
Β Μακ. 6,17 Αυτά λέγονται εις υπόμνησιν της μεγάλης αυτής αληθείας. Μετά δε τα ολίγα αυτά ας επανέλθωμεν τώρα εις την διήγησίν μας.
Β Μακ. 6,18 Ἐλεάζαρός τις τῶν πρωτευόντων γραμματέων, ἀνὴρ ἤδη προβεβηκὼς τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πρόσοψιν τοῦ προσώπου κάλλιστος τυγχάνων, ἀναχανὼν ἠναγκάζετο φαγεῖν ὕειον κρέας.
Β Μακ. 6,18 Ενας από τους πρώτους γραμματείς της χώρας, Ελεάζαρος ονόματι, ετύχαινε να είναι προχωρημένος πλέον εις την ηλικίαν και με εξωτερικήν εμφάνισιν επιβλητικήν. Αυτός εξηναγκάζετο βιαίως να ανοίξη το στόμα του, δια να φάγη κρέας χοιρινόν.
Β Μακ. 6,19 ὁ δὲ τὸν μετ᾿ εὐκλείας θάνατον μᾶλλον ἢ τὸν μετὰ μύσους βίον ἀναδεξάμενος, αὐθαιρέτως ἐπὶ τὸ τύμπανον προσῆγε, προπτύσας δὲ
Β Μακ. 6,19 Αλλ' αυτός επροτίμησε μάλλον τον ένδοξον θάνατον παρά μίαν βδελυράν ζωήν, και εβάδισεν αυτοπροαιρέτως προς το βασανιστικόν όργανον του μαρτυρικού θανάτου και απέπτυσε το κρέας.
Β Μακ. 6,20 καθ᾿ ὃν ἔδει τρόπον προσέρχεσθαι τοὺς ὑπομένοντας ἀμύνεσθαι, ὧν οὐ θέμις γεύσασθαι διὰ τὴν πρὸς τὸν ζῆν φιλοστοργίαν.
Β Μακ. 6,20 Επροχώρησε δε προς τον θάνατον, όπως εκείνοι που έχουν πάρει σταθεράν την απόφασιν να αρνηθούν ο,τι δεν επιτρέπεται να γευθή κανείς, όσην αγάπην και αν έχουν προς την ζωήν.
Β Μακ. 6,21 οἱ δὲ πρὸς τῷ παρανόμῳ σπλαγνισμῷ τεταγμένοι διὰ τὴν ἐκ τῶν παλαιῶν χρόνων πρὸς τὸν ἄνδρα γνῶσιν ἀπολαβόντες αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν παρεκάλουν ἐνέγκατα κρέα, οἷς καθῆκον αὐτῷ χρήσασθαι, δι᾿ αὐτοῦ παρασκευασθέντα, ὑποκριθῆναι δὲ ὡς ἐσθίοντα τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως προστεταγμένα τῶν ἀπὸ τῆς θυσίας κρεῶν,
Β Μακ. 6,21 Οι τεταγμένοι δε ειδωλολάτραι, που προΐσταντο εις τα παράνομα αυτά συμπόσια των θυσιών, επειδή από μακρού χρόνου είχαν γνωρίσει και εκτιμήσει τον άνδρα, τον παρέλαβαν ιδιαιτέρως και τον παρεκάλουν να φέρη αυτός κρέατα από εκείνα τα οποία επιτρέπεται να φάγη και αφού τα παρασκευάσουν επίτηδες δι' αυτόν, να υποκριθή ότι τρώγει τα υπό του βασιλέως διαταχθέντα κρέατα από τας ειδωλολατρικάς θυσίας·
Β Μακ. 6,22 ἵνα τοῦτο πράξας ἀπολυθῇ τοῦ θανάτου καὶ διὰ τὴν ἀρχαίαν πρὸς αὐτοὺς φιλίαν τύχῃ φιλανθρωπίας.
Β Μακ. 6,22 ώστε να πράξη τούτο και να απαλλαγή από την θανατικήν καταδίκην. Αυτό δε του το επρότειναν δια την αρχαίαν προς αυτούς φιλίαν του και ήθελαν να τύχη της φιλανθρώπου αυτής συμπεριφοράς.
Β Μακ. 6,23 ὁ δὲ λογισμὸν ἀστεῖον ἀναλαβὼν καὶ ἄξιον τῆς ἡλικίας καὶ τῆς τοῦ γήρως ὑπεροχῆς καὶ τῆς ἐπικτήτου καὶ ἐπιφανοῦς πολιᾶς καὶ τῆς ἐκ παιδὸς καλλίστης ἀναστροφῆς, μᾶλλον δὲ τῆς ἁγίας καὶ θεοκτίστου νομοθεσίας ἀκολούθως ἀπεφῄνατο, ταχέως λέγων προπέμπειν εἰς τὸν ᾅδην.
Β Μακ. 6,23 Αυτός όμως εσκέφθη με πολλήν σύνεσιν και έλαβεν απόφασιν αξίαν της ηλικίας του, της υπεροχής που του έδιδαν τα γηρατεία του, της λευκανθείσης κόμης του στους αγώνας της αρετής, της αγωγής της αρίστης που είχε λάβει από της παιδικής του ηλικίας και προ παντός έλαβεν υπ' όψιν την αγίαν νομοθεσίαν, που εδόθη από αυτόν τον ίδιον τον Θεόν, απήντησεν ως ακολούθως, λέγων να τον στείλουν χωρίς αργοπορίαν στον άδην.
Β Μακ. 6,24 οὐ γὰρ τῆς ἡμετέρας ἡλικίας ἄξιόν ἐστιν ὑποκριθῆναι, ἵνα πολλοὶ τῶν νέων ὑπολαβόντες Ἐλεάζαρον τὸν ἐνενηκονταετῆ μεταβεβηκέναι εἰς ἀλλοφυλισμὸν
Β Μακ. 6,24 “Δεν είναι αξιοπρεπές δια την ηλικίαν μου να υποκριθώ· και τούτο δια να μη νομίσουν πολλοί από τους νεαρούς Ιουδαίους, ότι εγώ ο ενενηκοντούτης Ελεάζαρος μετεπήδησα και ησπάσθην τας ειδωλολατρικάς συνηθείας.
Β Μακ. 6,25 καὶ αὐτοὶ διὰ τὴν ἐμὴν ὑπόκρισιν καὶ διὰ τὸν μικρὸν καὶ ἀκαριαῖον ζῆν πλανηθῶσι δι᾿ ἐμέ, καὶ μύσος καὶ κηλῖδα τοῦ γήρως κατακτήσομαι.
Β Μακ. 6,25 Εάν κάτι τέτοιο πράξω, αυτοί λόγω της ιδικής μου υποκρισίας, δια να ζήσω ένα μικρόν υπόλοιπον της παρούσης ζωής, θα παραπλανηθούν εξ αιτίας μου και έτσι εγώ θα αποκτήσω την βδελυράν αυτήν κηλίδα στον καιρόν των γηρατείων μου.
Β Μακ. 6,26 εἰ γὰρ καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος ἐξελοῦμαι τὴν ἐξ ἀνθρώπων τιμωρίαν, ἀλλὰ τὰς τοῦ Παντοκράτορος χεῖρας οὔτε ζῶν οὔτε ἀποθανὼν ἐκφεύξομαι.
Β Μακ. 6,26 Αλλά και εάν διαφύγω επί του παρόντος την τιμωρίαν των ανθρώπων, δεν θα αποφύγω τα χέρια του Παντοκράτορος Θεού, ούτε ζων ούτε αποθανών.
Β Μακ. 6,27 διόπερ ἀνδρείως μὲν νῦν διαλλάξας τὸν βίον τοῦ μὲν γήρως ἄξιος φανήσομαι,
Β Μακ. 6,27 Δια τούτο, εάν τώρα ηρωϊκώς και ανδρείως δια την πίστιν μου τελειώσω την ζωήν μου, θα αναδειχθώ άξιος των γηρατείων μου,
Β Μακ. 6,28 τοῖς δὲ νέοις ὑπόδειγμα γενναῖον καταλελοιπὼς εἰς τὸ προθύμως καὶ γενναίως ὑπὲρ τῶν σεμνῶν καὶ ἁγίων νόμων ἀπευθανατίζειν. τοσαῦτα δὲ εἰπὼν ἐπὶ τὸ τύμπανον εὐθέως ἦλθε.
Β Μακ. 6,28 εις δε τους νέους θα αφήσω γενναίον παράδειγμα, ώστε αυτοί προθύμως και γενναίως να θυσιάζουν ενδόξως την ζωήν των, υπέρ των σεμνών και αγίων νόμων”. Αυτά δε αφού είπε εβάδισε κατ' ευθείαν προς το τύμπανον, το μαρτυρικόν όργανον.
Β Μακ. 6,29 τῶν δὲ ἀγόντων τὴν μικρῷ πρότερον εὐμένειαν πρὸς αὐτὸν εἰς δυσμένειαν μεταβαλόντων διὰ τὸ τοὺς προειρημένους λόγους, ὡς αὐτοὶ διελάμβανον, ἀπόνοιαν εἶναι,
Β Μακ. 6,29 Εκείνοι δέ, που θα τον ωδηγούσαν στο μαρτύριον μετέβαλαν την προτέραν αυτών ευμένειαν εις σκληρότητα, επειδή εθεώρησαν τους λόγους, που προηγουμένως ελέχθησαν, ως προϊόντα γεροντικής ανοίας.
Β Μακ. 6,30 μέλλων δὲ ταῖς πληγαῖς τελευτᾶν, ἀναστενάξας εἶπε· τῷ Κυρίῳ τῷ τὴν ἁγίαν γνῶσιν ἔχοντι φανερόν ἐστιν ὅτι δυνάμενος ἀπολυθῆναι τοῦ θανάτου, σκληρὰς ὑποφέρω κατὰ τὸ σῶμα ἀλγηδόνας μαστιγούμενος, κατὰ ψυχὴν δὲ ἡδέως διὰ τὸν αὐτοῦ φόβον ταῦτα πάσχω.
Β Μακ. 6,30 Οταν δε έφθασεν η στιγμή να αποθάνη από τας μαρτυρικάς πληγάς ανεστέναξε και είπεν· “Είναι ολοφάνερον στον Κυριον, ο οποίος έχει την αγίαν και αληθή γνώσιν, ότι καίτοι ημπορούσα να διαφύγω τον μαρτυρικόν θάνατον, υποφέρω σκληρούς πόνους κατά το σώμα μαστιγούμενος, αλλά κατά την ψυχήν ευχαρίστως υπομένω αυτά δια τον σεβασμόν μου προς τον Θεόν”.
Β Μακ. 6,31 καὶ οὗτος οὖν τοῦτον τὸν τρόπον μετήλλαξεν, οὐ μόνον τοῖς νέοις, ἀλλὰ καὶ τοῖς πλείστοις τοῦ ἔθνους τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ὑπόδειγμα γεναιότητος καὶ μνημόσυνον ἀρετῆς καταλιπών.
Β Μακ. 6,31 Αυτός λοιπόν ο γέρων έτσι εξεδήμησεν άφησας με τον ηρωϊκόν του θάνατον παράδειγμα θάρρους και αρετήν άξιον μνήμης και μιμήσεως, οχι δε μόνον δια τους νεαρούς Ιουδαίους, αλλά και δια τους πλείστους του έθνους, δι' όλον τον λαόν.
Β Μακ. 7,1 Συνέβη δὲ καὶ ἑπτὰ ἀδελφοὺς μετὰ τῆς μητρὸς συλληφθέντας ἀναγκάζεσθαι ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἀπὸ τῶν ἀθεμίτων ὑείων κρεῶν ἐφάπτεσθαι μάστιξι καὶ νευραῖς αἰκιζομένους.
Β Μακ. 7,1 Συνέβη δε κατά τον καιρόν εκείνον να συλληφθούν επτά αδελφοί μαζή με την μητέρα των και να εξαναγκάζωνται υπό του βασιλέως να φάγουν τα απαγορευομένα από τον Νομον χοιρινά κρέατα, βασανιζόμενοι δια κτυπημάτων με μαστίγια και με νευράς.
Β Μακ. 7,2 εἶς δὲ αὐτῶν γενόμενος προήγορος οὕτως ἔφη· τί μέλλεις ἐρωτᾶν καὶ μανθάνειν παρ᾿ ἡμῶν; ἕτοιμοι γὰρ ἀποθνῄσκειν ἐσμὲν ἢ παραβαίνειν τοὺς πατρίους νόμους.
Β Μακ. 7,2 Ενας δε από αυτούς ο πρώτος, εξ ονόματος και των άλλων αδελφών ομιλών, είπε προς τον βασιλέα· “τι θέλεις να ερωτάς και να μάθης από ημάς; Ημείς είμεθα έτοιμοι να αποθάνωμεν, παρά να παραβώμεν τους πατροπαραδότους νόμους μας”.
Β Μακ. 7,3 ἔκθυμος δὲ γενόμενος ὁ βασιλεὺς προσέταξε τήγανα καὶ λέβητας ἐκπυροῦν.
Β Μακ. 7,3 Από μεγάλην οργήν εκυριεύθη ο βασιλεύς και διέταξε να θέσουν εις την φωτιάν και να πυρακτώσουν τηγάνια και λέβητας.
Β Μακ. 7,4 τῶν δὲ παραχρῆμα ἐκπυρωθέντων, παραχρῆμα τὸν γενόμενον αὐτῶν προήγορον προσέταξε γλωσσοτομεῖν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν, τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν καὶ τῆς μητρὸς συνορώντων.
Β Μακ. 7,4 Οταν αυτά αμέσως επυρακτώθησαν, διέταξεν ο βασιλεύς να κόψουν την γλώσσαν εκείνου, ο οποίος έτσι πρώτος είχεν ομιλήσει, έπειτα δε διέταξε και αφαιρέθη το δέρμα της κεφαλής του και του έκοψαν χέρια και πόδια υπό τα βλέμματα των άλλων αδελφών του και της μητρός του.
Β Μακ. 7,5 ἄχρηστον δὲ αὐτὸν τοῖς ὅλοις γενόμενον ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν. τῆς δὲ ἀτμίδος ἐφ᾿ ἱκανὸν διαδιδούσης τοῦ τηγάνου, ἀλλήλους παρεκάλουν σὺν τῇ μητρὶ γενναίως τελευτᾶν λέγοντες οὕτως·
Β Μακ. 7,5 Οταν δε αυτός δεν ημπορούσε πλέον καθόλου να κινηθή, μόλις δε και ανέπνεε, διέταξεν ο βασιλεύς να τον ρίψουν εις την πυράν, δια να τον τηγανίσουν. Καθ' ον δε χρόνον ο ατμός από το τηγάνι ανεδίδετο επί μακρόν εις την γύρω περιοχήν, οι αδελφοί του μαζή με την μητέρα του παρακινούσαν ο ένας τον άλλον να αποθάνουν ηρωϊκώς λέγοντες τα εξής·
Β Μακ. 7,6 ὁ Κύριος ὁ Θεὸς ἐφορᾷ καὶ ταῖς ἀληθείαις ἐφ᾿ ἡμῖν παρακαλεῖται, καθάπερ διὰ τῆς κατὰ πρόσωπον ἀντιμαρτυρούσης ᾠδῆς διεσάφησε Μωυσῆς λέγων· καὶ ἐπὶ τοῖς δούλοις αὐτοῦ παρακληθήσεται.
Β Μακ. 7,6 “Κυριος ο Θεός βλέπει και είναι πράγματι ελεήμων και ευσυμπάθητος προς ημάς, όπως ο Μωϋσής σαφώς διεκήρυξεν εις την ωδήν, εις την οποίαν ενώπιον όλου του Ισραηλιτικού λαού διελάλησε λέγων· ο Κυριος σπλαγχνίζεται και ελεεί τους δούλους του”.
Β Μακ. 7,7 μεταλλάξαντος δὲ τοῦ πρώτου τὸν τρόπον τοῦτον, τὸν δεύτερον ἦγον ἐπὶ τὸν ἐμπαιγμὸν καὶ τὸ τῆς κεφαλῆς δέρμα σὺν ταῖς θριξὶ περισύραντες ἐπηρώτων· εἰ φάγεσαι πρὸ τοῦ τιμωρηθῆναι τὸ σῶμα κατὰ μέλος;
Β Μακ. 7,7 Οταν κατ' αυτόν τον μαρτυρικόν τρόπον εξεδήμησεν ο πρώτος αδελφός, ωδήγησαν οι άνθρωποι του βασιλέως τον δεύτερον αδελφόν προς το μαρτύριον. Αφού δε εξερρίζωσαν το δέρμα της κεφαλής με τας τρίχας, τον ερωτούσαν εάν συγκατατίθεται να φάγη χοιρινόν κρέας, πριν βασανισθή και εις ένα έκαστον από τα άλλα μέλη του σώματός του.
Β Μακ. 7,8 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς τῇ πατρίῳ φωνῇ εἶπεν· οὐχί· διόπερ καὶ οὗτος τὴν ἑξῆς ἔλαβε βάσανον ὡς ὁ πρῶτος.
Β Μακ. 7,8 Αυτός απεκρίθη εις την πατρικήν του γλώσσαν και είπεν· “όχι”. Δια τούτο και αυτός υπέστη με την σειράν του το μαρτύριον, όπως και ο πρώτος.
Β Μακ. 7,9 ἐν ἐσχάτῃ δὲ πνοῇ γενόμενος εἶπε· σὺ μὲν ἀλάστωρ ἐκ τοῦ παρόντος ἡμᾶς ζῆν ἀπολύεις, ὁ δὲ τοῦ κόσμου βασιλεὺς ἀποθανόντας ἡμᾶς ὑπὲρ τῶν αὐτοῦ νόμων εἰς αἰώνιον ἀναβίωσιν ζωῆς ἡμᾶς ἀναστήσει.
Β Μακ. 7,9 Οταν δε έπνεε πλέον τα λοίσθια, είπε προς τον βασιλέα· “συ μέν, αλιτήριε, αφαιρείς από ημάς την παρούσαν ζωήν, ο βασιλεύς όμως του κόσμου θα μας αναστήση εις μίαν αιωνίαν ζωήν, εφ' όσον ημείς απεθάνομεν, δια να μείνωμεν πιστοί στους νόμους του”.
Β Μακ. 7,10 μετὰ δὲ τοῦτον ὁ τρίτος ἐνεπαίζετο καὶ τὴν γλῶσσαν αἰτηθεὶς ταχέως προέβαλε καὶ τὰς χεῖρας εὐθαρσῶς προέτεινε
Β Μακ. 7,10 Επειτα δε από αυτόν εβασανίσθη ο τρίτος αδελφός. Οταν δε ο δήμιος του εζήτησε να εξαγάγη αμέσως την γλώσσαν του και τας χείρας του, δια να του τα κόψουν, εκείνος τα επρότεινε με θάρρος
Β Μακ. 7,11 καὶ γενναίως εἶπεν· ἐξ οὐρανοῦ ταῦτα κέκτημαι καὶ διὰ τοὺς αὐτοῦ νόμους ὑπερορῶ ταῦτα καὶ παρ᾿ αὐτοῦ ταῦτα πάλιν ἐλπίζω κομίσασθαι·
Β Μακ. 7,11 και ηρωϊκώς είπεν· “έχω πάρει τα μέλη αυτά από τον ουράνιον Θεόν και χάριν του νόμου του Θεού δεν τα λογαριάζω, διότι πιστεύω ότι από τον Θεόν θα τα αποκτήσω πάλιν κάποτε”.
Β Μακ. 7,12 ὥστε αὐτὸν τὸν βασιλέα καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἐκπλήσσεσθαι τὴν τοῦ νεανίσκου ψυχήν, ὡς ἐν οὐδενὶ τὰς ἀλγηδόνας ἐτίθετο.
Β Μακ. 7,12 Ητο δε τόσον το θάρρος του, ώστε και ο ίδιος ο βασιλεύς και εκείνοι οι οποίοι τον ακολουθούσαν, εξεπλάγησαν με τον ηρωϊσμόν του νέου αυτού, ο οποίος εις ουδέν υπελόγιζε τους πόνους από τα βασανιστήρια.
Β Μακ. 7,13 καὶ τούτου δὲ μεταλλάξαντος, τὸν τέταρτον ὡσαύτως ἐβασάνιζον αἰκιζόμενοι.
Β Μακ. 7,13 Οταν αυτός εξεδήμησεν, έφεραν και με τον ίδιον τρόπον ήρχισαν να βασανίζουν με πληγάς τον τέταρτον υιόν.
Β Μακ. 7,14 καὶ γενόμενος πρὸς τὸ τελευτᾶν οὕτως ἔφη· αἱρετὸν μεταλλάσσοντα ὑπ᾿ ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπίδας πάλιν ἀναστήσεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ· σοὶ μὲν γὰρ ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται.
Β Μακ. 7,14 Οταν δε και εκείνος επλησίαζε να αποθάνη, ομίλησε κατ' τον τον τρόπον προς τον βασιλέα· “είναι προτιμότερον να πεθαίνη κανείς από τα χέρια των ανθρώπων με την ελπίδα που έχει προς τον Θεόν ότι και πάλιν θα αναστηθή από εκείνον. Δια σε όμως, βασιλεύ, η ανάστασίς σου δεν θα είναι προς ζωήν”.
Β Μακ. 7,15 ἐχομένως δὲ τὸν πέμπτον προσάγοντες ᾐκίζοντο.
Β Μακ. 7,15 Εν συνεχεία δε ωδηγήθη ο πέμπτος υιός, τον οποίον και ήρχισαν να βασανίζουν.
Β Μακ. 7,16 ὁ δὲ πρὸς αὐτὸν ἰδὼν εἶπεν· ἐξουσίαν ἐν ἀνθρώποις ἔχων φθαρτὸς ὤν, ὃ θέλεις ποιεῖς· μὴ δόκει δὲ τὸ γένος ἡμῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ καταλελεῖφθαι.
Β Μακ. 7,16 Αυτός ατενίσας προς τον βασιλέα είπεν· “έχεις την δύναμιν μεταξύ των ανθρώπων, αν και είσαι θνητός, και ημπορείς να πράξης ο,τι θέλεις. Μη νομίσης όμως ότι το γένος μας έχει εγκαταλειφθή από τον Θεόν.
Β Μακ. 7,17 σὺ δὲ καρτέρει καὶ θεώρει τὸ μεγαλεῖον αὐτοῦ κράτος, ὡς σὲ καὶ τὸ σπέρμα σου βασανίσει.
Β Μακ. 7,17 Περίμενε δε συ και θα ίδης την μεγαλειώδη δύναμιν του Θεού, πόσον σε και τους απογόνους σου θα βασανίση”.
Β Μακ. 7,18 μετὰ δὲ τοῦτον ἦγον τὸν ἕκτον, καὶ μέλλων ἀποθνήσκειν ἔφη· μὴ πλανῶ μάτην, ἡμεῖς γὰρ δι᾿ ἑαυτοὺς ταῦτα πάσχομεν ἁμαρτάνοντες εἰς τὸν ἑαυτῶν Θεόν, διὸ ἄξια θαυμασμοῦ γέγονε.
Β Μακ. 7,18 Επειτα από αυτόν έφεραν προς το μαρτύριον τον έκτον αδελφόν. Οταν δε και αυτός επρόκειτο να αποθάνη, είπε προς τον βασιλέα· “μη πλανάσαι ματαίως. Ημείς από τον εαυτόν μας υποφέρομεν αυτά, διότι έχομεν αμαρτήσει ενώπιον του Θεού μας, δια τούτο επήλθον εναντίον μας τα καταπληκτικά αυτά κακά.
Β Μακ. 7,19 σὺ δὲ μὴ νομίσῃς ἀθῷος ἔσεσθαι θεομαχεῖν ἐπιχειρήσας.
Β Μακ. 7,19 Αλλά και συ μη φαντασθής, ότι θα μείνης ατιμώρητος, εφ' όσον ανέλαβες και έκαμες πόλεμον εναντίον του Θεού”.
Β Μακ. 7,20 ὑπεραγόντως δὲ ἡ μήτηρ θαυμαστὴ καὶ μνήμης ἀγαθῆς ἀξία, ἥτις ἀπολλυμένους υἱοὺς ἑπτὰ συνορῶσα μιᾶς ὑπὸ καιρὸν ἡμέρας εὐψύχως ἔφερε διὰ τὰς ἐπὶ Κύριον ἐλπίδας.
Β Μακ. 7,20 Παρα πολύ αξιοθαύμαστος και αξία της πλέον αγαθής μνήμης ήτο η μητέρα, η οποία, καίτοι έβλεπε να αποθνήσκουν τα παιδιά της εις διάστημα μιας ημέρας, απέμεινε γενναίως τα μαρτύρια των παιδιών της, διότι εστήριζε τας ελπίδας της στον Κυριον.
Β Μακ. 7,21 ἕκαστον δὲ αὐτῶν παρεκάλει τῇ πατρίῳ φωνῇ γενναίῳ πεπληρωμένη φρονήματι καὶ τὸν θῆλυν λογισμὸν ἄρσενι θυμῷ διεγείρασα, λέγουσα πρὸς αὐτούς·
Β Μακ. 7,21 Αυτή, εις την πατρικήν της γλώσσαν ωμιλούσε και παρακινούσε το καθένα από τα παιδιά της και πλήρης από ευγενέστατα αισθήματα και φρονήματα τα ενεθάρρυνε προς το μαρτύριον, μεταβάλλουσα την γυναικείαν τρυφερότητα εις ανδρικόν θάρρος και έλεγε προς αυτούς·
Β Μακ. 7,22 οὐκ οἶδ᾿ ὅπως εἰς τὴν ἐμὴν ἐφάνητε κοιλίαν, οὐδὲ ἐγὼ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴν ὑμῖν ἐχαρισάμην, καὶ τὴν ἑκάστου στοιχείωσιν οὐκ ἐγὼ διεῤῥύθμισα.
Β Μακ. 7,22 “Δεν γνωρίζω πως έχετε γεννηθή εις την κοιλίαν μου, δεν είμαι εγώ εκείνη που σας έδωσα το πνεύμα και την ζωήν, δεν είμαι εγώ εκείνη οποία ωργάνωσα τα στοιχεία, που αποτελούν το σώμα σας. Αυτά είναι του Θεού δώρα.
Β Μακ. 7,23 τοιγαροῦν ὁ τοῦ κόσμου κτίστης, ὁ πλάσας ἀνθρώπου γένεσιν καὶ πάντων ἐξευρὼν γένεσιν καὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ζωὴν ὑμῖν πάλιν ἀποδώσει μετ᾿ ἐλέους, ὡς νῦν ὑπερορᾶται ἑαυτοὺς διὰ τοὺς αὐτοῦ νόμους.
Β Μακ. 7,23 Δια τούτο, λοιπόν, ο Δημιουργός του κόσμου, ο οποίος έπλασε τον άνθρωπον και εμόρφωσε το ανθρώπινον γένος, εκείνος ο οποίος έδωσεν αρχήν και ύπαρξιν εις όλα τα πράγματα, αυτός και πάλιν εν τη ευσπλαγχνία του θα αποδώση εις σας το πνεύμα και την ζωήν, διότι τώρα σεις καταφρονείτε τον εαυτόν σας προς χάριν των νόμων του”.
Β Μακ. 7,24 ὁ δὲ Ἀντίοχος οἰόμενος καταφρονεῖσθαι καὶ τὴν ὀνειδίζουσαν ὑφορώμενος φωνήν, ἔτι τοῦ νεωτέρου περιόντος, οὐ μόνον διὰ λόγων ἐποιεῖτο τὴν παράκλησιν, ἀλλὰ καὶ δι᾿ ὅρκων ἐπίστου ἅμα πλουτιεῖν καὶ μακαριστὸν ποιήσειν μεταθέμενον ἀπὸ τῶν πατρίων νόμων καὶ φίλον ἕξειν καὶ χρείας ἐμπιστεύσειν.
Β Μακ. 7,24 Ο Αντίοχος επειδή ενόμιζεν ότι κατεφρονείτο και εξηυτελίζετο, και επειδή υπωπτεύετο ότι υβρίζεται με τα λόγια αυτής της μητέρας, ενώ ακόμη ο νεώτερος υιός εζούσεν, όχι μόνον με απλά λόγια τον ενεθάρρυνε και τον εκολάκευε, αλλά και με όρκους υπέσχετο εις αυτόν να τον κάμη πλούσιον και ευτυχή, να τον καταστήση φίλον του, να του εμπιστευθή μεγάλα αξιώματα, εάν εγκαταλείψη τους νόμους των πατέρων του.
Β Μακ. 7,25 τοῦ δὲ νεανίου μηδαμῶς προσέρχοντος, προσκαλεσάμενος ὁ βασιλεὺς τὴν μητέρα παρῄνει τοῦ μειρακίου γενέσθαι σύμβουλον ἐπὶ σωτηρίᾳ.
Β Μακ. 7,25 Επειδή όμως ο νεαρός αυτός δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις τας δελεαστικάς προσφοράς του βασιλέως, εκείνος εκάλεσε την μητέρα και την παρακινούσε να συμβουλεύση το παιδί της, που ήτο μειράκιον ακόμη, και να αποφύγη έτσι τον μαρτυρικόν θάνατον.
Β Μακ. 7,26 πολλὰ δὲ αὐτοῦ παραινέσαντος ἐπεδέξατο πείσειν τὸν υἱόν.
Β Μακ. 7,26 Επειδή ο βασιλεύς με πολλούς λόγους την παρακινούσε, η μητέρα εδέχθη να πείση το παιδί της.
Β Μακ. 7,27 προσκύψασα δὲ αὐτῷ, χλευάσασα τὸν ὠμὸν τύραννον οὕτως ἔφησε τῇ πατρῴᾳ φωνῇ· υἱέ, ἐλέησόν με τὴν ἐν γαστρὶ περιενέγκασάν σε μῆνας ἐννέα καὶ θηλάσασάν σε ἔτη τρία καὶ ἐκθρέψασάν σε καὶ ἀγαγοῦσαν εἰς τὴν ἡλικίαν ταύτην καὶ τροφοφορήσασαν.
Β Μακ. 7,27 Εκείνη έσκυψε προς το παιδί της, ενέπαιξε τον σκληρόν βασιλέα και κατ' αυτόν τον τρόπον ομίλησε προς το παιδί της εις την γλώσσαν των πατέρων της· “παιδί μου, λυπήσου εμέ, η οποία επί εννέα μήνας σε έφερα εις την κοιλίαν μου. Εμέ, η οποία σε εθήλασα επί τρία έτη, σε ανέθρεψα και σε έφερα έως εις την ηλικίαν αυτήν, που είσαι.
Β Μακ. 7,28 ἀξιῶσε, τέκνον, ἀναβλέψαντα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα ἰδόντα, γνῶναι ὅτι ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτὰ ὁ Θεὸς καὶ τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος οὕτως γεγένηται.
Β Μακ. 7,28 Σε παρακαλώ, λοιπόν, και σε εξορκίζω, παιδί μου, να αναβλέψης στον ουρανόν και εις την γην και να ίδης όλα όσα υπάρχουν εις αυτά. Να γνωρίσης δε καλά, ότι Θεός εδημιούργησεν όλα αυτά εκ του μηδενός. Επίσης και το γένος των ανθρώπων παρά του Θεού έλαβε την ύπαρξιν.
Β Μακ. 7,29 μὴ φοβηθῇς τὸν δήμιον τοῦτον, ἀλλὰ τῶν ἀδελφῶν ἄξιος γενόμενος, ἐπίδεξαι τὸν θάνατον, ἵνα ἐν τῷ ἐλέει σὺν τοῖς ἀδελφοῖς σου κομίσωμαί σε.
Β Μακ. 7,29 Μη φοβηθής, λοιπόν, αυτόν τον δήμιον, αλλά να φανής αντάξιος των αδελφών σου. Δέξαι ηρωϊκώς τον μαρτυρικόν θάνατον, δια να σε επαναποκτήσω πάλιν μαζή με τους αδελφούς σου στον καιρόν του ελέους του Θεού, της αναστάσεως δηλαδή των νεκρών”.
Β Μακ. 7,30 ἔτι δὲ ταύτης καταλεγούσης ὁ νεανίας εἶπε· τίνα μένετε; οὐχ ὑπακούω τοῦ προστάγματος τοῦ βασιλέως, τοῦ δὲ προστάγματος ἀκούω τοῦ νόμου τοῦ δοθέντος τοῖς πατράσιν ἡμῶν διὰ Μωυσέως.
Β Μακ. 7,30 Ενῷ δε ακόμη έλεγεν αυτά εντόνως η μητέρα, ο νεώτερος αυτός αδελφός είπε προς τους δημίους· “τι περιμένετε; Δεν υπακούω εις την προσταγήν του βασιλέως, αλλά υπακούω εις τας εντολάς του Νομου, ο οποίος εδόθη παρά του Θεού δια του Μωϋσέως στους πατέρας μας.
Β Μακ. 7,31 σὺ δὲ πάσης κακίας εὑρετὴς γενόμενος εἰς τοὺς Ἑβραίους, οὐ μὴ διαφύγῃς τὰς χεῖρας τοῦ Θεοῦ.
Β Μακ. 7,31 Συ δέ, βασιλεύ, ο οποίος έγινες αιτία και επινοητής όλων αυτών των συμφορών εναντίον των Εβραίων, δεν θα διαφύγης την τιμωρόν χείρα του Θεού.
Β Μακ. 7,32 ἡμεῖς γὰρ διὰ τὰς ἑαυτῶν ἁμαρτίας πάσχομεν.
Β Μακ. 7,32 Ημείς πάσχομεν εξ αιτίας των αμαρτιών μας.
Β Μακ. 7,33 εἰ δὲ χάριν ἐπιπλήξεως καὶ παιδείας ὁ ζῶν Κύριος ἡμῶν βραχέως ἐπώργισται, καὶ πάλιν καταλλαγήσεται τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις.
Β Μακ. 7,33 Εάν δε ο αιωνίως ζων Κυριος μας, δια να μας τιμωρήση και παιδαγωγήση, έδειξε προς στιγμήν μόνον την οργήν του εναντίον μας, πάλιν θα συμφιλιωθή με ημάς τους δούλους του.
Β Μακ. 7,34 σὺ δέ, ὦ ἀνόσιε καὶ πάντων ἀνθρώπων μιαρώτατε, μὴ μάτην μετεωρίζου φρυαττόμενος ἀδήλοις ἐλπίσιν, ἐπὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ἐπαιρόμενος χεῖρα·
Β Μακ. 7,34 Συ δέ, ω ανόσιε και μιαρώτατε μεταξύ όλων των ανθρώπων, μη αλαζονεύεσαι ματαίως καυχώμενος και στηριζόμενος εις ψευδείς ελπίδας και υψώνων το φονικόν σου χέρι εναντίον των δούλων του Θεού.
Β Μακ. 7,35 οὕπω γὰρ τὴν τοῦ Παντοκράτορος ἐπόπτου Θεοῦ, κρίσιν ἐκπέφευγας.
Β Μακ. 7,35 Διότι δεν εξέφυγες ακόμη την καταδίκην εκ μέρους του παντοκράτορας Θεού, ο οποίος εποπτεύει όλον τον κόσμον και ημάς.
Β Μακ. 7,36 οἱ μὲν γὰρ νῦν ἡμέτεροι ἀδελφοὶ βραχὺν ὑπενέγκαντες πόνον ἀεννάου ζωῆς ὑπὸ διαθήκην Θεοῦ πεπτώκασι· σὺ δὲ τῇ τοῦ Θεοῦ κρίσει δίκαια τὰ πρόστιμα τῆς ὑπερηφανίας ἀποίσῃ.
Β Μακ. 7,36 Οι αδελφοί μας υπέμειναν ολιγοχρόνιον πόνον και έχουν πέσει μαρτυρικώς, δια να κερδήσουν την αιωνίαν ζωήν, σύμφωνα με την Διαθήκην του Θεού.
Β Μακ. 7,37 ἐγὼ δὲ καθάπερ οἱ ἀδελφοί μου καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν προδίδωμι περὶ τῶν πατρίων νόμων, ἐπικαλούμενος τὸν Θεὸν ἵλεων ταχὺ τῷ ἔθνει γενέσθαι καὶ σὲ μετὰ ἐτασμῶν καὶ μαστίγων ἐξομολογήσασθαι, διότι μόνος αὐτὸς Θεός ἐστιν,
Β Μακ. 7,37 Εγώ, όπως και οι άλλοι αδελφοί μου, παραδίδω το σώμα και την ψυχήν προς χάριν των πατροπαραδότων νόμων, παρακαλών τον Θεόν να φανή συντομώτατα ίλεως προς τον λαόν του, να κάμη δε και σέ, με βάσανα και με θλίψεις, στο να ομολογήσης τον αληθινόν Θεόν, διότι αυτός μόνος είναι Θεός.
Β Μακ. 7,38 ἐν ἐμοὶ δὲ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς μου στῆναι τὴν τοῦ Παντοκράτορος ὀργὴν τὴν ἐπὶ τὸ σύμπαν ἡμῶν γένος δικαίως ἐπηγμένην.
Β Μακ. 7,38 Παρακαλώ δε και εύχομαι, εις εμέ και στους αδελφούς μου να σταματήση ο Θεός την οργήν του, η οποία κατά λόγον δικαιοσύνης εξέσπασεν εναντίον του γένους μας”.
Β Μακ. 7,39 ἔκθυμος δὲ γενόμενος ὁ βασιλεύς, τούτῳ παρὰ τοὺς ἄλλους χειρίστως ἀπήντησε πικρῶς φέρων ἐπὶ τῷ μυκτηρισμῷ.
Β Μακ. 7,39 Εξαλλος από οργήν έγινεν ο βασιλεύς και διέταξε να βασανισθή ο νεώτερος αυτός αδελφός σκληρότερον από τους άλλους αδελφούς, διότι βαρέως έφερε την περιφρόνησιν εκ μέρους αυτού.
Β Μακ. 7,40 καὶ οὗτος οὖν καθαρὸς τὸν βίον μετήλλαξε παντελῶς ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πεποιθώς.
Β Μακ. 7,40 Ετσι δε αγνός και καθαρός εξεδήμησεν και ο νεώτερος αυτός αδελφός πλήρως αφωσιωμένος και πιστός στον Θεόν.
Β Μακ. 7,41 ἐσχάτη δὲ τῶν υἱῶν ἡ μήτηρ ἐτελεύτησε.
Β Μακ. 7,41 Τελευταία δε από τα παιδιά της εξεδημησε μαρτυρικώς και η μητέρα.
Β Μακ. 7,42 τὰ μὲν οὖν περὶ τοὺς σπλαγνισμούς καὶ τὰς ὑπερβαλλούσας αἰκίας ἐπὶ τοσοῦτον δεδηλώσθω.
Β Μακ. 7,42 Αυτά μεν λοιπόν που ελέχθησαν δια τον εξαναγκασμόν των πιστών προς συμμετοχήν εις ειδωλολατρικάς θυσίας και τας υπερβολικάς σκληρότητας του Αντιόχου εναντίον των Ιουδαίων, είναι αρκετά.
Β Μακ. 8,1 Ἰούδας δὲ ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ παρεισπορευόμενοι λεληθότως εἰς τὰς κώμας προσεκαλοῦντο τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς μεμενηκότας ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ προσλαβόμενοι συνήγαγον εἰς ἑξακισχιλίους.
Β Μακ. 8,1 Ο Ιούδας δε ο Μακκαβαίος και οι σύντροφοί του εισήρχοντο κρυφίως εις τας κωμοπόλεις και προσκαλούσαν τους ομοεθνείς κοντά των, αυτούς οι οποίοι είχαν μείνει πιστοί στον ιουδαϊσμόν. Ετσι δε προσέλαβαν και συνεκέντρωσαν εξ χιλιάδας άνδρας.
Β Μακ. 8,2 καὶ ἐπεκαλοῦντο τὸν Κύριον ἐπιδεῖν ἐπὶ τὸν ὑπὸ πάντων καταπατούμενον λαόν, οἰκτεῖραι δὲ καὶ τὸν ναὸν τὸν ὑπὸ τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων βεβηλωθέντα,
Β Μακ. 8,2 Παρακαλούσαν δε τον Κυριον, να επιβλέψη με ευσπλαγχνίαν στον λαόν του, ο οποίος κατεπατείτο από όλα τα έθνη. Να ευσπλαγχνισθή δε και τον ναόν του, ο οποίος είχε βεβηλωθή από ασεβείς ανθρώπους.
Β Μακ. 8,3 ἐλεῆσαι δὲ καὶ τὴν καταφθειρομένην πόλιν καὶ μέλλουσαν ἰσόπεδον γίνεσθαι καὶ τῶν καταβοώντων πρὸς αὐτὸν αἱμάτων εἰσακοῦσαι,
Β Μακ. 8,3 Να ελεήση και την πόλιν Ιερουσαλήμ, οποία κατεστρέφετο και εκινδύνευε να ισοπεδοθή και να μεταβληθή εις ερείπια. Παρακαλούσαν αυτόν, να εισακούση την φωνήν των αθώων αιμάτων, τα οποία εκραύγαζον προς αυτόν και εζητούσαν εκδίκησιν.
Β Μακ. 8,4 μνησθῆναι δὲ καὶ τῆς τῶν ἀναμαρτήτων νηπίων παρανόμου ἀπωλείας καὶ περὶ τῶν γενομένων εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ βλασφημιῶν καὶ μισοπονηρῆσαι.
Β Μακ. 8,4 Να ενθυμηθή τους αδίκους θανάτους των αθώων νηπίων, τας βλασφημίας αι οποίαι εξεσφενδονίζοντο εναντίον του αγίου του ονόματος, και να δείξη την απέχθειαν και το μίσος του εναντίον των κακών ανθρώπων.
Β Μακ. 8,5 γενόμενος δὲ ἐν συστήματι ὁ Μακκαβαῖος ἀνυπόστατος ἤδη τοῖς ἔθνεσιν ἐγίνετο, τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου εἰς ἔλεον τραπείσης.
Β Μακ. 8,5 Ο Μακκαβαίος ετέθη επικεφαλής πολυαρίθμου επαναστατικού στρατού και εγινεν ακαταμάχητος από τα άλλα έθνη, διότι η έως τώρα οργή του Κυρίου εναντίον του έθνους του μετετράπη εις ευσπλαγχνίαν.
Β Μακ. 8,6 πόλεις δὲ καὶ κώμας ἀπροσδοκήτως ἐρχόμενος ἐνεπίμπρα καὶ τοὺς ἐπικαίρους τόπους ἀπολαμβάνων οὐκ ὀλίγους τῶν πολεμίων ἐνίκα τροπούμενος
Β Μακ. 8,6 Επέπιπτε δε αιφνιδίως εναντίον εχθρικών πόλεων και χωρίων και τα κατέκαιε. Κατελάμβανε προσφόρους θέσεις και επετύγχανε πολλάς νίκας εναντίον των πολεμίων κατατροπώνων αυτούς.
Β Μακ. 8,7 μάλιστα τὰς νύκτας πρὸς τὰς τοιαύτας ἐπιβουλὰς συνεργοὺς ἐλάμβανε. καὶ λαλιά τις τῆς εὐανδρίας αὐτοῦ διεχεῖτο πανταχῆ.
Β Μακ. 8,7 Αι επιθέσστου εγίνοντο κυρίως κατά τας νύκτας, τας οποίας και επροτιμούσε δια την επιτυχίαν των ενεργειών του. Η φήμη της ανδρείας του διεδίδετο πανταχού.
Β Μακ. 8,8 Συνορῶν δὲ ὁ Φίλιππος κατὰ μικρὸν εἰς προκοπὴν ἐρχόμενον τὸν ἄνδρα, πυκνότερον δὲ ἐν ταῖς εὐημερίαις προβαίνοντα, πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Κοίλης Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν ἔγραψεν ἐπιβοηθεῖν τοῖς τοῦ βασιλέως πράγμασιν.
Β Μακ. 8,8 Εβλεπε δε ο Φιλιππος, ότι ο άνθρωπος αυτός εις μικρόν χρονικόν διάστημα εσημείωσε τοιαύτας προόδους και ότι αι επιτυχείς επιδρομαί του εγίνοντο συχνότεραι. Δι' αυτό έγραψε προς τον Πτολεμαίον, τον στρατιωτικόν διοικητήν της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης, να βοηθήση εις τα πράγματα του βασιλέως.
Β Μακ. 8,9 ὁ δὲ ταχέως προχειρισάμενος Νικάνορα τὸν τοῦ Πατρόκλου τῶν πρώτων φίλων ἀπέστειλεν ὑποτάξας παμφύλων ἔθνη οὐκ ἐλάττους τῶν δισμυρίων τὸ σύμπαν τῶν Ἰουδαίων ἐξᾶραι γένος· συνέστησε δὲ αὐτῷ καὶ Γοργίαν ἄνδρα στρατηγὸν καὶ ἐν πολεμικαῖς χρείαις πεῖραν ἔχοντα.
Β Μακ. 8,9 Ο Πτολεμαίος εξέλεξε ταχέως δια το έργον αυτό τον Νικάνορα, υιόν του Πατρόκλου ο οποίος η το από τους πρώτους φίλους του βασιλέως. Τον απέστειλεν επικεφαλής είκοσι χιλιάδων περίπου ανδρών στρατολογημένων από τα διάφορα έθνη, δια να εξοντώσουν το έθνος των Εβραίων. Εδωσε δε εις αυτόν και τον Γοργίαν, άνδρα στρατιωτικόν, ο οποίος είχε και πείραν εις τας πολεμικάς επιχειρήσεις.
Β Μακ. 8,10 διεστήσατο δὲ ὁ Νικάνωρ τὸν φόρον τῷ βασιλεῖ τοῖς Ῥωμαίοις ὄντα ταλάντων δισχιλίων ἐκ τῆς τῶν Ἰουδαίων αἰχμαλωσίας ἐκπληρώσειν.
Β Μακ. 8,10 Ο Νικάνωρ υπελόγιζεν, ότι από την πώλησιν των Ιουδαίων αιχμαλώτων θα ημπορούσε να εξοικονομήση τα χρήματα δια τον φόρον, τον οποίον ώφειλε να πληρώση ο βασιλεύς στους Ρωμαίους ανερχόμενον εις δύο χιλιάδας τάλαντα.
Β Μακ. 8,11 εὐθέως δὲ εἰς τὰς παραθαλασσίους πόλεις ἀπέστειλε προσκαλούμενος ἐπ᾿ ἀγορασμὸν Ἰουδαϊκῶν σωμάτων, ὑπισχνούμενος ἐνενήκοντα σώματα ταλάντου παραχωρήσειν, οὐ προσδεχόμενος τὴν παρὰ τοῦ Παντοκράτορος μέλλουσαν παρακολουθήσειν ἐπ᾿ αὐτῷ δίκην.
Β Μακ. 8,11 Εσπευσε δε μάλιστα και απέστειλεν εις τας παραλίους πόλεις ανθρώπους, να προσκαλέση εμπόρους δια την αγοράν των Ιουδαίων αιχμαλώτων υποσχόμενος ότι θα πωλή ενενήκοντα αιχμαλώτους Ιουδαίους αντί ενός ταλάντου. Δεν ελάμβανε δε καθόλου υπ' όψιν την τιμωρίαν εκ μέρους του Παντοκράτορας Θεού, η οποία επρόκειτο να επακολουθήση εναντίον του.
Β Μακ. 8,12 τῷ δὲ Ἰούδᾳ προσέπεσε περὶ τῆς τοῦ Νικάνορος ἐφόδου· καὶ μεταδόντος αὐτοῦ τοῖς σὺν αὐτῷ τὴν παρουσίαν τοῦ στρατοπέδου,
Β Μακ. 8,12 Περιήλθον όμως εις γνώσιν του Ιούδα τα περί της ετοιμαζομένης αυτής εκστρατείας του Νικάνορος. Επληροφόρησε δε τους άνδρας του δια την εμφάνισιν του εχθρικού στρατού.
Β Μακ. 8,13 οἱ δειλανδροῦντες καὶ ἀπιστοῦντες τὴν τοῦ Θεοῦ δίκην διεδίδρασκον καὶ ἐξετόπιζον ἑαυτούς.
Β Μακ. 8,13 Τοτε οι μικρόψυχοι από τους στρατιώτας του και εκείνοι που δεν είχαν πίστιν εις την δικαιοσύνην του Θεού, εδραπέτευσαν και μετέβησαν εις άλλους τόπους.
Β Μακ. 8,14 οἱ δὲ τὰ περιλελειμμένα πάντα ἐπώλουν, ὁμοῦ δὲ τὸν Κύριον ἠξίουν ῥύσασθαι τοὺς ὑπὸ τοῦ δυσσεβοῦς Νικάνορος πρὶν συντυχεῖν πεπραμένους·
Β Μακ. 8,14 Αλλοι δε άνδρες επωλούσαν ο,τι είχεν απομείνει εις αυτούς και παρακαλούσαν τον Κυριον, να τους γλυτώση από τα χέρια του ασεβούς Νικάνορας, ο οποίος τους είχε πωλήσει, πριν ακόμη συνάψη προς αυτούς μάχην.
Β Μακ. 8,15 καὶ εἰ μὴ δι᾿ αὐτούς, ἀλλὰ διὰ τὰς πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν διαθήκας καὶ ἕνεκεν τῆς ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐπικλήσεως τοῦ σεμνοῦ καὶ μεγαλοπρεποῦς ὀνόματος αὐτοῦ.
Β Μακ. 8,15 Να τους σώση, αν όχι διότι αυτοί ήξιζον μιας τέτοιας σωτηρίας, αλλά δια την διαθήκην, την οποίαν είχε συνάψει προς τους προγόνους των και δια το άγιον και σεβαστόν και μεγαλοπρεπές όνομα του Θεού του Ισραήλ, με το οποίον αυτοί ωνομάζοντο.
Β Μακ. 8,16 συναγαγὼν δὲ ὁ Μακκαβαῖος τοὺς περὶ αὐτὸν ὄντας τὸν ἀριθμὸν ἐξακισχιλίους παρεκάλει μὴ καταπλαγῆναι τοὺς πολεμίους, μηδὲ εὐλαβεῖσθαι τὴν τῶν ἀδίκως παραγινομένων ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐθνῶν πολυπληθίαν, ἀγωνίσασθαι δὲ γενναίως
Β Μακ. 8,16 Ο Μακκαβαίος συνεκέντρωσεν εκείνους, οι οποίοι είχαν παραμείνει μαζή του, ανερχομένους ει εξ χιλιάδας άνδρας, τους παρότρυνε να μη καταπλαγούν από τους εχθρούς των και να μη φοβηθούν από τον μεγάλον αριθμόν των εθνικών, οι οποίοι αδίκως επέρχονται εναντίον των, αλλά να αγωνισθούν με γενναιότητα.
Β Μακ. 8,17 πρὸ ὀφθαλμῶν λαβόντας τὴν ἀνόμως εἰς τὸν ἅγιον τόπον συντελεσμένην ὑπ᾿ αὐτῶν ὕβριν καὶ τὸν τῆς ἐμπεπαιγμένης πόλεως αἰκισμόν, ἔτι δὲ τὴν τῆς προγονικῆς πολιτείας κατάλυσιν.
Β Μακ. 8,17 Να έχουν δε ζωηρά προ των οφθαλμών των τον βέβηλον εξευτελισμόν, ο οποίος έγινεν από τους ειδωλολάτρας στον άγιον ναόν, τον βασανισμόν της χλευαζομένης από εκείνους πόλεως Ιερουσαλήμ, ακόμη δε και το γεγονός, ότι οι εχθροί έχουν πάρει την απόφασιν να καταλύσουν το ιδικόν των θεόσδοτον προγονικόν πολίτευμα.
Β Μακ. 8,18 οἱ μὲν γὰρ ὅπλοις πεποίθασιν ἅμα καὶ τόλμαις, ἔφησεν, ἡμεῖς δὲ ἐπὶ τῷ παντοκράτορι Θεῷ, δυναμένῳ καὶ τοὺς ἐρχομένους ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ τὸν ὅλον κόσμον ἐν ἑνὶ νεύματι καταβαλεῖν, πεποίθαμεν.
Β Μακ. 8,18 Ειδικώτερον έλεγε προς αυτούς· “εκείνοι έχουν πεποίθησιν εις τα όπλα των και εις τας θρασύτητάς των, ημείς όμως έχομεν πεποίθησιν στον παντοδύναμον Θεόν, ο οποίος με ένα του νεύμα ημπορεί να καταβάλη όλους εκείνους, που επέρχονται εναντίον μας και ολόκληρον ακόμη τον κόσμον”.
Β Μακ. 8,19 προσαναλεξάμενος δὲ αὐτοῖς καὶ τὰς ἐπὶ τῶν προγόνων γενομένας ἀντιλήψεις καὶ τὴν ἐπὶ Σενναχηρείμ, ἑκατὸν ὀγδοήκοντα πέντε χιλιάδες ὡς ἀπώλοντο,
Β Μακ. 8,19 Απηρίθμησεν επίσης εις αυτούς αρχαία παραδείγματα, κατά τα οποία οι πρόγονοί των έλαβον βοήθειαν από τον Θεόν, μάλιστα δε την εναντίον του Σενναχηρείμ βοήθειαν, οπότε εξωλοθρεύθησαν εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδες εχθροί.
Β Μακ. 8,20 καὶ τὴν ἐν τῇ Βαβυλωνίᾳ τὴν πρὸς αὐτοὺς Γαλάτας παράταξιν γενομένην, ὡς οἱ πάντες ἐπὶ τὴν χρείαν ἦλθον ὀκτακισχίλιοι σὺν Μακεδόσι τετρασχιλίοις, τῶν Μακεδόνων ἀπορουμένων, οἱ ὀκτακισχίλιοι τὰς δώδεκα μυριάδας ἀπώλεσαν διὰ τὴν γενομένην αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ βοήθειαν καὶ ὠφέλειαν πολλὴν ἔλαβον.
Β Μακ. 8,20 Τους υπενθύμισε την μάχην, που είχε δοθή εναντίον των Γαλάτων εις την Βαβυλώνα και κατά την οποίαν όλοι- όλοι οι Ιουδαίοι, οι οποίοι είχον έλθει, δια να λάβουν μέρος, εις αυτήν, ήσαν οκτώ χιλιάδες και τέσσαρες χιλιάδες επί πλέον Μακεδόνες. Οι Μακεδόνες όμως αυτοί ημποδίσθησαν και δεν ημπόρεσαν να πολεμήσουν. Αι οκτώ δε μόνον χιλιάδες Ιουδαίοι κατετρόπωσαν και εξωλόθρευσαν εκατόν είκοσι χιλιάδας εχθρών με την βοήθειαν, η οποία τους εστάλη από τον ουρανόν, και με την οποίαν είχαν αποκομίσει τότε μεγάλην ωφέλειαν.
Β Μακ. 8,21 ἐφ᾿ οἷς εὐθαρσεῖς αὐτοὺς παραστήσας καὶ ἑτοίμους ὑπὲρ τῶν νόμων καὶ τῆς πατρίδος ἀποθνήσκειν, τετραμερές τι τὸ στράτευμα ἐποίησε.
Β Μακ. 8,21 Αφού με τους λόγους αυτούς ο Ιούδας τους έδωσε θάρρος και τους προπαρεσκεύασε να είναι έτοιμοι και να αποθάνουν ακόμη αγωνιζόμενοι υπέρ των θείων νόμων και της πατρίδος των, διήρεσε τον στρατόν του εις τέσσαρα σώματα.
Β Μακ. 8,22 τάξας καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ προηγουμένους ἑκατέρας τάξεως, Σίμωνα καὶ Ἰώσηφον καὶ Ἰωνάθαν, ὑποτάξας ἑκάστῳ χιλίους πρὸς τοῖς πεντακοσίοις,
Β Μακ. 8,22 Επικεφαλής δε εις κάθε σώμα στρατού έθεσεν ένα έκαστον από τους αδελφούς του· τον Σιμωνα, τον Ιώσηφον και τον Ιωνάθαν. Και έδωσεν εις αυτούς ανά χιλίους πεντακοσίους άνδρας.
Β Μακ. 8,23 ἔτι δὲ καὶ Ἐλεάζαρον, παραγνοὺς τὴν ἱερὰν βίβλον καὶ δοὺς σύνθημα Θεοῦ βοηθείας τῆς πρώτης σπείρας αὐτὸς προηγούμενος, συνέβαλε τῷ Νικάνορι.
Β Μακ. 8,23 Εκάλεσε δε τότε και τον Ελεάζαρον, δια να αναγνώση ενώπιον των στρατιωτών την Ιεράν Βιβλον. Επειτα έδωκεν ως σύνθημα της μάχης “βοήθεια από τον Θεόν”. Ο Ιούδας, ο αρχηγός του πρώτου σώματος στρατού, επετέθη εναντίον του Νικάνορος.
Β Μακ. 8,24 γενομένου δὲ αὐτοῖς τοῦ Παντοκράτορος συμμάχου, κατέσφαξαν τῶν πολεμίων ὑπὲρ τοὺς ἐνακισχιλίους, τραυματίας δὲ καὶ τοῖς μέλεσιν ἀναπήρους τὸ πλεῖστον μέρος τῆς τοῦ Νικάνορος στρατιᾶς ἐποίησαν, πάντας δὲ φυγεῖν ἠνάγκασαν.
Β Μακ. 8,24 Με την βοήθειαν και την συμμαχίαν του παντοδυνάμου Θεού κατέσφαξαν οι Ιουδαίοι υπέρ τους εννέα χιλιάδας εχθρούς, ετραυμάτισαν δε και ακρωτηρίασαν το μεγαλύτερον μέρος του στρατού του Νικάνορας, τους δε άλλους έτρεψαν εις φυγήν.
Β Μακ. 8,25 τὰ δὲ χρήματα τῶν παραγεγονότων ἐπὶ τὸν ἀγορασμὸν αὐτῶν ἔλαβον· συνδιώξαντες δὲ αὐτοὺς ἐφ᾿ ἱκανὸν ἀνέλυσαν ὑπὸ τῆς ὥρας συγκλειόμενοι.
Β Μακ. 8,25 Επήραν και τα χρήματα των εμπόρων εκείνων, οι οποίοι είχαν έλθει, δια να αγοράσουν Ιουδαίους αιχμαλώτους. Αφού δε κατεδίωξαν επί αρκετόν διάστημα τους φεύγοντας εχθρούς, εσταμάτησαν, διότι η ώρα δεν τους επέτρεπε πλέον να συνεχίσουν την καταδίωξιν.
Β Μακ. 8,26 ἦν γὰρ ἡ πρὸ τοῦ σαββάτου, δι᾿ ἣν αἰτίαν οὐκ ἐμακροθύμησαν κατατρέχοντες αὐτούς.
Β Μακ. 8,26 Ητο παραμονή του Σαββάτου και δια τούτο δεν επέμειναν να καταδιώξουν τους φεύγοντας εχθρούς.
Β Μακ. 8,27 ὁπλολογήσαντες δὲ αὐτοὺς καὶ τὰ σκῦλα ἐκδύσαντες τῶν πολεμίων περὶ τὸ σάββατον ἐγίνοντο, περισσῶς εὐλογοῦντες καὶ ἐξομολογούμενοι τῷ Κυρίῳ τῷ διασώσαντι αὐτοὺς εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην, ἀρχὴν ἐλέους τάξαντος αὐτοῖς.
Β Μακ. 8,27 Οταν δε συνέλεξαν τα όπλα των εχθρών και επήραν από αυτούς τα λάφυρα, εώρτασαν το Σαββατον, δοξολογούντες και ευγνωμονούντες με όλην των την καρδίαν πλουσίως τον Κυριον, που τους έσωσε κατά την ημέραν αυτήν, την οποίαν και ώρισεν ως αρχήν της εκδηλώσεως των προς αυτούς οικτιρμών του και της προστασίας του.
Β Μακ. 8,28 μετὰ δὲ τὸ σάββατον τοῖς ᾐκισμένοις καὶ ταῖς χήραις καὶ ὀρφανοῖς μερίσαντες ἀπὸ τῶν σκύλων, τὰ λοιπὰ αὐτοὶ καὶ τὰ παιδία ἐμερίσαντο.
Β Μακ. 8,28 Αφού δε επέρασε το Σαββατον, οι Ιουδαίοι στρατιώται εμοίρασαν από τα λάφυρα, που είχαν πάρει, εις εκείνους οι οποίοι εταλαιπωρήθησαν από τους διωγμούς, εις τας χήρας και εις τα ορφανά. Αυτοί δε με τα παιδιά των διεμοιράσθησαν τα υπόλοιπα.
Β Μακ. 8,29 ταῦτα δὲ διαπραξάμενοι καὶ κοινὴν ἱκετίαν ποιησάμενοι, τὸν ἐλεήμονα Κύριον ἠξίουν εἰς τέλος καταλλαγῆναι τοῖς αὐτοῦ δούλοις.
Β Μακ. 8,29 Αφού δε έπραξαν αυτά, ωργάνωσαν μίαν κοινήν ικεσίαν προς τον ελεήμονα Κυριον και τον παρακαλούσαν, να συμφιλιωθή προς αυτούς και να στείλη το έλεός του στους δούλους του.
Β Μακ. 8,30 καὶ τοῖς περὶ Τιμόθεον καὶ Βακχίδην συνερίσαντες ὑπὲρ τοὺς δισμυρίους αὐτῶν ἀνεῖλον καὶ ὀχυρωμάτων ὑψηλῶν εὖ μάλα ἐγκρατεῖς ἐγένοντο καὶ λάφυρα πλεῖστα ἐμερίσαντο ἰσομοίρους ἑαυτοὺς καὶ τοῖς ᾐκισμένοις καὶ ὀρφανοῖς καὶ χήραις, ἔτι δὲ καὶ πρεσβυτέροις ποιήσαντες.
Β Μακ. 8,30 Κατά δε την μάχην εναντίον του Τιμοθέου και του Βακχίδου εφόνευσαν υπέρ τας είκοσι χιλιάδας εχθρών, κατέλαβον με πολλήν ευκολίαν ισχυρά φρούρια, εμοιράσθησαν δε μεταξύ των πλήθος λαφύρων εις ίσα μέρη δια τους εαυτούς των και δι' εκείνους, οι οποίοι είχαν υποφέρει από τους διωγμούς, δια τα ορφανά, δια τας χήρας, όπως επίσης και δια τους γέροντας.
Β Μακ. 8,31 ὁπλολογήσαντες δὲ αὐτοὺς ἐπιμελῶς πάντα συνέθηκαν εἰς τοὺς ἐπικαίρους τόπους, τὰ δὲ λοιπὰ τῶν σκύλων ἤνεγκαν εἰς Ἱεροσόλυμα.
Β Μακ. 8,31 Με πολλήν δε επιμέλειαν συνεκέντρωσαν όπλα από τους εχθρούς, τα οποία και ετοποθέτησαν εις καταλλήλους θέσεις. Τα δε υπόλοιπα από τα λάφυρα τα έφεραν εις την Ιερουσαλήμ.
Β Μακ. 8,32 τὸν δὲ φυλάρχην τῶν περὶ Τιμόθεον ἀνεῖλον, ἀνοσιώτατον ἄνδρα καὶ πολλὰ τοὺς Ἰουδαίους ἐπιλελυπηκότα.
Β Μακ. 8,32 Από τους περί τον Τιμόθεον επισήμους εφόνευσαν και τον σωματάρχην του, άνθρωπον ανοσιώτατον, ο οποίος πάρα πολλά κακά είχε προξενήσει στους Εβραίους.
Β Μακ. 8,33 ἐπινίκια δὲ ἄγοντες ἐν τῇ πατρίδι τοὺς ἐμπρήσαντας τοὺς ἱεροὺς πυλῶνας. Καλλισθένην καί τινας ἄλλους, ὑφῆψαν εἰς ἓν οἰκίδιον πεφευγότας, οἵτινες ἄξιον τῆς δυσσεβείας ἐκομίσαντο μισθόν.
Β Μακ. 8,33 Καθ' ον δε χρόνον εώρταζον τα επινίκια εις την πρωτεύουσάν των, τον Καλλισθένην και μερικούς άλλους, οι οποίοι είχαν πυρπολήσει τας ιεράς πύλας του ναού, τους έκαυσαν εις μίαν μικράν οικίαν, όπου αυτοί είχαν καταφύγει. Ετσι δε εκείνοι επήραν την δίκαιον τιμωρίαν, μιοθόν της ασεβείας των.
Β Μακ. 8,34 ὁ δὲ τρισαλιτήριος Νικάνωρ, ὁ τοὺς χιλίους ἐμπόρους ἐπὶ τὴν πράσιν τῶν Ἰουδαίων ἀγαγών,
Β Μακ. 8,34 Ο δε τρισαλιτήριος Νικάνωρ, ο οποίος είχε φέρει τους χιλίους εμπόρους, δια να πωλήση εις αυτούς τους αιχμαλώτους Ιουδαίους,
Β Μακ. 8,35 ταπεινωθεὶς ὑπὸ τῶν κατ᾿ αὐτὸν νομιζομένων ἐλαχίστων εἶναι, τῇ τοῦ Κυρίου βοηθείᾳ τὴν δοξικὴν ἀποθέμενος ἐσθῆτα, διὰ τῆς μεσογείου, δραπέτου τρόπον, ἔρημον ἑαυτὸν ποιήσας, ἧκεν εἰς Ἀντιόχειαν ὑπεράγαν δυσημερήσας ἐπὶ τῇ τοῦ στρατοῦ διαφθορᾷ.
Β Μακ. 8,35 εταπεινώθη με την βοήθειαν του Θεού από εκείνους, τους οποίους αυτός εθεωρούσεν ελαχίστους και αναξίους προσοχής, έβγαλε την λαμπράν κτυπητήν ενδυμασίαν του, και δια μέσου των αγρών της χώρας, ωσάν φυγάς, χωρίς στρατόν, ήλθε μόνος και έρημος εις την Αντιόχειαν καταπικραμμένος δια την συμφοράν του με την απώλειαν του στρατού του.
Β Μακ. 8,36 καὶ ὁ τοῖς Ῥωμαίοις ἀναδεξάμενος φόρον ἀπὸ τῆς τῶν ἐν Ἱεροσολύμοις αἰχμαλωσίας κατορθώσασθαι, κατήγγελλεν ὑπέρμαχον ἔχειν τὸν Θεὸν τοὺς Ἰουδαίους καὶ διὰ τὸν τρόπον τοῦτο ἀτρώτους εἶναι τοὺς Ἰουδαίους, διὰ τὸ ἀκολουθεῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ προστεταγμένοις νόμοις.
Β Μακ. 8,36 Αυτός, που είχεν αναλάβει να καταβάλη τον φόρον στους Ρωμαίους από τα χρήματα που θα εισέπραττεν από την πώλησιν των αιχμαλώτων της Ιερουσαλήμ, διαλαλούσε τώρα ότι οι Ιουδαίοι είχαν ακατανίκητον προστάτην τον Θεόν και δια τον λόγον αυτόν είναι ακατάβλητοι, επειδή ακριβώς ακολουθούν τους νόμους, τους οποίους δι' αυτούς είχε θεσπίσει ο Θεός.
Β Μακ. 9,1 Περὶ δὲ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐτύγχανεν Ἀντίοχος ἀναλελυκὼς ἀκόσμως ἐκ τῶν κατὰ τὴν Περσίδα τόπων.
Β Μακ. 9,1 Κατά την εποχήν εκείνην ο Αντίοχος επέστρεφε κατεξευτελισμένος από τας χώρας της Περσίας,
Β Μακ. 9,2 εἰσεληλύθει γὰρ εἰς τὴν λεγομένην Περσέπολιν καὶ ἐπεχείρησεν ἱεροσυλεῖν καὶ τὴν πόλιν συνέχειν. διὸ δὴ τῶν πληθῶν ὁρμησάντων ἐπὶ τὴν τῶν ὅπλων βοήθειαν ἐτράπησαν, καὶ συνέβη τροπωθέντα τὸν Ἀντίοχον ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων ἀσχήμονα τὴν ἀναζυγὴν ποιήσασθαι.
Β Μακ. 9,2 διότι είχεν εισέλθει εις την πόλιν, την λεγομένην Περσέπολιν, και επεχείρησε να αφαιρέση τους θησαυρούς της από τους ναούς και να καταλάβη την πόλιν. Δια τον λόγον αυτόν πλήθος των κατοίκων εξηγέρθησαν, ώρμησαν και έλαβαν τα όπλα εναντίον του Αντιόχου, ώστε ο Αντίοχος κατατροπωθείς από τους κατοίκους ηναγκάσθη εις ταπεινωτικήν υποχώρησιν.
Β Μακ. 9,3 ὄντι δὲ αὐτῷ κατ᾿ Ἐκβάτανα προσέπεσε τὰ κατὰ Νικάνορα καὶ τοὺς περὶ Τιμόθεον γεγονότα.
Β Μακ. 9,3 Οταν δε αυτός ευρίσκετο, εις την περί τα Εκβάτανα περιοχήν, επληροφαρήθη, τι είχε συμβή στον Νικάνορα και στον στρατόν του Τιμοθέου.
Β Μακ. 9,4 ἐπαρθεὶς δὲ τῷ θυμῷ ᾤετο καὶ τὴν τῶν πεφυγαδευκότων αὐτὸν κακίαν εἰς τοὺς Ἰουδαίους ἐναπερείσασθαι, διὸ συνέταξε τὸν ἁρματηλάτην ἀδιαλείπτως ἐλαύνοντα κατανύειν τὴν πορείαν, τῆς ἐξ οὐρανοῦ δὴ κρίσεως συνούσης αὐτῷ· οὕτω γὰρ ὑπερηφάνως εἶπε· πολυάνδριον Ἰουδαίων Ἱεροσόλυμα ποιήσω παραγενόμενος ἐκεῖ.
Β Μακ. 9,4 Παρασυρθείς δε από έξαλλον θυμόν ενόμιζεν ότι θα κάμη τους Ιουδαίους να πληρώσουν ακριβά τον εξευτελισμόν, που υπέστη εις την Περσέπολιν καταδιωχθείς από τους κατοίκους. Δια τούτο διέταξε τον οδηγόν του άρματός του να επιταχύνη ακατάπαυστα την πορείαν του, χωρίς σταμάτημα. Η θεία όμως από τον ουρανόν τιμωρία τον παρακολουθούσε, διότι αυτός είχε πει με μεγάλην υπερηφάνειαν· “μόλις φθάσω εις την Ιερουσαλήμ θα την κάμω νεκρόπολιν των Ιουδαίων”.
Β Μακ. 9,5 ὁ δὲ πανεπόπτης Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἐπάταξεν αὐτὸν ἀνιάτῳ καὶ ἀοράτῳ πληγῇ· ἄρτι δὲ αὐτοῦ καταλήξαντος τὸν λόγον, ἔλαβεν αὐτὸν ἀνήκεστος τῶν σπλάγχνων ἀλγηδὼν καὶ πικραὶ τῶν ἔνδον βάσανοι,
Β Μακ. 9,5 Ο Κυριος όμως, ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος βλέπει τα πάντα, εκτύπησεν αυτόν με αθεράπευτον και αόρατον τρομεράν πληγήν. Διότι μόλις είχε τελειώσει τον μοχθηρόν και κομπαστικόν αυτόν λόγον, τον κατέλαβε μέγας αθεράπευτος πόνος των σπλάχνων και τρομεροί βασανισμοί εις όλον το εσωτερικόν του.
Β Μακ. 9,6 πάνυ δικαίως τὸν πολλαῖς καὶ ξενιζούσαις συμφοραῖς ἑτέρων σπλάγχνα βασανίσαντα.
Β Μακ. 9,6 Και πολύ δικαίως ετιμωρήθη με φρικτούς πόνους των σπλάγχνων αυτός, ο οποίος είχε προκαλέσει εις τα σπλάγχνα των άλλων πολυαρίθμους και πρωτοφανείς βασανισμούς.
Β Μακ. 9,7 ὁ δ᾿ οὐδαμῶς τῆς ἀγερωχίας ἔληγεν· ἔτι δὲ καὶ τῆς ὑπερηφανίας ἐπεπλήρωτο, πῦρ πνέων τοῖς θυμοῖς ἐπὶ τοὺς Ἰουδαίους καὶ κελεύων ἐποξύνειν τὴν πορείαν. συνέβη δὲ καὶ πεσεῖν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ἅρματος φερομένου ῥοίζῳ καὶ δυσχερεῖ πτώματι περιπεσόντα πάντα τὰ μέλη τοῦ σώματος ἀποστρεβλοῦσθαι.
Β Μακ. 9,7 Αυτός όμως παρά τους φρικτούς βασανισμούς του δεν έθεσε τέρμα στον εγωϊσμόν του. Αλλά εγέμιζεν ολοένα και περισσότερον από υπερηφάνειαν. Πυρ θυμού έπνεεν εναντίον των Ιουδαίων και διέτασσε τον οδηγόν του άρματός του να επισπεύδη συνεχώς την πορείαν. Αίφνης κατέπεσεν από το άρμα, το οποίον εφέρετο μετά πολλού θορύβου, και η πτώσις του υπήρξε τόσον τρομερά, ώστε όλα τα μέλη του σώματός του έπαθαν οδυνηράν στρέβλωσιν.
Β Μακ. 9,8 ὁ δ᾿ ἄρτι δοκῶν τοῖς τῆς θαλάσσης κύμασιν ἐπιτάσσειν διὰ τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον ἀλαζονείαν καὶ πλάστιγγι τὰ τῶν ὀρέων οἰόμενος ὕψη στήσειν, κατὰ γῆν γενόμενος ἐν φορείῳ παρεκομίζετο, φανερὰν τοῦ Θεοῦ πᾶσι τὴν δύναμιν ἐνδεικνύμενος,
Β Μακ. 9,8 Ετσι δε αυτός, ο οποίος εξ αιτίας της μεγάλης του αλαζονίας ενόμιζε μέχρι προ ολίγου χρόνου ότι έχει την δύναμιν να διατάσση και τα κύματα της θαλάσσης, αυτός που ενόμιζεν ότι ημπορεί να θέση εις την πλάστιγγα και να ζυγίση τας κορυφάς των ορέων, εκρημνίσθη στο έδαφος και ανάπηρος εφέρετο επάνω εις ένα φορείον. Ετσι δε έκαμε φανεράν εις όλους, με το πάθημά του, την δύναμιν του Θεού.
Β Μακ. 9,9 ὥστε καὶ ἐκ τοῦ σώματος τοῦ δυσσεβοῦς σκώληκας ἀναζεῖν, καὶ ζῶντος ἐν ὀδύναις καὶ ἀλγηδόσι τὰς σάρκας αὐτοῦ διαπίπτειν, ὑπὸ δὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ πᾶν τὸ στρατόπεδον βαρύνεσθαι τῇ σαπρίᾳ.
Β Μακ. 9,9 Περιέπεσε εις τόσον αθλίαν κατάστασιν, ώστε από το σώμα του ασεβούς αυτού να βγαίνουν πλήθος σκώληκες, να ζη και καθ' ον χρόνον εζούσε να αποσπώνται σάπιες σάρκες του με τρομεράς οδύνας και βασάνους. Η δε κακοσμία, η οποία ανεδίδετο από το αρρωστημένον σώμα του, κατεβάρυνεν ολόκληρον το στρατόπεδον.
Β Μακ. 9,10 καὶ τὸν μικρῷ πρότερον τῶν οὐρανίων ἄστρων ἅπτεσθαι δοκοῦντα παρακομίζειν οὐδεὶς ἐδύνατο διὰ τὸ τῆς ὀσμῆς ἀφόρητον βάρος.
Β Μακ. 9,10 Και εκείνον ο οποίος μέχρι προ ολίγου ενόμιζεν ότι είχε την δύναμιν να εγγίση και τα άστρα, τώρα κανείς δεν ημπορούσε να τον μεταφέρη εξ αιτίας της ανυποφόρου δυσωδίας του.
Β Μακ. 9,11 ἐνταῦθα οὖν ἤρξατο τὸ πολὺ τῆς ὑπερηφανίας λήγειν ὑποτεθραυσμένος καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἔρχεσθαι θείᾳ μάστιγι κατὰ στιγμὴν ἐπιτεινόμενος ταῖς ἀλγηδόσι.
Β Μακ. 9,11 Τοτε συντετριμμένος και εξουθενωμένος από τους πολλούς πόνους του, ήρχισε να αποθέτη τον όγκον της υπερηφανείας του και, καθώς συνεχώς επεδεινώνοντο οι πόνοι του, συνησθάνετο ότι ευρίσκετο υπό την θείαν μάστιγα.
Β Μακ. 9,12 καὶ μηδὲ τῆς ὀσμῆς αὐτοῦ δυνάμενος ἀνέχεσθαι ταῦτ᾿ ἔφη· δίκαιον ὑποτάσσεσθαι τῷ Θεῷ καὶ μὴ θνητὸν ὄντα ἰσόθεα φρονεῖν ὑπερηφάνως.
Β Μακ. 9,12 Επειδή δε και ο ίδιος δεν ημπορούσε να υποφέρη την κακοσμίαν του, ωμολόγησεν· “είναι δίκαιον να υποτάσσεται κανείς στον Θεόν, και οχι εν τη υψηλοφροσύνη του να εξισώνη τον εαυτόν του με τον Θεόν”.
Β Μακ. 9,13 ηὔχετο δὲ ὁ μιαρὸς πρὸς τὸν οὐκέτι αὐτὸν ἐλεήσοντα Δεσπότην, οὕτω λέγων
Β Μακ. 9,13 Προς τον Δεσπότην δε Θεόν, ο οποίος δεν επρόκειτο ποτέ να τον ελεήση, ο μιαρός αυτός βασιλεύς προσηύχετο και έταζε
Β Μακ. 9,14 τὴν μὲν ἁγίαν πόλιν, ἣν σπεύδων παρεγίνετο ἰσόπεδον ποιῆσαι καὶ πολυάνδριον οἰκοδομῆσαι, ἐλευθέραν ἀναδεῖξαι·
Β Μακ. 9,14 ότι την μεν αγίαν πάλιν, προς την οποίαν έσπευδε δια να την ισοπεδώση και την μεταβάλη εις νεκρόπολιν, να την ανακηρύξη ελευθέραν.
Β Μακ. 9,15 τοὺς δὲ Ἰουδαίους, οὓς διεγνώκει μηδὲ ταφῆς ἀξιῶσαι οἰωνοβρώτους δὲ σὺν τοῖς νηπίοις ἐκρίψειν θηρίοις, πάντας αὐτοὺς ἴσους Ἀθηναίους ποιήσειν·
Β Μακ. 9,15 Τους δε Ιουδαίους, τους οποίους ούτε ταφής δεν έκρινεν αξίους αλλά είχε σκοπόν να δώση ως τροφήν, αυτούς και τα τέκνα των, εις τα σαρκοβόρα πτηνά και να τους ρίψη εις τα θηρία, όλους να τους κάμη ίσους προς τους Αθηναίους.
Β Μακ. 9,16 ὃν δὲν πρότερον ἐσκύλευσεν ἅγιον νεὼν καλλίστοις ἀναθήμασι κοσμήσειν καὶ τὰ ἱερὰ σκεύη πολυπλάσια πάντα ἀποδώσειν, τὰς δὲ ἐπιβαλλούσας πρὸς τὰς θυσίας συντάξεις ἐκ τῶν ἰδίων προσόδων χορηγήσειν·
Β Μακ. 9,16 Τον άγιον ναόν, τον οποίον προηγουμένως αυτός είχε συλήσει, να τον στολίση με ωραιότατα αφιερώματα, να αποδώση δε πάλιν όλα τα ιερά σκεύη και μάλιστα πολύ περισσότερα από εκείνα, που είχεν αφαιρέσει, να χορηγή δε από τα ιδικά του έσοδα δια τας δαπάνας, που απαιτούνται δια τας θυσίας.
Β Μακ. 9,17 πρὸς δὲ τούτοις καὶ Ἰουδαῖον ἔσεσθαι καὶ πάντα τόπον οἰκητὸν ἐπελεύσεσθαι καταγγέλλοντα τὸ τοῦ Θεοῦ κράτος.
Β Μακ. 9,17 Επί δε τούτοις υπεσχέθη να γίνη και ο ίδιος Ιουδαίος και να επισκέπτεται κάθε κατοικούμενον τόπον, δια να κηρύττη το μεγαλείον του Θεού.
Β Μακ. 9,18 οὐδαμῶς δὲ ληγόντων τῶν πόνων, ἐπεληλύθει γὰρ ἐπ᾿ αὐτὸν δικαία ἡ τοῦ Θεοῦ κρίσις, τὰ κατ᾿ αὐτὸν ἀπελπίσας, ἔγραψε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους τὴν ὑπογεγραμμένην ἐπιστολήν, ἱκετηρίας τάξιν ἔχουσαν, περιέχουσαν δὲ οὕτως·
Β Μακ. 9,18 Καθώς δε οι πόνοι του δεν κατηυνάζοντο, διότι είχεν επέλθει πλέον εναντίον του η δικαία κρίσις και οργή του Θεού, απηλπίσθη πλέον δια την θεραπείαν του, και έγραψε προς τους Ιουδαίους την κατωτέρω επιστολήν, η οποία έχει θέσιν ικεσίας και περιλαμβάνει τα εξής·
Β Μακ. 9,19 «Τοῖς χρηστοῖς Ἰουδαίοις τοῖς πολίταις πολλὰ χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν καὶ εὖ πράττειν βασιλεὺς καὶ στρατηγὸς Ἀντίοχος.
Β Μακ. 9,19 “Προς τους Ιουδαίους, τους αγαθούς αυτούς πολίτας, ο βασιλεύς και στρατηγός Αντίοχος εύχεται πλήρη χαράν και υγείαν και ευημερίαν.
Β Μακ. 9,20 εἰ ἔῤῥωσθε καὶ τὰ τέκνα καὶ τὰ ἴδια κατὰ γνώμην ἐστὶν ὑμῖν, εὔχομαι μὲν τῷ Θεῷ τὴν μεγίστην χάριν, εἰς οὐρανὸν τὴν ἐλπίδα ἔχων,
Β Μακ. 9,20 Εάν σεις και τα τέκνα σας υγιαίνετε, εάν αι υποθέσεις σας προχωρούν και εξελίσσονται σύμφωνα με τας επιθυμίας σας, ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεόν δια την μεγάλην αυτήν χάριν, διότι και εγώ στον ουράνιον Θεόν στηρίζω τας ελπίδας μου.
Β Μακ. 9,21 κἀγὼ δὲ ἀσθενῶς διεκείμην, ὑμῶν τὴν τιμὴν καὶ τὴν εὔνοιαν ἂν ἐμνημόνευον φιλοστόργως. ἐπανάγων ἐκ τῶν περὶ τὴν Περσίδα τόπων καὶ περιπεσὼν ἀσθενείᾳ δυσχέρειαν ἐχούσῃ, ἀναγκαῖον ἡγησάμην φροντίσαι τῆς κοινῆς πάντων ἀσφαλείας.
Β Μακ. 9,21 Ως προς εμέ, είμαι κατάκοιτος χωρίς δύναμιν επάνω στο κρεββάτι και διατηρώ μίαν στοργικήν ανάμνησιν της τιμής και της ευμενείας, που με ηξιώσατε. Επιστρέφων από τας χώρας της Περσίας, και περιπεσών εις τρομεράν ασθένειαν έκρινα απαραίτητον να ασχοληθώ δια την ασφάλειαν όλων σας.
Β Μακ. 9,22 οὐκ ἀπογινώσκων τὰ κατ᾿ ἐμαυτόν, ἀλλὰ ἔχων πολλὴν ἐλπίδα ἐκφεύξεσθαι τὴν ἀσθένειαν,
Β Μακ. 9,22 Δεν απελπίζομαι δια τα κατ' εμέ, αλλά έχω πολλάς ελπίδας ότι θα διαφύγω από την ασθένειαν αυτήν.
Β Μακ. 9,23 θεωρῶν δὲ ὅτι καὶ ὁ πατήρ, καθ᾿ οὓς καιροὺς εἰς τοὺς ἄνω τόπους ἐστρατοπέδευσεν, ἀνέδειξε τὸν διαδεξόμενον,
Β Μακ. 9,23 Εχων όμως υπ' όψιν ότι ο πατήρ μου, όταν ακόμη ευρίσκετο εις εκστρατείαν και εις πολεμικάς επιχειρήσεις εις τας άλλας χώρας, ανέδειξε τον μέλλοντα διάδοχόν του,
Β Μακ. 9,24 ὅπως ἐάν τι παράδοξον ἀποβαίνῃ ἢ καὶ προσαγγελθῇ τι δυσχερές, εἰδότες οἱ κατὰ τὴν χώραν ᾧ καταλέλειπται τὰ πράγματα, μὴ ἐπιταράσσωνται.
Β Μακ. 9,24 ώστε, εάν επέλθη τα απροσδόκητον μοιραίον η κάποια κακή φήμη κυκλοφορήση, οι άνθρωποι της χώρας του να γνωρίζουν, εις ποίον έχει εμπιστευθή την διοίκησιν, δια να μη γίνωνται ταραχαί·
Β Μακ. 9,25 πρὸς δὲ τούτοις κατανοῶν τοὺς παρακειμένους δυνάστας καὶ γειτνιῶντας τῇ βασιλείᾳ τοῖς καιροῖς ἐπέχοντας καὶ προσδεχομένους τὸ ἀποβησόμενον, ἀναδέδειχα τὸν υἱόν μου Ἀντίοχον βασιλέα, ὃν πολλάκις ἀνατρέχων εἰς τὰς ἐπάνω σατραπείας τοῖς πλείστοις ὑμῶν παρακατετιθέμην καὶ συνίστων· γέγραφα δὲ πρὸς αὐτὸν τὰ ὑπογεγραμμένα.
Β Μακ. 9,25 προς τούτοις επειδή γνωρίζω και εγώ καλώς, ότι οι συνορεύοντες με σας βασιλείς, όπως και οι γειτονεύοντες στο ιδικόν μου βασίλειον, παραμονεύουν τας περιστάσεις και περιμένουν το μοιραίον, δια να το εκμεταλλευθούν προς όφελός των, ορίζω και αναδεικνύω ως διάδοχόν μου τον υιόν μου Αντίοχον, τον οποίον πολλές φορές, όταν διέτρεχα τας άνω σατραπείας, συνιστούσα και ενεπιστευόμην εις πλείστους από σας. Εχω δε γράψει και εις αυτόν σχετικήν επιστολήν.
Β Μακ. 9,26 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς καὶ ἀξιῶ, μεμνημένους τῶν εὐεργεσιῶν κοινῇ καὶ κατ᾿ ἰδίαν, ἕκαστον συντηρεῖν τὴν οὖσαν εὔνοιαν εἰς ἐμὲ καὶ τὸν υἱόν μου·
Β Μακ. 9,26 Σας παρακαλώ, λοιπόν, και αξιώνω, όπως ενθυμούμενοι τας ευεργεσίας, τας οποίας εγώ έχω καμεί εις όλους γενικώς και στον καθένα ιδιαιτέρως, να κρατήση ο καθένας σας την ιδίαν εύνοιαν προς τον υιόν μου, την οποίαν είχατε και προς εμέ.
Β Μακ. 9,27 πέπεισμαι γὰρ αὐτὸν ἐπιεικῶς καὶ φιλανθρώπως παρακολουθοῦντα τῇ ἐμῇ προαιρέσει συμπεριενεχθήσεσθαι ὑμῖν».
Β Μακ. 9,27 Εχω δε την πεποίθησιν, ότι και αυτός θα φερθή προς σας με πλήρη επιείκειαν και φιλανθρωπίαν, ακολουθών την ιδικήν μου καλήν προς σας διαγωγήν”.
Β Μακ. 9,28 Ὁ μὲν οὖν ἀνδροφόνος καὶ βλάσφημος τὰ χείριστα παθών, ὡς ἑτέρους διέθηκεν, ἐπὶ ξένης ἐν τοῖς ὄρεσιν οἰκτίστῳ μόρῳ κατέστρεψε τὸν βίον.
Β Μακ. 9,28 Ο ανδροφόνος και βλάσφημος αυτός βασιλεύς Αντίοχος, βασανιζόμενος με φοβεράς βασάνους, όπως αυτός είχε βασανίσει άλλους, άπέθανεν εις ξένην χώραν, εις τα όρη με ένα θάνατον ελεεινότατον.
Β Μακ. 9,29 παρεκομίζετο δὲ τὸ σῶμα Φίλιππος ὁ σύντροφος αὐτοῦ, ὃς καὶ διευλαβηθεὶς τὸν υἱὸν Ἀντιόχου, πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Φιλομήτορα εἰς Αἴγυπτον διεκομίσθη.
Β Μακ. 9,29 Ο Φιλιππος, ο παιδικός του σύντροφος, διεκόμισε το σώμα του Αντιόχου. Εφοβήθη όμως τον νέον βασιλέα 'Αντιοχον και απεσύρθη εεις την αίγυπτον προς τον Πτολεμαίον τυν Φιλομήτορα.
Β Μακ. 10,1 Μακκαβαῖος δὲ καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, τοῦ Κυρίου προάγοντος αὐτούς, τὸ μὲν ἱερὸν ἐκομίσαντο καὶ τὴν πόλιν,
Β Μακ. 10,1 Ο Μακκαβαίος και οι άνδρες του ανακατέλαβαν, με την βοήθειαν του Θεού, τον ιερόν ναόν και την πόλιν Ιερουσαλήμ.
Β Μακ. 10,2 τοὺς δὲ κατὰ τὴν ἀγορὰν βωμοὺς ὑπὸ τῶν ἀλλοφύλων δεδημιουργημένους, ἔτι δὲ τεμένη καθεῖλον.
Β Μακ. 10,2 Κατέστρεψαν τους βωμούς, που είχαν οικοδομήσει οι ειδωλολάτραι εις την αγοράν, όπως επίσης και όλους τους άλλους ιερούς των χώρους.
Β Μακ. 10,3 καὶ τὸν νεὼν καθαρίσαντες ἕτερον θυσιαστήριον ἐποίησαν καὶ πυρώσαντες λίθους καὶ πῦρ ἐκ τούτων λαβόντες, ἀνήνεγκαν θυσίαν μετὰ διετῆ χρόνον καὶ θυμίαμα καὶ λύχνους καὶ τῶν ἄρτων τὴν πρόθεσιν ἐποιήσαντο.
Β Μακ. 10,3 Αφού δε κατόπιν εκαθάρισαν τον ναόν, οικόδομησαν άλλο θυσιαστήριον ολοκαυτωμάτων. Ηναψαν πυρ από την προστριβήν ειδικών λίθων, επήραν αυτό το πυρ και προσέφεραν θυσίαν, η οποία είχεν από δύο ετών διακοπή. Εκαυσαν επίσης θυμίαμα στο θυσιαστήριον των θυμιαμάτων, ήναψαν τους λύχνους της λυχνίας και έθεσαν τους άρτους εις την τράπεζαν της προθέσεως.
Β Μακ. 10,4 ταῦτα δὲ ποιήσαντες ἠξίωσαν τὸν Κύριον πεσόντες ἐπὶ κοιλίαν μηκέτι περιπεσεῖν τοιούτοις κακοῖς, ἀλλ᾿ ἐάν ποτε καὶ ἁμάρτωσιν, ὑπ᾿ αὐτοῦ μετ᾿ ἐπιεικείας παιδεύεσθαι καὶ μὴ βλασφήμοις καὶ βαρβάροις ἔθνεσι παραδίδοσθαι.
Β Μακ. 10,4 Αφού δε έκαμαν όλα αυτά, έπεσαν πρηνείς στο έδαφος και παρεκάλεσαν τον Κυριον, να μη περιπέσουν πλέον στοιαύτας συμφοράς. Αλλά, εάν ποτέ και αμαρτήσουν ως άνθρωποι, να παιδαγωγηθούν από αυτόν με ευσπλαγχνίαν και να μη παραδοθούν εις τα βάρβαρα και βλάσφημα ειδωλολατρικά έθνη.
Β Μακ. 10,5 ἐν ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ὁ νεὼς ὑπὸ ἀλλοφύλων ἐβεβηλώθη, συνέβη κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὸν καθαρισμὸν γενέσθαι τοῦ ναοῦ, τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ αὐτοῦ μηνός, ὅς ἐστι Χασελεῦ.
Β Μακ. 10,5 Συνέβη δε και τούτο το παράδοξον· κατά την ημέραν, κατά την οποίαν ο ναός είχε βεβηλωθή από τους ειδωλολάτρας, κατά την ιδίαν ημέραν συνέπεσε να γίνη και ο καθαρισμός αυτού. Ητοι την εικοστήν πέμπτην του ιδίου μηνός, δηλαδή του Χασελεύ.
Β Μακ. 10,6 καὶ μετ᾿ εὐφροσύνης ἦγον ἡμέρας ὀκτὼ σκηνωμάτων τρόπον, μνημονεύοντες ὡς πρὸ μικροῦ χρόνου τὴν τῶν σκηνῶν ἑορτὴν ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ ἐν τοῖς σπηλαίοις θηρίων τρόπον ἦσαν νεμόμενοι.
Β Μακ. 10,6 Εώρτασαν δε επί οκτώ ημέρας με πολλήν χαράν κατά τον ίδιον τρόπον, που εόρταζαν την εορτήν της Σκηνοπηγίας, ενθυμούμενοι ότι προ ολίγου χρόνου είχαν εορτάσει την εορτήν της Σκηνοπηγίας, παραμένοντες και τρεφόμενοι εις τα όρη και εις τα σπήλαια, όπως τα άγρια θηρία.
Β Μακ. 10,7 διὸ θύρσους καὶ κλάδους ὡραίους, ἔτι δὲ φοίνικας ἔχοντες ὕμνους ἀνέφερον τῷ εὐοδώσαντι καθαρισθῆναι τὸν ἑαυτοῦ τόπον.
Β Μακ. 10,7 Δια τούτο έχοντες εις τα χέρια των ράβδους στολισμένας με φύλλα και κρατούντες ωραίους πράσινους κλάδους, καθώς επίσης και φοίνικας, έψαλλαν ύμνους προς δόξαν του Θεού, ο οποίος τους κατευώδωσε να πραγματοποιήσουν τον καθαρισμόν του ναού του.
Β Μακ. 10,8 ἐδογμάτισαν δὲ μετὰ κοινοῦ προστάγματος καὶ ψηφίσματος παντὶ τῷ τῶν Ἰουδαίων ἔθνει κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἄγειν τάσδε τὰς ἡμέρας.
Β Μακ. 10,8 Καθιέρωσαν δε με ένα δημόσιον διάταγμα, που εψηφίσθη από όλον τον λαόν, ότι όλον το ιουδαϊκόν έθνος κάθε έτος θα πανηγυρίζη τας ημέρας αυτάς.
Β Μακ. 10,9 καὶ τὰ μὲν τῆς Ἀντιόχου τοῦ προσαγορευθέντος Ἐπιφανοῦς τελευτῆς οὕτως εἶχε.
Β Μακ. 10,9 Και αυτά μεν ήσαν τα γεγονότα τα συμβάντα περί τον θάνατον του Αντιόχου του επονομασθέντος Επιφανούς.
Β Μακ. 10,10 Νυνὶ δὲ τὰ κατὰ τὸν Εὐπάτορα Ἀντίοχον, υἱὸν δὲ τοῦ ἀσεβοῦς γενόμενον δηλώσομεν, αὐτὰ συντέμνοντες τὰ τῶν πολέμων κακά.
Β Μακ. 10,10 Τωρα δε θα κάμωμεν λόγον δια τα αφορώντα τον Αντίοχον τον Ευπάτορα, υιόν του ασεβούς εκείνου βασιλέως, εκθέτοντες με συντομίαν τα εκ των πολέμων κακά επί της βασιλείας του.
Β Μακ. 10,11 αὐτὸς γὰρ παραλαβὼν βασιλείαν ἀνέδειξεν ἐπὶ τῶν πραγμάτων Λυσίαν τινά, Κοίλης δὲ Συρίας καὶ Φοινίκης στρατηγὸν πρώταρχον.
Β Μακ. 10,11 Αυτός, αφού παρέλαβε την βασιλείαν, κατέστησεν επικεφαλής των πραγμάτων του βασιλείου του κάποιον Λυσίαν, ανώτατον στρατιωτικόν διοικητήν της Κοίλης Συρίας και της Φοινίκης.
Β Μακ. 10,12 Πτολεμαῖος γὰρ ὁ καλούμενος Μάκρων τὸ δίκαιον συντηρεῖν προηγούμενος εἰς τοὺς Ἰουδαίους διὰ τὴν γεγονυῖαν εἰς αὐτοὺς ἀδικίαν ἐπειρᾶτο τὰ πρὸς αὐτοὺς εἰρηνικῶς διεξάγειν.
Β Μακ. 10,12 Διότι ο Πτολεμαίος, ο επονομαζόμενος Μακρων, πρώτος αυτός ανεγνώρισε το δίκαιον των Ιουδαίων και δια την επανόρθωσιν των αδικιών, που είχαν γίνει εις αυτούς, προσεπάθει να τους κυβερνήση κατά τρόπον ειρηνικόν.
Β Μακ. 10,13 ὅθεν κατηγορούμενος ὑπὸ τῶν φίλων πρὸς τὸν Εὐπάτορα καὶ προδότης παρέκαστα ἀκούων διὰ τὸ τὴν Κύπρον ἐμπιστευθέντα ὑπὸ τοῦ Φιλομήτορος ἐκλιπεῖν καὶ πρὸς Ἀντίοχον τὸν Ἐπιφανῆ ἀναχωρῆσαι μήτ᾿ εὐγενῆ τὴν ἐξουσίαν ἔχων, ὑπ᾿ ἀθυμίας φαρμακεύσας ἑαυτὸν ἐξέλιπε τὸν βίον.
Β Μακ. 10,13 Δια το γεγονός όμως αυτό κατηγορήθη από τους φίλους του βασιλέως ενώπιον του Ευπάτορος. Δια τον λόγον αυτόν, αλλά και διότι εις κάθε περίστασιν ωνομάζετο προδότης επειδή είχεν εγκαταλείψει την Κυπρον, που του είχεν εμπιστευθή ο Φιλομήτωρ και είχε προσχωρήσει με το μέρος του Αντιόχου του Επιφανούς, και επειδή δεν κατείχε πλέον καμμίαν θέσιν, όπως αρμόζει εις ένα ευγενή, κατελήφθη από μελαγχολίαν εδηλητηρίασε τον εαυτόν του και έθεσε τέρμα εις την ζωήν του.
Β Μακ. 10,14 Γοργίας δὲ γενόμενος στρατηγὸς τῶν τόπων ἐξενοτρόφει καὶ παρέκαστα πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἐπολεμοτρόφει.
Β Μακ. 10,14 Ο δε Γοργίας, όταν έγινε στρατηγός των περιοχών εκείνων, εστρατολόγησε μισθοφορικά στρατεύματα και εις κάθε παρουσιαζομένην ευκαιρίαν επολεμούσε εναντίον των Ιουδαίων.
Β Μακ. 10,15 ὁμοῦ δὲ τούτῳ καὶ οἱ Ἰδουμαῖοι ἐγκρατεῖς ἐπικαίρων ὀχυρωμάτων ὄντες ἐγύμναζον τοὺς Ἰουδαίους, καὶ τοὺς φυγαδευθέντας ἀπὸ Ἱεροσολύμων προσλαβόμενοι πολεμοτροφεῖν ἐπεχείρουν.
Β Μακ. 10,15 Συγχρόνως δε με αυτόν και οι Ιδουμαίοι εκυρίευαν σπουδαία οχυρώματα και παρενοχλούσαν τους Ιουδαίους· επίσης εδέχοντο και εκείνους, οι οποίοι εξωρίζοντο από την Ιερουσαλήμ, και εφρόντιζαν με αυτούς να διατηρούν τον πόλεμον.
Β Μακ. 10,16 οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ποιησάμενοι λιτανείαν καὶ ἀξιώσαντες τὸν Θεὸν σύμμαχον αὐτοῖς γενέσθαι, ἐπὶ τὰ τῶν Ἰδουμαίων ὀχυρώματα ὥρμησαν,
Β Μακ. 10,16 Ο Μακκαβαίος και οι άνδρες του, αφού προσηυχήθησαν με ευλάβειαν προς τον Θεόν και τον παρεκάλεσαν με πίστιν να συμπαρασταθή ως σύμμαχός των, ώρμησαν εναντίον των οχυρωμάτων, που κατείχαν οι Ιδουμαίοι.
Β Μακ. 10,17 οἷς καὶ προσβαλόντες εὐρώστως ἐγκρατεῖς ἐγένοντο τῶν τόπων πάντας τε τοὺς ἐπὶ τῷ τείχει μαχομένους ἠμύναντο κατέσφαζόν τε τοὺς ἐμπίπτοντας, ἀνεῖλον δὲ οὐχ ἦττον τῶν δισμυρίων.
Β Μακ. 10,17 Επετέθησαν εναντίον αυτών με μεγάλην ευρωστίαν και δύναμιν, εκυρίευσαν όλους τους τόπους των, κατεπολέμησαν τους υπερασπιστάς των τειχών και εκείνους, οι οποίοι έπιπτον εις τα χέρια των, τους κατέσφαζαν. Εφόνευσαν δε έτσι οχι ολιγωτέρους από είκοσι χιλιάδας.
Β Μακ. 10,18 συμφυγόντων δὲ οὐκ ἔλαττον τῶν ἐνακισχιλίων εἰς δύο πύργους ὀχυροὺς εὖ μάλα καὶ πάντα τὰ πρὸς πολιορκίαν ἔχοντας,
Β Μακ. 10,18 Μερικοί δε από τους εχθρούς, τουλάχιστον εννέα χιλιάδες, κατέφυγαν εις δυο οχυρωτάτους πύργους, που είχαν μέσα όλα όσα τους εχρειάζοντο, δια να κρατήσουν την πολιορκίαν και να αμυνθούν.
Β Μακ. 10,19 ὁ Μακκαβαῖος εἰς ἐπείγοντας τόπους ἀπολιπὼν Σίμωνα καὶ Ἰώσηφον, ἔτι δὲ καὶ Ζακχαῖον καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ ἱκανοὺς πρὸς τὴν τούτων πολιορκίαν, αὐτὸς ἐχωρίσθη.
Β Μακ. 10,19 Ο Μακκαβαίος αφήσας τον Σιμωνα και τον Ιώσηφον, όπως επίσης και τον Ζακχαίον και μαζή με αυτούς αρκετούς άνδρας δια την πολιορκίαν των δύο πύργων, αυτός απεμακρύνθη από την περιοχήν εις σπουδαιοτέρας τοποθεσίας.
Β Μακ. 10,20 οἱ δὲ περὶ τὸν Σίμωνα φιλαργυρήσαντες ὑπό τινων τῶν ἐν τοῖς πύργοις ἐπείσθησαν ἀργυρίῳ· ἑπτάκις δὲ μυριάδας δραχμὰς λαβόντες εἴασάν τινας διαῤῥυῆναι.
Β Μακ. 10,20 Οι στρατιώται όμως του Σιμωνος, φιλάργυροι καθώς ήσαν, εδελεάσθησαν από τα αργύρια, που τους επρότειναν οι έγκλειστοι στους πύργους. Αφού δε έλαβαν εβδομήκοντα χιλιάδες δραχμάς, επέτρεψαν εις μερικούς από τους πολιορκημένους να διαφύγουν.
Β Μακ. 10,21 προσαγγελθέντος δὲ τῷ Μακκαβαίῳ περὶ τοῦ γεγονότος, συναγαγὼν τοὺς ἡγουμένους τοῦ λαοῦ κατηγόρησεν ὡς ἀργυρίου πεπράκασι τοὺς ἀδελφούς, τοὺς πολεμίους κατ᾿ αὐτῶν ἀπολύσαντες.
Β Μακ. 10,21 Οταν ο Μακκαβαίος επληροφορήθη το γεγονός, συνεκέντρωσε τους αρχηγούς του λαού και κατηγόρησε τους ανθρώπους αυτούς, ότι επώλησαν αντί αργυρίου τους αδελφούς των, εφ' όσον αφήκαν ελευθέρους τους εχθρούς των να διαφύγουν ωπλισμένοι και τους έδωσαν την ευκαιρίαν να στραφούν εναντίον των.
Β Μακ. 10,22 τούτους μὲν οὖν προδότας γενομένους ἀπέκτεινε καὶ παραχρῆμα τοὺς δύο πύργους κατελάβετο.
Β Μακ. 10,22 Αυτούς μέν, λοιπόν, οι οποίοι αντί χρημάτων έγιναν προδόται, εθανάτωσε, κατέλαβε δε αμέσως τους δύο πύργους.
Β Μακ. 10,23 τοῖς δὲ ὅπλοις τὰ πάντα ἐν ταῖς χερσὶν εὐοδούμενος ἀπώλεσεν ἐν τοῖς δυσὶν ὀχυρώμασι πλείους τῶν δισμυρίων.
Β Μακ. 10,23 Επιτυχώς δε πάντοτε διεξάγων τας πολεμικάς του επιχειρήσεις εφόνευσεν εις τα δύο αυτά φρούρια πλέον των είκοσι χιλιάδων ανδρών.
Β Μακ. 10,24 Τιμόθεος δὲ ὁ πρότερον ἡττηθεὶς ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων συναγαγὼν ξένας δυνάμεις παμπληθεῖς καὶ τοὺς τῆς Ἀσίας γενομένους ἵππους συναθροίσας οὐκ ὀλίγους, παρῆν ὡς δορυάλωτον ληψόμενος τὴν Ἰουδαίαν.
Β Μακ. 10,24 Ο Τιμόθεος, ο οποίος προηγουμένως είχε νικηθή από τους Ιουδαίους, συνεκέντρωσε πλήθος ξένων στρατιωτών, όπως επίσης και πολυάριθμον ιππικόν από την Ασίαν και παρουσιάσθη εντός ολίγου εις την Ιουδαίαν, δια να την κατακτήση με τα όπλα.
Β Μακ. 10,25 οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον συνεγγίζοντος αὐτοῦ, πρὸς ἱκετείαν τοῦ Θεοῦ ἐτράπησαν γῇ τὰς κεφαλὰς καταπάσαντες καὶ τὰς ὀσφύας σάκκοις ζώσαντες,
Β Μακ. 10,25 Ο Μακκαβαίος και οι περί αυτόν, όταν έφθασεν ο Τιμόθεος, εστράφησαν εις θερμήν προσευχήν προς τον Θεόν. Ερριψαν χώμα εις την κεφαλήν των, εζώσθησαν σάκκους εις την μέσην των,
Β Μακ. 10,26 ἐπὶ τὴν ἀπέναντι τοῦ θυσιαστηρίου κρηπῖδα προσπεσόντες, ἠξίουν ἵλεων αὐτοῖς γενόμενν ἐχθρεῦσαι τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν καὶ ἀντικεῖσθαι τοῖς ἀντικειμένοις, καθὼς ὁ νόμος διασαφεῖ.
Β Μακ. 10,26 εγονάτισαν εις την βάσιν του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων και παρεκάλεσαν τον Κυριον να φανή ίλεως εις αυτούς, να γίνη δε εχθρός στους εχθρούς των και πολέμιος στους πολεμίους των, όπως και ο Νομος σαφώς αναφέρει.
Β Μακ. 10,27 γενόμενοι δὲ ἀπὸ τῆς δεήσεως, ἀναλαβόντες τὰ ὅπλα προῆγον ἀπὸ τῆς πόλεως ἐπὶ πλεῖον· συνεγγίσαντες δὲ τοῖς πολεμίοις ἐφ᾿ ἑαυτῶν ἦσαν.
Β Μακ. 10,27 Μετά δε την προσευχήν των επήραν τα όπλα και εξήλθαν από την πόλιν εις μακρυνήν απόστασαν. Οταν έφθασαν κοντά στους εχθρούς, εσταμάτησαν.
Β Μακ. 10,28 ἄρτι δὲ τῆς ἀνατολῆς διαδεχομένης προσέβαλον ἑκάτεροι, οἱ μὲν ἔγγυον ἔχοντες εὐημερίας καὶ νίκης μετ᾿ ἀρετῆς τὴν ἐπὶ τὸν Κύριον καταφυγήν, οἱ δὲ καθηγεμόνα τῶν ἀγώνων ταττόμενοι τὸν θυμόν.
Β Μακ. 10,28 Μολις δε υπέφωσκεν η ανατολή, ήλθον εις σύρραξιν οι δύο αντίπαλοι εχθροί, οι μεν Ιουδαίοι είχον ως εγγύησιν της επιτυχίας της νίκης των, εκτός της ανδρείας των, την βοήθειαν προ παντός του Θεού, προς τον οποίον κατέφυγαν, οι άλλοι δε είχον τον θυμόν των ως οδηγόν κατά την μάχην.
Β Μακ. 10,29 γενομένης δὲ καρτερᾶς μάχης, ἐφάνησαν τοῖς ὑπεναντίοις ἐξ οὐρανοῦ ἐφ᾿ ἵππων χρυσοχαλίνων ἄνδρες πέντε διαπρεπεῖς, καὶ ἀφηγούμενοι τῶν Ἰουδαίων,
Β Μακ. 10,29 Κατά την έντασιν δε της μεγάλης εκείνης μάχης εφάνησαν από τον ουρανόν στους εχθρούς πέντε άνδρες που άστραφταν επάνω εις ίππους με χρυσά χαλινάρια και οι οποίοι εφαίνοντο ωσάν αρχηγοί των Ιουδαίων.
Β Μακ. 10,30 οἳ καὶ τὸν Μακκαβαῖον μέσον λαβόντες καὶ σκεπάζοντες ταῖς ἑαυτῶν πανοπλίαις ἄτρωτον διεφύλαττον, εἰς δὲ τοὺς ὑπεναντίους τοξεύματα καὶ κεραυνοὺς ἐξεῤῥίπτουν· διὸ συγχυθέντες ἀορασίᾳ κατεκόπτοντο ταραχῆς πεπληρωμένοι.
Β Μακ. 10,30 Αυτοί είχαν και τον Μακκαβαίον στο μέσον αυτών και σκεπάζοντες αυτόν με τας πανοπλίας των τον διεφύλαττον άτρωτον από τα βέλη, ενώ συγχρόνως έρριπτον εναντίον των εχθρών βέλη και κεραυνούς. Οι εχθροί ένεκα τυφλώσεως περιέπεσαν εις σύγχυσιν και κυριευθέντες από ταραχήν κατεκόπτοντο από τους Ιουδαίους.
Β Μακ. 10,31 κατεσφάγησαν δὲ δισμύριοι πρὸς τοῖς πεντακοσίοις, ἱππεῖς δὲ ἑξακόσιοι.
Β Μακ. 10,31 Εφονεύθησαν είκοσι χιλιάδες πεντακόσιοι πεζοί και εξακόσιοι ιππείς.
Β Μακ. 10,32 αὐτὸς δὲ ὁ Τιμόθεος συνέφυγεν εἰς Γάζαρα λεγόμενον ὀχύρωμα, εὖ μάλα φρούριον, στρατηγοῦντος ἐκεῖ Χαιρέου.
Β Μακ. 10,32 Ο ίδιος δε ο Τιμόθεος, δια να σωθή, κατέφυγεν εις μίαν οχυράν θέσιν λεγομένην Γαζαρα· εις φρούριον δηλαδή πολύ ισχυρόν, του οποίου διοικητής ήτο ο Χαιρέας.
Β Μακ. 10,33 οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἄσμενοι περιεκάθισαν τὸ φρούριον ἡμέρας τέσσαρας.
Β Μακ. 10,33 Ο Μακκαβαίος και οι περί αυτόν χαρούμενοι και βέβαιοι δια την νίκην περιεκύκλωσαν το φρούριον αυτό επί τέσσαρας ημέρας.
Β Μακ. 10,34 οἱ δὲ ἔνδον τῇ ἐρυμνότητι τοῦ τόπου πεποιθότες ὑπεράγαν ἐβλασφήμουν καὶ λόγους ἀθεμίτους προΐεντο.
Β Μακ. 10,34 Οι πολιορκούμενοι έχοντες πεποίθησιν στο οχυρόν και απόκρημνον της θέσεως αυτής εξεστόμιζεν φοβεράς βλασφημίας και εξεσφενδόνιζαν ασεβείς φράσεις εναντίον του Θεού.
Β Μακ. 10,35 ὑποφαινούσης δὲ τῆς πέμπτης ἡμέρας, εἴκοσι νεανίαι τῶν περὶ τὸν Μακκαβαῖον πυρωθέντες τοῖς θυμοῖς διὰ τὰς βλασφημίας, προσβαλόντες τῷ τείχει ἀῤῥενωδῶς καὶ θηριώδει θυμῷ τὸν ἐμπίπτοντα ἔκοπτον.
Β Μακ. 10,35 Οταν όμως ήρχισε να υποφώσκη η πέμπτη ημέρα, είκοσι νεαροί άνδρες από το στράτευμα του Μακκαβαίου. Των οποίων η ψυχή είχεν ανάψει από θυμόν δια τας βλασφημίας αυτού επετέθησαν με γενναιότητα εναντίον του τείχους και με θάρρος θηρίων έσφαζαν καθένα, που ευρίσκετο εμπρός των.
Β Μακ. 10,36 ἕτεροι δὲ ὁμοίως προσαναβάντες ἐν τῷ περισπασμῷ πρὸς τοὺς ἔνδον, ἐνεπίμπρων τοὺς πύργους καὶ πυρὰς ἀνάψαντες ζῶντας τοὺς βλασφήμους κατέκαιον. οἱ δὲ τὰς πύλας διέκοπτον, εἰσδεξάμενοι δὲ τὴν λοιπὴν τάξιν προκατελάβοντο τὴν πόλιν.
Β Μακ. 10,36 Καθ' ον χρόνον αυτοί ήσαν απησχολημένοι με τους εντός του φρουρίου εχθρούς, άλλοι Ιουδαίοι στρατιώται ανήρχοντο κατά τον ίδιον τρόπον όπισθεν από αυτούς εις το τείχος και έκαιαν τους πύργους και ανάπτοντες πυράς έκαιαν ζωντανούς τους βλασφήμους. Αλλοι έσπαζαν τας πύλας, δια να ανοίξουν δρόμον στον υπόλοιπον στρατόν, και έτσι κατέλαβαν την πόλιν.
Β Μακ. 10,37 καὶ τὸν Τιμόθεον ἀποκεκρυμμένον ἔν τινι λάκκῳ κατέσφαξαν καὶ τὸν τούτου ἀδελφὸν Χαιρέαν καὶ τὸν Ἀπολλοφάνην.
Β Μακ. 10,37 Και τον Τιμόθεον κρυμμένον εις κάποιον λάκκον τον εφόνευσαν, όπως επίσης τον αδελφόν του Χαιρέαν και τον Απολλοφάνην.
Β Μακ. 10,38 ταῦτα δὲ διαπραξάμενοι μεθ᾿ ὕμνων καὶ ἐξομολογήσεων εὐλόγουν τῷ Κυρίῳ τῷ μεγάλως εὐεργετοῦντι τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸ νῖκος αὐτοῖς διδόντι.
Β Μακ. 10,38 Επειτα δε από τα ηρωϊκά αυτά κατορθώματα ευλογούσαν με ύμνους και δοξολογίας τον Κυριον, ο οποίος πλουσίως ευεργετούσε τον ισραηλιτικόν λαόν και έδιδεν εις αυτούς την νίκην.
Β Μακ. 11,1 Μετ᾿ ὀλίγον δὲ παντελῶς χρόνον Λυσίας ἐπίτροπος τοῦ βασιλέως καὶ συγγενὴς καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων λίαν βαρέως φέρων ἐπὶ τοῖς γεγονόσι,
Β Μακ. 11,1 Επειτα από πολύ ολίγον χρόνον ο Λυσίας, ο επίτροπος και συγγενής του βασιλέως, ο υπεύθυνος δια την διοίκησιν των βασιλικών πραγμάτων, έφερε πολύ βαρέως την δυσμενεστάτην εξέλιξιν των γεγονότων.
Β Μακ. 11,2 συναθροίσας περὶ τὰς ὀκτὼ μυριάδας καὶ τὴν ἵππον πᾶσαν, παρεγένετο ἐπὶ τοὺς Ἰουδαίους λογιζόμενος τὴν μὲν πόλιν Ἕλλησιν οἰκητήριον ποιήσειν,
Β Μακ. 11,2 Αφού λοιπόν συνεκέντρωσεν ογδοήκοντα χιλιάδας πεζούς και όλον το ιππικόν, εξεστράτευσεν εναντίον των Ιουδαίων έχων απόφασιν την Ιερουσαλήμ να κάμη κατοικητήριον των Ελλήνων,
Β Μακ. 11,3 τὸ δὲ ἱερὸν ἀργυρολόγητον, καθὼς τὰ λοιπὰ τῶν ἐθνῶν τεμένη, πρατὴν δὲ τὴν ἀρχιερωσύνην κατ᾿ ἔτος ποιήσειν,
Β Μακ. 11,3 εις δε τον ιερόν ναόν να επιβάλη φόρον, όπως είχε κάμει και στους άλλους ναούς των ειδωλολατρικών εθνών, να πωλή δε κάθε χρόνον και το αξίωμα της αρχιερωσύνης.
Β Μακ. 11,4 οὐδαμῶς ἐπιλογιζόμενος τὸ τοῦ Θεοῦ κράτος, πεφρενωμένος δὲ ταῖς μυριάσι τῶν πεζῶν καὶ ταῖς χιλιάσι τῶν ἱππέων καὶ τοῖς ἐλέφασι τοῖς ὀγδοήκοντα.
Β Μακ. 11,4 Αυτά εγωϊστικώς εσκέπτετο έχων πλήρη πεποίθησιν εις τας δεκάδας χιλιάδας του πεζικού του, εις τας χιλιάδας των ιππέων του και στους ογδοήκοντα ελέφαντάς του, χωρίς να λαμβάνη υπ' όψιν την δύναμιν του Θεού.
Β Μακ. 11,5 εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ συνεγγίσας Βαιθσούρᾳ, ὄντι μὲν ἐρυμνῷ χωρίῳ, ἀπὸ δὲ Ἱεροσολύμων ἀπέχοντι ὡσεὶ σταδίους πέντε, τοῦτο ἔθλιβεν.
Β Μακ. 11,5 Αφού, λοιπόν, εισήλθεν εις την Ιουδαίαν επροχώρησε πλησίον εις την Βαιθσούραν, θέσιν οχυρωτάτην, που απείχε πέντε περίπου στάδια από την Ιερουσαλήμ, και την επίεζε με ισχυράν δύναμιν.
Β Μακ. 11,6 ὡς δὲ μετέλαβον οἱ περὶ τὸν Μακκαβαῖον πολιορκοῦντα αὐτὸν τὰ ὀχυρώματα, μετ᾿ ὀδυρμῶν καὶ δακρύων ἱκέτευον σὺν τοῖς ὄχλοις τὸν Κύριον ἀγαθὸν ἄγγελον ἀποστεῖλαι πρὸς σωτηρίαν τῷ Ἰσραήλ.
Β Μακ. 11,6 Οταν δε ο Μακκαβαίος και οι άνδρες του επληροφορήθησαν, ότι ο Λυσίας πολιορκεί αυτήν την οχυράν θέσιν, παρεκάλουν αυτοί και όλος ο λαός τον Θεόν με οδυρμούς και δάκρυα, να αποστείλη άγγελον αγαθόν προς σωτηρίαν του Ισραηλιτικού λαού.
Β Μακ. 11,7 αὐτὸς δὲ πρῶτος ὁ Μακκαβαῖος ἀναλαβὼν τὰ ὅπλα προετρέψατο τοὺς ἄλλους, ἅμα αὐτῷ διακινδυνεύοντας ἐπιβοηθεῖν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· ὁμοῦ δὲ καὶ προθύμως ἐξώρμησαν.
Β Μακ. 11,7 Πρώτος δε ο Μακκαβαίος επήρε τα όπλα, παρεκίνησε δε και όλους τους άλλους να βοηθήσουν τους αδελφούς των, οσονδήποτε και αν επρόκειτο να διακινδυνεύσουν. Εκείνοι δε ώρμησαν ποοθύμως μαζή με αυτόν.
Β Μακ. 11,8 αὐτόθι δὲ καὶ πρὸς τοῖς Ἱεροσολύμοις ὄντων, ἐφάνη προηγούμενος αὐτῶν ἔφιππος ἐν λευκῇ ἐσθῆτι, πανοπλίαν χρυσῆν κραδαίνων.
Β Μακ. 11,8 Οταν δε έφθασαν κοντά εις την Ιερουσαλήμ, παρουσιάσθη επικεφαλής των ένας ιππεύς ενδεδυμένος λευκά, ο οποίος επέσειεν ένα χρυσόν οπλισμόν.
Β Μακ. 11,9 ὁμοῦ δὲ πάντες εὐλόγησαν τὸν ἐλεήμονα Θεὸν καὶ ἐπεῤῥώσθησαν ταῖς ψυχαῖς, οὐ μόνον ἀνθρώπους ἀλλὰ καὶ θῆρας τοὺς ἀγριωτάτους καὶ σιδηρᾶ τείχη τιτρώσκειν ὄντες ἕτοιμοι,
Β Μακ. 11,9 Τοτε όλοι μαζή εδοξολόγησαν τον ελεήμονα Θεόν και επήραν θάρρος, έτοιμοι πλέον να διατρυπήσουν όχι μόνον ανθρώπους αλλά και τα αγριώτατα θηρία και σιδηρένια ακόμα τείχη.
Β Μακ. 11,10 προῆγον ἐν διασκευῇ τὸν ἀπ᾿ οὐρανοῦ σύμμαχον ἔχοντες, ἐλεήσαντος αὐτοὺς τοῦ Κυρίου.
Β Μακ. 11,10 Επροχωρούσαν εις πολεμικήν παράταξιν, έχοντες ως σύμμαχόν των τον ουράνιον Θεόν, ο οποίος τόσον ελεήμων εφάνη προς αυτούς.
Β Μακ. 11,11 λεοντηδὸν δὲ ἐντινάξαντες εἰς τοὺς πολεμίους κατέστρωσαν αὐτοὺς χιλίους πρὸς τοῖς μυρίοις, ἱππεῖς δὲ ἑξακοσίους πρὸς τοῖς χιλίοις· τοὺς δὲ πάντας ἠνάγκασαν φυγεῖν.
Β Μακ. 11,11 Ως λέοντες δε εξώρμησαν εναντίον των πολεμίων και έστρωσαν κατά γης νεκρούς ένδεκα χιλιάδας πεζούς και χιλίους εξακοσίους ιππείς. Ολους δε τους υπολοίπους ηνάγκασαν να τραπούν εις φυγήν.
Β Μακ. 11,12 οἱ πλείονες δὲ αὐτῶν τραυματίαι γυμνοὶ διεσώθησαν, καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Λυσίας αἰσχρῶς φεύγων διεσώθη.
Β Μακ. 11,12 Οι περισσότεροι από αυτούς διέφυγαν πληγωμένοι και γυμνοί από τα όπλα των. Και αυτός ακόμη ο Λυσίας διεσώθη με επαίσχυντον φυγήν.
Β Μακ. 11,13 οὐκ ἄνους δὲ ὑπάρχων, πρὸς ἑαυτὸν ἀντιβάλλων τὸ γεγονὸς περὶ ἑαυτὸν ἐλάσσωμα καὶ συννοήσας ἀνικήτους εἶναι τοὺς Ἑβραίους, τοῦ πάντα δυναμένου Θεοῦ συμμαχοῦντος αὐτοῖς, προσαποστείλας
Β Μακ. 11,13 Επειδή όμως δεν ήτο ανόητος, εσκέφθη καθ' εαυτόν, εμελέτησε την αποτυχίαν και επείσθη, ότι οι Εβραίοι είναι ανίκητοι, διότι έχουν σύμμαχόν των τον παντοδύναμον Θεόν.
Β Μακ. 11,14 ἔπεισε συλλύσεσθαι ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις, καὶ διότι καὶ τὸν βασιλέα πείσειν φίλον αὐτοῖς ἀναγκάζειν γενέσθαι.
Β Μακ. 11,14 Εστειλε, λοιπόν, προς αυτούς ανθρώπους και επρότεινε συμφιλίωσιν με όρους δικαίους και ίσους μεταξύ των. Διότι ανέλαβεν επί πλέον την υποχρέωσιν να πείση και τον βασιλέα και να τον πειθαναγκάση να γίνη φίλος των.
Β Μακ. 11,15 ἐνέπνευσε δὲ ὁ Μακκαβαῖος ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ὁ Λυσίας παρεκάλει, τοῦ συμφέροντος φροντίζων· ὅσα γὰρ ὁ Μακκαβαῖος ἐπέδωκε τῷ Λυσίᾳ διὰ γραπτῶν περὶ τῶν Ἰουδαίων, συνεχώρησεν ὁ βασιλεύς.
Β Μακ. 11,15 Ο Μακκαβαίος συγκατένευσεν εις όλα όσα επρότεινεν ο Λυσίας ως ανταποκρινόμενα στο συμφέρον όλων. Διότι όλους τους όρους, τους οποίους ο Μακκαβαίος επέδωσε γραπτώς στον Λυσίαν υπέρ των Ιουδαίων, ο βασιλεύς τους απεδέχθη.
Β Μακ. 11,16 ἦσαν γὰρ αἱ γεγραμμέναι τοῖς Ἰουδαίοις ἐπιστολαί, παρὰ μὲν Λυσίου περιέχουσαι τὸν τρόπον τοῦτον· «Λυσίας τῷ πλήθει τῶν Ἰουδαίων χαίρειν.
Β Μακ. 11,16 Αι δε παρά του Λυσίου επιστολαί αι γραφείσαι προς τους Ιουδαίους περιείχαν τα εξής· “Ο Λυσίας χαιρετίζει το έθνος των Εβραίων.
Β Μακ. 11,17 Ἰωάννης καὶ Ἀβεσσαλὼμ οἱ πεμφθέντες παρ᾿ ὑμῶν, ἐπιδόντες τὸν ὑπογεγραμμένον χρηματισμόν, ἠξίουν περὶ τῶν δι᾿ αὐτοῦ σημαινομένων.
Β Μακ. 11,17 Ο Ιωάννης και ο Αβεσσαλώμ, οι οποίοι εστάλησαν προς ημάς από σας, αφού μας έδωσαν γραπτώς τους όρους σας, εζητούσαν να επικυρώσω και εγώ αυτά, που ήσαν γραμμένα.
Β Μακ. 11,18 ὅσα μὲν οὖν ἔδει καὶ τῷ βασιλεῖ πρσενεχθῆναι, διεσάφησα· ἃ δὲ ἦν ἐνδεχόμενα, συνεχώρησεν.
Β Μακ. 11,18 Οσα μεν λοιπόν έπρεπε να υποβάλω στον βασιλέα, τα κατέστησα εις αυτόν γνωστά. Εκείνος δε παρεχώρησεν ο,τι ήτο δυνατόν να παραχωρηθή.
Β Μακ. 11,19 ἐὰν μὲν οὖν συντηρήσητε τὴν εἰς τὰ πράγματα εὔνοιαν, καὶ εἰς τὸ λοιπὸν πειράσομαι παραίτιος ὑμῖν ἀγαθῶν γενέσθαι.
Β Μακ. 11,19 Εάν, λοιπόν, σεις διατηρήσετε επάνω εις τα πράγματα την φιλικήν στάσιν σας, εγώ θα προσπαθήσω με όλην μου την δύναμιν κατά τον υπόλοιπον χρόνον να γίνω πρόξενος αγαθών εις σας.
Β Μακ. 11,20 ὑπὲρ δὲ τῶν κατὰ μέρος ἐντέταλμαι τούτοις τε καὶ τοῖς παρ᾿ ἐμοῦ διαλεχθῆναι ὑμῖν.
Β Μακ. 11,20 Οσον δε αφορά τας επί μέρους λεπτομερείας, έδωσα εντολήν στους απεσταλμένους σας, όπως και στους ιδικούς μου απεσταλμένους, να συνεννοηθούν με σας.
Β Μακ. 11,21 ἔῤῥωσθε. ἔτους ἑκατοστοῦ τεσσαρακοστοῦ ὀγδόου, Διοσκορινθίου τετράδι καὶ εἰκάδι».
Β Μακ. 11,21 Υγιαίνετε. Ετος εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον της χρονολογίας των Σελευκιδών, εικοστή τετάρτη του μηνός Διοσκορινθίου”.
Β Μακ. 11,22 Ἡ δὲ τοῦ βασιλέως ἐπιστολὴ περιεῖχεν οὕτως· «Βασιλεὺς Ἀντίοχος τῷ ἀδελφῷ Λυσίᾳ χαίρειν.
Β Μακ. 11,22 Η επιστολή δε του βασιλέως περιείχε τα εξής· “ο βασιλεύς Αντίοχος χαιρετίζει τον αδελφόν Λυσίαν.
Β Μακ. 11,23 τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς θεοὺς μεταστάντος, βουλόμενοι τοὺς ἐκ τῆς βασιλείας ἀταράχους ὄντας γενέσθαι πρὸς τὴν τῶν ἰδίων ἐπιμέλειαν,
Β Μακ. 11,23 Του πατρός μου εκδημήσαντος στους θεούς, εγώ επιθυμώ ίνα, εκείνοι που μένουν στο βασίλειόν μου, επιδίδωνται ανενόχλητοι εις τα ειρηνικά των έργα.
Β Μακ. 11,24 ἀκηκοότες τοὺς Ἰουδαίους μὴ συνευδοκοῦντας τῇ τοῦ πατρὸς ἐπὶ τὰ Ἑλληνικὰ μεταθέσει, ἀλλὰ τὴν ἑαυτῶν ἀγωγὴν αἱρετίζοντας καὶ διὰ τοῦτο ἀξιοῦντας συγχωρηθῆναι αὐτοῖς τὰ νόμιμα αὐτῶν·
Β Μακ. 11,24 Επειδή δε επληροφορήθημεν, ότι οι Ιουδαίοι δεν συμφωνούν με την γνώμην του πατρός μου να ασπασθούν τας ειδωλολατρικάς ελληνικάς συνηθείας, αλλά προτιμούν τον ιδικόν των τρόπον ζωής και δια τούτο έχουν την αξίωσιν να επιτραπή εις αυτούς να ζουν σύμφωνα με τους πατροπαραδότους νόμους των,
Β Μακ. 11,25 αἱρούμενοι οὖν καὶ τοῦτο τὸ ἔθνος ἐκτὸς ταραχῆς εἶναι, κρίνομεν τό τε ἱερὸν αὐτοῖς ἀποκατασταθῆναι καὶ πολιτεύεσθαι κατὰ τὰ ἐπὶ τῶν προγόνων αὐτῶν ἔθη.
Β Μακ. 11,25 επειδή δε και ημείς επιθυμούμεν να είναι και τούτο το έθνος έξω από κάθε ταραχήν, κρίνομεν και αποφασίζομεν, όπως επιστραφή εις αυτούς ο ναός των και ζουν σύμφωνα με τα προγονικά των έθιμα.
Β Μακ. 11,26 εὖ οὖν ποιήσεις διαπεμψάμενος πρὸς αὐτοὺς καὶ δοὺς δεξιάς, ὅπως εἰδότες τὴν ἡμετέραν προαίρεσιν εὔθυμοί τε ὦσι καὶ ἡδέως διαγίνωνται πρὸς τὴν τῶν ἰδίων ἀντίληψιν».
Β Μακ. 11,26 Συ δε θα πράξης καλώς να αποστείλης εις αυτούς άνδρας, δια να ανταλλάξουν δεξιάς και αφού γνωρίσουν καλώς την ιδικήν μας αγαθήν προαίρεσιν να είναι χαρούμενοι και ευχαρίστως να επιδίδωνται εις τα ειρηνικά των έργα”.
Β Μακ. 11,27 Πρὸς δὲ τὸ ἔθνος ἡ τοῦ βασιλέως ἐπιστολὴ τοιαύτη ἦν· «Βασιλεὺς Ἀντίοχος τῇ γερουσίᾳ τῶν Ἰουδαίων καὶ τοῖς ἄλλοις Ἰουδαίοις χαίρειν.
Β Μακ. 11,27 Η δε επιστολή του βασιλέως προς το έθνος των Ιουδαίων ήτο η εξής· “ο βασιλεύς Αντίοχος χαιρετίζει την γερουσίαν των Ιουδαίων και όλους τους άλλους Ιουδαίους.
Β Μακ. 11,28 εἰ ἔῤῥωσθε, εἴη ἂν ὡς βουλόμεθα· καὶ αὐτοὶ δὲ ὑγιαίνομεν.
Β Μακ. 11,28 Εάν σεις υγιαίνετε, αυτό είναι σύμφωνον και με την ιδικήν μας επιθυμίαν. Και ημείς επίσης υγιαίνομεν.
Β Μακ. 11,29 ἐνεφάνισεν ἡμῖν ὁ Μενέλαος βούλεσθαι κατελθόντας ὑμᾶς γίνεσθαι πρὸς τοῖς ἰδίοις.
Β Μακ. 11,29 Ο Μενέλαος παρουσίασεν εις ημάς την επιθυμίαν σας, ότι δηλαδή θέλετε να κατέλθετε εις την πάλιν σας και να παραμένετε εις τας ιδικάς σας κατοικίας.
Β Μακ. 11,30 τοῖς οὖν καταπορευομένοις μέχρι τριακάδος Ξανθικοῦ ὑπάρξει δεξιὰ μετὰ τῆς ἀδείας
Β Μακ. 11,30 Οσοι, λοιπόν, επιθυμούν να επανέλθουν μέχρι της τριακοστής ημέρας του μηνός Ξανθικού, θα έχουν ειρήνην και ασφάλειαν.
Β Μακ. 11,31 χρῆσθαι τοὺς Ἰουδαίους τοῖς ἑαυτῶν δαπανήμασι καὶ νόμοις, καθὰ καὶ τὸ πρότερον, καὶ οὐδεὶς αὐτῶν κατ᾿ οὐδένα τρόπον παρενοχληθήσεται περὶ τῶν ἠγνοημένων.
Β Μακ. 11,31 Θα έχουν επίσης το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τροφάς, που επιτρέπεται εις αυτούς ως Ιουδαίους, και να ακολουθούν τους ιδικούς των νόμους, όπως έκαναν και προηγουμένως. Κανείς δε από αυτούς κατ' ουδένα τρόπον δεν θα ενοχληθή δια παραβάσεις, αι οποίαι διεπράχθησαν εξ αγνοίας.
Β Μακ. 11,32 πέπομφα δὲ καὶ τὸν Μενέλαον παρακαλέσοντα ὑμᾶς.
Β Μακ. 11,32 Εστειλα δε και τον Μενέλαον να σας καθησύχαση σχετικώς.
Β Μακ. 11,33 ἔῤῥωσθε. ἔτους ἑκατοστοῦ τεσσαρακοστοῦ ὀγδόου, Ξανθικοῦ πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ».
Β Μακ. 11,33 Υγιαίνετε. Ετος εκστοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον, δεκάτη πέμπτη του μηνός Ξανθικού”.
Β Μακ. 11,34 Ἔπεμψαν δὲ καὶ οἱ Ῥωμαῖοι πρὸς αὐτοὺς ἐπιστολὴν ἔχουσαν οὕτως· «Κόϊντος Μέμμιος, Τίτος Μάνλιος, πρεσβῦται Ῥωμαίων, τῷ δήμῳ τῶν Ἰουδαίων χαίρειν.
Β Μακ. 11,34 Και οι Ρωμαίοι έστειλαν επιστολήν προς τους Ιουδαίους περιέχουσαν τα εξής· “ο Κοϊντος Μέμμιος και ο Τιτος Μανλιος, συγκλητικοί των Ρωμαίων, χαιρετίζουν τον λαόν των Ιουδαίων.
Β Μακ. 11,35 ὑπὲρ ὧν Λυσίας ὁ συγγενὴς τοῦ βασιλέως συνεχώρησεν ὑμῖν, καὶ ἡμεῖς συνευδοκοῦμεν.
Β Μακ. 11,35 Τας παραχωρήσεις εκείνας, τας οποίας έκαμε προς σας ο Λυσίας, ο συγγενής του βασιλέως, και ημείς επίσης παραχωρούμεν.
Β Μακ. 11,36 ἃ δὲ ἔκρινε προσανενεχθῆναι τῷ βασιλεῖ, πέμψατέ τινα παραχρῆμα ἐπισκεψάμενοι περὶ τούτων, ἵνα ἐκθῶμεν ὡς καθήκει ὑμῖν· ἡμεῖς γὰρ προσάγομεν πρὸς Ἀντιόχειαν.
Β Μακ. 11,36 Δι' εκείνα δε τα ζητήματα, τα οποία αυτός εθεώρησε καλόν να υποβάλη προς τον βασιλέα του, στείλατε κάποιον από σας αμέσως να τα εξετάσωμεν μαζή και να τα εκθέσωμεν και ημείς προς τον βασιλέα κατά ένα τρόπον, ο οποίος θα συμφέρη και σας. Διότι ημείς κατ' αυτάς θα μεταβώμεν εις την Αντιοχειαν.
Β Μακ. 11,37 διὸ σπεύσατε καὶ πέμψατέ τινας, ὅπως καὶ ἡμεῖς ἐπιγνῶμεν ὁποίας ἐστὲ γνώμης.
Β Μακ. 11,37 Σπεύσατε λοιπόν και αποστείλατε προς ημάς αντιπροσώπους σας, δια να μάθομεν επί του προκειμένου, ποίαν γνώμην έχετε.
Β Μακ. 11,38 ὑγιαίνετε. ἔτους ἑκατοστοῦ τεσσαρακοστοῦ, Ξανθικοῦ πέμπτῃ καὶ δεκάτῃ».
Β Μακ. 11,38 Υγιαίνετε. Ετος εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον, δεκάτη πέμπτη του μηνός Ξανθικού”.
Β Μακ. 12,1 Γενομένων τῶν συνθηκῶν τούτων, ὁ μὲν Λυσίας ἀπῄει πρὸς τὸν βασιλέα, οἱ δὲ Ἰουδαῖοι περὶ τὴν γεωργίαν ἐγίνοντο.
Β Μακ. 12,1 Αφού συνήφθησαν αυταί αι συνθήκαι, ο μεν Λυσίας απήλθε προς τον βασιλέα, οι δε Ιουδαίοι επανήλθαν εις τας γεωργικάς των εργασίας.
Β Μακ. 12,2 τῶν δὲ κατὰ τόπον στρατηγῶν Τιμόθεος καὶ Ἀπολλώνιος ὁ τοῦ Γενναίους, ἔτι δὲ Ἱερώνυμος καὶ Δημοφῶν, πρὸς δὲ τούτοις Νικάνωρ ὁ Κυπριάρχης οὐκ εἴων αὐτοὺς εὐσταθεῖς καὶ τὰ τῆς ἡσυχίας ἄγειν.
Β Μακ. 12,2 Οι στρατηγοί όμως διαφόρων περιοχών, ο Τιμόθεος και ο Απολλώνιος ο υιός του Γενναίου, ακόμη δε ο Ιερώνυμος και ο Δημοφών, κοντά δε εις αυτούς και ο Νικάνωρ ο κυβερνήτης της Κυπρου, δεν άφηναν τους Ιουδαίους αδιαταράκτους να ζουν εν ειρήνη.
Β Μακ. 12,3 Ἰοππῖται δὲ τηλικοῦτο συνετέλεσαν τὸ δυσσέβημα· παρακαλέσαντες τοὺς σὺν αὐτοῖς οἰκοῦντας Ἰουδαίους ἐμβῆναι εἰς τὰ παρασταθέντα ὑπ᾿ αὐτῶν σκάφη σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις ὡς μηδεμιᾶς ἐνεστώσης πρὸς αὐτοὺς δυσμενείας,
Β Μακ. 12,3 Οι κάτοικοι μάλιστα της Ιόππης διέπραξαν μέγιστον και ασεβέστατον κακούργημα. Προσεκάλεσαν τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την περιοχήν των, να εισέλθουν με τας γυναίκας και τα τέκνα των εις πλοία, τα οποία παρουσίασαν εις αυτούς, διότι, τάχα, δεν υπήρχε καμμία εχθρική διάθεσις εναντίον των.
Β Μακ. 12,4 κατὰ δὲ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ψήφισμα, καὶ τούτων ἐπιδεξαμένων ὡς ἂν εἰρηνεύειν θελόντων καὶ μηδὲν ὕποπτον ἐχόντων, ἐπαναχθέντας αὐτοὺς ἐβύθισαν ὄντας οὐκ ἔλαττον τῶν διακοσίων.
Β Μακ. 12,4 Η δολία αυτή πρότασις έγινε κατόπιν γενικής αποφάσεως των κατοίκων της Ιόππης. Οι Ιουδαίοι ως άνθρωποι, οι οποίοι ήθελαν την ειρήνην και δεν έτρεφαν καμμίαν υποψίαν, απεδέχθησαν την πρότασιν. Οι κάτοικοι της Ιόππης, αφού τους ωδήγησαν με τα σκάφη στο ανοικτόν πέλαγος, τους εβύθισαν και έτσι έπνιξαν οχι ολιγωτέρους από διακοσίους.
Β Μακ. 12,5 μεταλαβὼν δὲ Ἰούδας τὴν γεγονυῖαν εἰς τοὺς ὁμοεθνεῖς ὠμότητα, παραγγείλας τοῖς περὶ αὐτὸν ἀνδράσι
Β Μακ. 12,5 Ο Ιούδας, όταν επληροφορήθη την σκληρότητα αυτήν που έγινε εις βάρος των ομοεθνών του, έδωσεν αναλόγους εντολάς στους περί αυτόν άνδρας.
Β Μακ. 12,6 καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν δίκαιον κριτὴν Θεόν, παρεγένετο ἐπὶ τοὺς μιαιοφόνους τῶν ἀδελφῶν· καὶ τὸν μὲν λιμένα νύκτωρ ἐνέπρησε καὶ τὰ σκάφη κατέφλεξε, τοὺς δὲ ἐκεῖ συμφυγόντας ἐξεκέντησε.
Β Μακ. 12,6 Προσευχηθείς δε και επικαλεσθείς τον δίκαιον κριτήν Θεόν, επήλθεν εναντίον των μιαρών αυτών φονέων των ομοεθνών του. Και τα μεν λιμενικά έργα κατά το διάστημα της νυκτός επυρπόλησε, τα δε πλοία που υπήρχαν στον λιμένα έκαυσε, όσους δε είχαν καταφύγει εκεί, δια να σωθούν, τους κατέσφαξε.
Β Μακ. 12,7 τοῦ δὲ χωρίου συγκλεισθέντος, ἀνέλυσεν ὡς πάλιν ἥξων καὶ τὸ σύμπαν τῶν Ἰοππιτῶν ἐκριζῶσαι πολίτευμα.
Β Μακ. 12,7 Επειδή δε η περιτειχισμένη πόλις ήτο κλειστή, ο Ιούδας ανεχώρησε, δια να επανέλθη και πάλιν, και ξερριζώση όλους τους κατοίκους της Ιόππης.
Β Μακ. 12,8 μεταλαβὼν δὲ καὶ τοὺς ἐν Ἰαμνείᾳ τὸν αὐτὸν ἐπιτελεῖν βουλομένους τρόπον τοῖς παροικοῦσιν Ἰουδαίοις,
Β Μακ. 12,8 Ο Ιούδας επληροφορήθη ακόμη ότι και οι κάτοικοι της Ιαμνείας έχουν τον σκοπόν να διαπράξουν το ίδιον κακούργημα εναντίον των Ιουδαίων, οι οποίοι κατοικούν εκεί κοντά των.
Β Μακ. 12,9 καὶ τοῖς Ἰαμνίταις νυκτὸς ἐπιβαλὼν ὑφῆψε τὸν λιμένα σὺν τῷ στόλῳ, ὥστε φαίνεσθαι τὰς αὐγὰς τοῦ φέγγους εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, σταδίων ὄντων διακοσίων τεσσαράκοντα.
Β Μακ. 12,9 Δι' αυτό κατά τα διάστημα της νυκτός επετέθη εναντίον των Ιαμνιτών, έκαψε τον λιμένα μαζή με τον στόλον, που υπήρχεν εκεί, ώστε αι αναλαμπαί της πυρκαϊάς εφαίνοντο εις τα Ιεροσόλυμα, τα οποία απείχον από εκεί διακόσια τεσσαράκοντα στάδια.
Β Μακ. 12,10 Ἐκεῖθεν δὲ ἀποσπασθέντων σταδίους ἐννέα, ποιουμένων τὴν πορείαν ἐπὶ τὸν Τιμόθεον, προσέβαλον Ἄραβες αὐτῷ οὐκ ἐλάττους τῶν πεντακισχιλίων, ἱππεῖς δὲ πεντακόσιοι.
Β Μακ. 12,10 Οταν ο Ιούδας και οι άνδρες του απεμακρύνθησαν από εκεί εννέα στάδια και εβάδιζαν εναντίον του Τιμοθέου, επετέθησαν εναντίον του Ιούδα Αραβες όχι ολιγότεροι από πέντε χιλιάδας πεζούς και πεντακοσίους ιππείς.
Β Μακ. 12,11 γενομένης δὲ καρτερᾶς μάχης καὶ τῶν περὶ τὸν Ἰούδαν διὰ τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ βοήθειαν εὐημερησάντων, ἐλαττωθέντες οἱ νομάδες Ἄραβες ἠξίουν δοῦναι τὸν Ἰούδαν δεξιὰν αὐτοῖς, ὑπισχνούμενοι καὶ βοσκήματα δώσειν καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ὠφελήσειν αὐτούς.
Β Μακ. 12,11 Κατόπιν μιας σφοδράς μάχης οι περί τον Ιούδαν στρατιώται επέτυχαν με την βοήθειαν του Θεού, να κατανικήσουν τους εχθρούς. Οι νομάδες Αραβες ενικήθησαν και παρακαλούσαν να συμφιλιωθή ο Ιούδας με αυτούς και υπέσχοντο να του δώσουν ζώα, να του φανούν δε ωφέλιμοι και εις αλλά ζητήματα.
Β Μακ. 12,12 Ἰούδας δὲ ὑπολαβὼν ὡς ἀληθῶς ἐν πολλοῖς αὐτοὺς χρησίμους, ἐπεχώρησεν εἰρήνην ἄξειν πρὸς αὐτούς· καὶ λαβόντες δεξιὰς εἰς τὰς σκηνὰς αὐτῶν ἐχωρίσθησαν.
Β Μακ. 12,12 Ο Ιούδας, επειδή επίστευσεν ότι πράγματι οι Αραβες θα του φανούν χρήσιμοι εις πολλά ζητήματα, συγκατετέθη εις σύναψιν ειρήνης με αυτούς. Συμφιλιωθέντες δε οι Αραβες με τον Ιούδαν επέστρεψαν εις τας σκηνάς των.
Β Μακ. 12,13 Ἐπέβαλε δὲ καὶ ἐπί τινα πόλιν γεφυροῦν ὀχυρὰν καὶ τείχεσι περιπεφραγμένην καὶ παμμειγέσιν ἔθνεσι κατοικουμένην, ὄνομα δὲ Κάσπιν.
Β Μακ. 12,13 Ο Ιούδας επετέθη επίσης εναντίον μιας πόλεως οχυράς, η οποία περιεκλείετο από τείχος και κατοικείτο από ανθρώπους διαφόρων εθνών. Αυτή ωνομάζετο Κασπις.
Β Μακ. 12,14 οἱ δ᾿ ἔνδον πεποιθότες τῇ τῶν τειχέων ἐρυμνότητι τῇ τε τῶν βρωμάτων παραθέσει, ἀναγωγότερον ἐχρῶντο τοῖς περὶ τὸν Ἰούδαν λοιδοροῦντες καὶ προσέτι βλασφημοῦντες καὶ λαλοῦντες ἃ μὴ θέμις.
Β Μακ. 12,14 Οι εντός της πόλεως, έχοντες πεποίθηση εις την αντοχήν των τειχών της και εις την άφθονον προμήθειαν τροφίμων, εφέροντο κατά τρόπον πολύ ανάγωγον εναντίον των Ιουδαίων· ύβριζον αυτούς εκστομίζοντες ακόμη και βλασφημίας και απρεπείς λόγους.
Β Μακ. 12,15 οἱ δὲ περὶ τὸν Ἰούδαν ἐπικαλεσάμενοι τὸν μέγαν τοῦ κόσμου δυνάστην, τὸν ἄτερ κριῶν καὶ μηχανῶν ὀργανικῶν κατακρημνίσαντα τὴν Ἱεριχὼ κατὰ τοὺς Ἰησοῦ χρόνους, ἐνέσεισαν θηριωδῶς τῷ τείχει.
Β Μακ. 12,15 Οι στρατιώται του Ιούδα, αφού επεκαλέσθησαν βοηθόν των τον υπέρτατον του κόσμου Κυρίαρχον, ο οποίος χωρίς πολιορκητικούς κριους και άλλας τοιαύτας πολεμικάς μηχανάς κατεκρήμνισε τα τείχη της Ιεριχούς κατά τους χρόνους Ιησού του Ναυή, ώρμησαν ως θηρία εναντίον του τείχους.
Β Μακ. 12,16 καταλαβόμενοί τε τὴν πόλιν τῇ τοῦ Θεοῦ θελήσει, ἀμυθήτους ἐποιήσαντο σφαγάς, ὥστε τὴν παρακειμένην λίμνην, τὸ πλάτος ἔχουσαν σταδίων δύο, κατάῤῥυτον αἵματι πεπληρωμένην φαίνεσθαι.
Β Μακ. 12,16 Με την βοήθειαν του Θεού εκυρίευσαν την πόλιν και προέβησαν εις αναριθμήτους σφαγάς, ώστε η πλησίον εκεί ευρισκομένη λίμνη, που είχε πλάτος δύο στάδια, να φαίνεται ότι ήτο γεμάτη από το αίμα, που είχεν εισρεύσει εις αυτήν.
Β Μακ. 12,17 Ἐκεῖθεν δὲ ἀποσπάσαντες σταδίους ἑπτακοσίους πεντήκοντα διήνυσαν εἰς τὸν Χάρακα πρὸς τοὺς λεγομένους Τουβιήνους Ἰουδαίους.
Β Μακ. 12,17 Από εκεί επροχώρησαν επτακοσίους πεντήκοντα σταδίους και έφθασαν στον Χαρακα, προς τους Ιουδαίους, οι οποίοι ελέγοντο Τουβιήνοι.
Β Μακ. 12,18 καὶ Τιμόθεον μὲν ἐπὶ τῶν τόπων οὐ κατέλαβον, ἄπρακτόν τε ἀπὸ τῶν τόπων ἐκλελυκότα, καταλελοιπότα δὲ φρουρὰν ἔν τινι τόπῳ καὶ μάλα ὀχυράν.
Β Μακ. 12,18 Τον Τιμόθεον δεν τον ευρήκαν στους τόπους εκείνους, διότι είχεν αναχωρήσει άπρακτος από τας περιοχάς εκείνας, αφού αφήκεν στον τόπον μίαν φρουράν πολύ ισχυράν.
Β Μακ. 12,19 Δοσίθεος δὲ καὶ Σωσίπατρος τῶν περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἡγεμόνων ἐξοδεύσαντες ἀπώλεσαν τοὺς ὑπὸ Τιμοθέου καταλειφθέντας ἐν τῷ ὀχυρώματι πλείους τῶν μυρίων ἀνδρῶν.
Β Μακ. 12,19 Δυο όμως από τους περί τον Μακκαβαίον στρατηγούς, ο Δοσίθεος και ο Σωσίπατρος, επήλθον και εκτύπησαν το φρούριον αυτό και εφόνευσαν εκείνους, που είχεν αφήσει εκεί ο Τιμόθεος, άνδρας πλέον των δέκα χιλιάδων.
Β Μακ. 12,20 ὁ δὲ Μακκαβαῖος διατάξας τὴν ἑαυτοῦ στρατιὰν σπειρηδόν, κατέστησεν αὐτοὺς ἐπὶ τῶν σπειρῶν καὶ ἐπὶ τὸν Τιμόθεον ὥρμησεν ἔχοντα περὶ αὐτὸν μυριάδας δώδεκα πεζῶν, ἱππεῖς δὲ χιλίους πρὸς τοῖς πεντακοσίοις.
Β Μακ. 12,20 Ο δε Μακκαβαίος, αφού παρέταξε τον στρατόν του κατά σώματα και κατέστησεν επικεφαλής αυτών τον Σωσίπατρον και Δοσίθεον, ώρμησεν εναντίον του Τιμοθέου, ο οποίος είχε μαζή του εκατόν είκοσι χιλιάδας πεζούς και χιλίους πεντακοσίους ιππείς.
Β Μακ. 12,21 τὴν δὲ ἔφοδον μεταλαβὼν Ἰούδα, ὁ Τιμόθεος προσεξαπέστειλε τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα καὶ τὴν ἄλλην ἀποσκευὴν εἰς τὸ λεγόμενον Καρνίον· ἦν γὰρ δυσπολιόρκητον καὶ δυσπρόσιτον τὸ χωρίον διὰ τὴν τῶν πάντων τῶν τόπων στενότητα.
Β Μακ. 12,21 Ο Τιμόθεος όταν επληροφορήθη την έφοδον αυτήν του Ιούδα εξαπέστειλε τας γυναίκας και τα παιδιά με τας αποσκευάς των εις ασφαλή τόπον, λεγόμενον Καρνίον. Ητο δε αυτό μία περιοχή δυσπολιόρκητος, εις την οποίαν δυσκόλως ημπορούσε να πλησίαση κανείς λόγω της στενότητος όλων των εκεί τόπων.
Β Μακ. 12,22 ἐπιφανείσης δὲ τῆς Ἰούδα σπείρας πρώτης καὶ γενομένου δέους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, φόβου τε ἐκ τῆς τοῦ πάντα ἐφορῶντος ἐπιφανείας γενομένου ἐπ᾿ αὐτούς, εἰς φυγὴν ὥρμησαν ἄλλος ἀλλαχῇ φερόμενος, ὥστε πολλάκις ὑπὸ τῶν ἰδίων βλάπτεσθαι καὶ ταῖς τῶν ξιφῶν ἀκμαῖς ἀναπείρεσθαι.
Β Μακ. 12,22 Οταν όμως ενεφανίσθη το πρώτον στρατιωτικόν σώμα του Ιούδα, επέπεσε δέος στους εχθρούς, ο φόβος και ο τρόμος Εκείνου ο οποίος επιβλέπει τα σύμπαντα. Αυτός ο φόβος κατέλαβε τους εχθρούς, και ετράπησαν εις άτακτον φυγήν και εφέρετο άλλος εδώ άλλος εκεί, ώστε πολλοί αλληλοεφονεύοντο διατρυπώμενοι οπό τας αιχμάς των ιδικών των ξιφών.
Β Μακ. 12,23 ἐποιεῖτο δὲ τὸν διωγμὸν εὐτονώτερον Ἰούδας συγκεντῶν τοὺς ἀλιτηρίους διέφθειρέ τε εἰς μυριάδας τρεῖς ἀνδρῶν.
Β Μακ. 12,23 Ο Ιούδας τους κατεδίωξεν ορμητικώτερα, εκτυπούσε τους κακούργους αυτούς και εφόνευσε τριάκοντα περίπου χιλιάδας άνδρας.
Β Μακ. 12,24 αὐτὸς δὲ ὁ Τιμόθεος ἐμπεσὼν τοῖς περὶ τὸν Δοσίθεον καὶ Σωσίπατρον, ἠξίου μετὰ πολλῆς γοητείας ἐξαφεῖναι σῷον αὐτὸν διὰ τὸ πλειόνων μὲν γονεῖς, ὧν δὲ ἀδελφοὺς ἔχειν καὶ τούτους ἀλογηθῆναι συμβήσεται, εἰ ἀποθάνοι.
Β Μακ. 12,24 Ο ίδιος ο Τιμόθεος έπεσεν εις τα χέρια των ανδρών του Δοσιθέου και του Σωσιπάτρου, τους οποίους εξώρκιζε με πολλήν επιτηδειότητα να τον αφήσουν σώον και υγιή, διαβεβαιών αυτούς, ότι είχε υπό την εξουσίαν του γονείς και αδελφούς πολλών από τους Ιουδαίους, στους οποίους ήτο δυνατόν να συμβή κάτι κακόν, εάν ο ίδιος εφονεύετο.
Β Μακ. 12,25 πιστώσαντος δὲ αὐτοῦ διὰ πλειόνων τὸν ὁρισμὸν ἀποκαταστήσειν τούτους ἀπημάντους, ἀπέλυσαν αὐτὸν ἕνεκα τῆς τῶν ἀδελφῶν σωτηρίας.
Β Μακ. 12,25 Αφού δε με πάρα πολλούς λόγους τους έπεισε, ότι είχε την απόφασιν να επιστρέψη τους ανθρώπους αυτούς, χωρίς να τους κάμη κανένα κακόν, οι Ιουδαίοι τον αφήκαν ελεύθερον χάριν της σωτηρίας των αδελφών των.
Β Μακ. 12,26 Ἐξελθὼν δὲ ἐπὶ τὸ Καρνίον καὶ τὸ Ἀταργατεῖον κατέσφαξε μυριάδας σωμάτων δύο καὶ πεντακισχιλίους.
Β Μακ. 12,26 Ο Ιούδας επήλθεν εναντίον του Καρνίου και στο ιερόν της Αταργάτης εφόνευσεν εικοσιπέντε χιλιάδας άνδρας.
Β Μακ. 12,27 μετὰ δὲ τὴν τούτων τροπὴν καὶ ἀπώλειαν ἐπεστράτευσεν Ἰούδας καὶ ἐπὶ Ἐφρὼν πόλιν ὀχυράν, ἐν ᾗ κατῴκει Λυσίας καὶ πάμφυλα πλήθη· νεανίαι δὲ πρὸ τῶν τειχῶν καθεστῶτες ῥωμαλέοι ἀπεμάχοντο εὐρώστως, ἔνθα δὲ ὀργάνων καὶ βελῶν πολλαὶ παραθέσεις ὑπῆρχον
Β Μακ. 12,27 Μετά την κατατρόπωσιν και την σφαγήν των εχθρών ο Ιούδας εξεστράτευσεν εναντίον της Εφρών, πόλεως οχυράς, μέσα εις την οποίαν κατοικούσαν ο Λυσίας και πλήθος ανθρώπων από διάφορα έθνη. Ρωμαλέοι δε νέοι άνδρες, στρατοπεδευμένοι επάνω εις τα τείχη, εμάχοντο ηρωϊκώς. Μέσα δε εις την πόλιν αυτήν υπήρχε πλήθος πολεμικών μηχανών και μεγάλαι ποσότητες από βέλη.
Β Μακ. 12,28 ἐπικαλεσάμενοι δὲ τὸν Δυνάστην τὸν μετὰ κράτους συντρίβοντα τὰς τῶν πολεμίων ἀλκάς, ἔλαβον τὴν πόλιν ὑποχείριον καὶ κατέστρωσαν τῶν ἔνδον εἰς μυριάδας δύο καὶ πεντακισχιλίους.
Β Μακ. 12,28 Οι Ιουδαίοι προσηυχήθησαν και επεκαλέσθησαν τον παντοδύναμον Κυριον, ο οποίος με την ακατανίκητον ισχύν συντρίβει τας δυνάμεις των εχθρών, και κατέλαβαν υποχείριον την πόλιν και εστρωσαν στο έδαφος τριάκοντα χιλιάδας πεντακοσίους άνδρας νεκρούς.
Β Μακ. 12,29 ἀναζεύξαντες δὲ ἐκεῖθεν ὥρμησαν ἐπὶ Σκυθῶν πόλιν ἀπέχουσαν ἀπὸ Ἱεροσολύμων σταδίους ἐξακοσίους.
Β Μακ. 12,29 Ανεχώρησαν δε από εκεί και ώρμησαν εναντίον της πόλεως των Σκυθών, η οποία απέχει από τα Ιεροσόλυμα εξακόσια στάδια.
Β Μακ. 12,30 ἀπομαρτυρησάντων δὲ τῶν ἐκεῖ κατοικούντων Ἰουδαίων, ἣν οἱ Σκυθοπολῖται ἔσχον πρὸς αὐτοὺς εὔνοιαν καὶ ἐν τοῖς τῆς ἀτυχίας καιροῖς ἥμερον ἀπάντησιν ἐποιοῦντο.
Β Μακ. 12,30 Οι εντός της πόλεως όμως κατοικούντες Ιουδαίοι διεβεβαίωσαν τον Ιούδαν περί της ευνοίας, που έδειξαν εις αυτούς οι Σκυθοπολίται και ότι κατά τους καιρούς των συμφορών των τους περιεποιούντο με πολλήν καλωσύνην.
Β Μακ. 12,31 εὐχαρηστήσαντες αὐτοῖς καὶ προσπαρακαλέσαντες καὶ εἰς τὰ λοιπὰ πρὸς τὸ γένος εὐμενεῖς εἶναι, παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα τῆς τῶν ἑβδομάδων ἑορτῆς οὔσης ὑπογύου.
Β Μακ. 12,31 Ο Ιούδας και οι άνδρες του ηυχαρίστηααν τους κατοίκους της πόλεως και τους παρεκάλεσαν να φανούν ευγενείς και κατά τον υπόλοιπον καιρόν προς το γένος των Ιουδαίον. Επειτα επέστρεψαν εις Ιεροσόλυμα την ημέραν, κατά την οποίαν ήρχιζεν η εορτή Πεντηκοστής.
Β Μακ. 12,32 Μετὰ δὲ τὴν λεγομένην Πεντηκοστὴν ὥρμησαν ἐπὶ Γοργίαν τὸν τῆς Ἰδουμαίας στρατηγόν.
Β Μακ. 12,32 Επειτα από την εορτήν της Πεντηκοστής ώρμησαν εναντίον του Γοργίου, ο οποίος ήτο στρατηγός εις την Ιδουμαίαν.
Β Μακ. 12,33 ἐξῆλθε δὲ μετὰ πεζῶν τρισχιλίων, ἱππέων δὲ τετρακοσίων,
Β Μακ. 12,33 Ο Γοργίας εξήλθε με τρεις χιλιάδας πεζούς και τετρακοσίους ιππείς.
Β Μακ. 12,34 καὶ παραταξαμένων συνέβη πεσεῖν ὀλίγους τῶν Ἰουδαίων.
Β Μακ. 12,34 Γενομένης δε μάχης εφονεύθησαν μερικοί από τους Ιουδαίους.
Β Μακ. 12,35 Δοσίθεος δέ τις τῶν τοῦ Βακήνορος, ἔφιππος ἀνὴρ καὶ καρτερός, εἴχετο τοῦ Γοργίου καὶ λαβόμενος τῆς χλαμύδος ἦγεν αὐτὸν εὐρώστως καὶ βουλόμενος τὸν κατάρατον λαβεῖν ζωγρίαν, τῶν ἱππέων Θρακῶν τινος ἐπενεχθέντος αὐτῷ καὶ τὸν ὦμον καθελόντος διέφυγεν ὁ Γοργίας εἰς Μαρισά.
Β Μακ. 12,35 Καποιος δε ιππεύς, ονόματι Δοσίθεος, από τους στρατιώτας του Βακήνορος, δυνατός ανήρ, επλησίασε τον Γοργίαν και εκράτησεν αυτόν από την χλαμύδα και τον έσυρε με δύναμιν πολλήν, διότι επιθυμούσε να συλλάβη ζωντανόν τον επικατάρατον αυτόν άνθρωπον. Ενας όμως ιππεύς από τους Θράκας ώρμησεν εναντίον του Δοσιθέου, τον εκτύπησε και του απέκοψε τον ώμον και έτσι διεσώθη ο Γοργίας και κατέψυγεν εις Μαρισά.
Β Μακ. 12,36 τῶν δὲ περὶ τὸν Ἔσδριν ἐπὶ πλεῖον μαχομένων καὶ κατακόπων ὄντων, ἐπικαλεσάμενος ὁ Ἰούδας τὸν Κύριον σύμμαχον φανῆναι καὶ προοδηγὸν τοῦ πολέμου,
Β Μακ. 12,36 Οι άνδρες του Εσδριν εμάχοντο επί πολύν χρόνον και είχαν κατεξαντληθή από την κόπωσιν. Τοτε ο Ιούδας προσηυχήθη και επεκαλέσθη τον Κυριον, να φανή σύμμαχος και αρχηγός του πολέμου.
Β Μακ. 12,37 καταρξάμενος τῇ πατρίῳ φωνῇ τὴν μεθ᾿ ὕμνων κραυγήν, ἀναβοήσας καὶ ἐνσείσας ἀπροσδοκήτως τοῖς περὶ τὸν Γοργίαν, τροπὴν αὐτῶν ἐποιήσατο.
Β Μακ. 12,37 Τοτε ήρχισε με την βροντερήν φωνήν του, εις την γλώσσαν των πατέρων του, και εβόησε την πολεμικήν κραυγήν με ύμνους μαζή. Επέπεσε δε αιφνιδίως εναντίον των ανδρών του Γοργίου και τους έτρεψεν εις φυγήν.
Β Μακ. 12,38 Ἰούδας δὲ ἀναλαβὼν τὸ στράτευμα ἦγεν εἰς Ὀδολλὰμ πόλιν· τῆς δὲ ἑβδομάδος ἐπιβαλλούσης, κατὰ τὸν ἐθισμὸν ἁγνισθέντες αὐτόθι τὸ σάββατον διήγαγον.
Β Μακ. 12,38 Επειτα ο Ιούδας επήρε το στράτευμά του και το ωδήγησεν εις την πόλιν Οδολλάμ. Οταν δε ήλθεν η εβδόμη ημέρα της εβδομάδος, εκαθαρίσθησαν σύμφωνα με το έθιμον των Εβραίων και επέρασαν εκεί το Σαββατον.
Β Μακ. 12,39 τῇ δὲ ἐχομένῃ ἦλθον οἱ περὶ τὸν Ἰούδαν καθ᾿ ὃν τρόπον τὸ τῆς χρείας ἐγεγόνει, τὰ τῶν προπεπτωκότων σώματα ἀνακομίσασθαι καὶ μετὰ τῶν συγγενῶν ἀποκαταστῆσαι εἰς τοὺς πατρῴους τάφους.
Β Μακ. 12,39 Κατά δε την επομένην ημέραν ήλθον οι στρατιώται του Ιούδα και, όπως επέβαλλεν ο Νομος να γίνη, εσήκωσαν τα πτώματα των Ιουδαίων εκείνων, οι οποίοι είχαν φονευθή, δια να τα θάψουν κοντά στους συγγενείς των, στους πατρικούς των τάφους.
Β Μακ. 12,40 εὗρον δὲ ἑκάστου τῶν τεθνηκότων ὑπὸ τοὺς χιτῶνας ἱερώματα τῶν ἀπὸ Ἰαμνείας εἰδώλων, ἀφ᾿ ὧν ὁ νόμος ἀπείργει τοὺς Ἰουδαίους· τοῖς δὲ πᾶσι σαφὲς ἐγένετο διὰ τήνδε τὴν αἰτίαν τούσδε πεπτωκέναι.
Β Μακ. 12,40 Ευρήκαν όμως κάτω από τους χιτώνας εκάστου φονευθέντος αφιερώματα προερχόμενα από τα είδωλα της Ιαμνείας, τα οποία ο Θεός απηγόρευεν στους Ιουδαίους. Εις όλους τότε έγινε φανερά η αιτία, δια την οποίαν αυτοί είχαν φονευθή.
Β Μακ. 12,41 πάντες οὖν εὐλογήσαντες τὰ τοῦ δικαιοκρίτου Κυρίου τοῦ τὰ κεκρυμμένα φανερὰ ποιοῦντος,
Β Μακ. 12,41 Ολοι δε εδόξασαν τον Κυριον, τον δίκαιον κριτήν, ο οποίος φανερώνει και τα πλέον απόκρυφα γεγονότα.
Β Μακ. 12,42 εἰς ἱκετείαν ἐτράπησαν ἀξιώσαντες τὸ γεγονὸς ἁμάρτημα τελείως ἐξαλειφθῆναι. ὁ δὲ γενναῖος Ἰούδας παρεκάλεσε τὸ πλῆθος συντηρεῖν ἑαυτοὺς ἀναμαρτήτους εἶναι, ὑπ᾿ ὄψιν ἑωρακότας τὰ γεγονότα διὰ τὴν τῶν προπεπτωκότων ἁμαρτίαν.
Β Μακ. 12,42 Επειτα εστράφησαν εις προσευχήν και παρεκάλεσαν τον Θεόν, να εξαλειφθή πλήρως η διαπραχθείσα αμαρτία. Ο δε γενναίος Ιούδας παρεκάλεσε τον λαόν να κρατή τον εαυτόν του καθαρόν από τέτοιας παραβάσεις έχων προ οφαθλμών τα επακόλουθα της αμαρτίας εις βάρος εκείνων, οι οποίοι προηγουμένως είχον περιπέσει εις αυτάς.
Β Μακ. 12,43 ποιησάμενός τε κατ᾿ ἀνδραλογίαν κατασκευάσματα εἰς ἀργυρίου δραχμὰς δισχιλίας, ἀπέστειλεν εἰς Ἱεροσόλυμα προσαγαγεῖν περὶ ἁμαρτίας θυσίαν, πάνυ καλῶς καὶ ἀστείως πράττων ὑπὲρ ἀναστάσεως διαλογιζόμενος·
Β Μακ. 12,43 Κατόπιν έκαμεν έρανον μεταξύ των ανδρών του, από τον οποίον και συνέλεξε το ποσόν των δύο χιλιάδων δραχμών. Απέστειλε δε αυτάς εις την Ιερουσαλήμ, δια να προσφερθή εξιλαστήριος θυσία υπέρ αυτών. Πολύ καλώς και θεαρέστως έπραξεν αναλογιζόμενος την αλήθειαν της αναστάσεως των νεκρών.
Β Μακ. 12,44 εἰ γὰρ μὴ τοὺς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα, περισσὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδες ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι.
Β Μακ. 12,44 Διότι, εάν δεν επίστευεν ότι θα αναστηθούν οι φονευθέντες στρατιώται, ήτο ανωφελές και ανόητον να προσεύχεται κανείς υπέρ των νεκρών.
Β Μακ. 12,45 εἶτ᾿ ἐμβλέπων τοῖς μετ᾿ εὐσεβείας κοιμωμένοις κάλλιστον ἀποκείμενον χαριστήριον, ὁσία καὶ εὐσεβὴς ἡ ἐπίνοια· ὅθεν περὶ τῶν τεθνηκότων τὸν ἐξιλασμὸν ἐποιήσαντο τῆς ἁμαρτίας ἀπολυθῆναι.
Β Μακ. 12,45 Διαβλέπων όμως την αρίστην αμοιβήν, η οποία επεφυλάσσετο εις εκείνους που εκοιμήθησαν εν ευσεβεία, συνέλαβε την ευσεβή αυτήν σκέψιν. Δια τούτο και προσέφεραν την εξιλαστήριον αυτήν θυσίαν υπέρ των νεκρών, δια να απαλλαγούν αυτοί από τας αμαρτίας των.
Β Μακ. 13,1 Τῷ δὲ ἐνάτῳ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει προσέπεσε τοῖς περὶ τὸν Ἰούδαν Ἀντίοχον τὸν Εὐπάτορα παραγενέσθαι σὺν πλήθεσιν ἐπὶ τὴν Ἰουδαίαν
Β Μακ. 13,1 Κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν ένατον έτος επληροφορήθη ο Ιούδας και οι περί αυτόν, ότι ο Αντίοχος ο Επάτωρ επήρχετο εναντίον της Ιουδαίας με πολυάριθμον στρατόν.
Β Μακ. 13,2 καὶ σὺ αὐτῷ Λυσίαν τὸν ἐπίτροπον καὶ ἐπὶ τῶν πραγμάτων, ἕκαστον ἔχοντα δύναμιν Ἑλληνικὴν πεζῶν μυριάδας ἕνδεκα καὶ ἱππεῖς πεντακισχιλίους τριακοσίους καὶ ἐλέφαντας εἰκοσιδύο, ἅρματα δὲ δρεπανηφόρα τριακόσια.
Β Μακ. 13,2 Μαζή δε με αυτόν ήτο ο επίτροπός του ο Λυσίας, ο επί των βασιλικών πραγμάτων υπεύθυνος. Ο καθένας από αυτούς είχεν υπό τας διαταγάς του εκατόν δέκα χιλιάδας πεζούς, πέντε χιλιάδας τριακοσίους ιππείς, είκοσι δύο ελέφαντας και τριακόσια δρεπανηφόρα άρματα.
Β Μακ. 13,3 καὶ Μενέλαος δὲ συνέμειξεν αὐτοῖς καὶ παρεκάλει μετὰ πολλῆς εἰρωνείας τὸν Ἀντίοχον, οὐκ ἐπὶ σωτηρίᾳ τῆς πατρίδος, οἰόμενος δὲ ἐπὶ τῆς ἀρχῆς κατασταθήσεσθαι.
Β Μακ. 13,3 Ο Μενέλαος, ο προδότης της πατρίδος του, συνήντησεν αυτούς και με μεγάλην δολιότητα συνεχώς παρώτρυνε τον Αντίοχον, όχι δια την σωτηρίαν της πατρίδος αλλά δια την ιδικήν του, όπως εφαντάζετο, αποκατάστασιν στο αρχιερατικόν αξίωμα.
Β Μακ. 13,4 ὁ δὲ βασιλεὺς τῶν βασιλέων ἐξήγειρε τὸν θυμὸν τοῦ Ἀντιόχου ἐπὶ τὸν ἀλιτήριον, καὶ Λυσίου ὑποδείξαντος τοῦτον αἴτιον εἶναι πάντων τῶν κακῶν, προσέταξεν, ὡς ἔθος ἐστὶν ἐν τῷ τόπῳ, προσαπολέσαι ἀγαγόντας αὐτὸν εἰς Βέροιαν.
Β Μακ. 13,4 Αλλά ο βασιλεύς των βασιλέων εξήγειρεν εναντίον του κακούργου αυτού τον θυμόν του Αντιόχου. Επειδή δε ο Λυσίας υπέδειξεν αυτόν ως τον αίτιον όλων των κακών, που συνέβησαν εκεί, διέταξεν ο βασιλεύς, αφού φέρουν αυτόν εις την Βέροιαν, να τον εκτελέσουν εκεί κατά την συνήθειαν του τόπου εκείνου.
Β Μακ. 13,5 ἔστι δὲ ἐν τῷ τόπῳ πύργος πεντήκοντα πηχῶν πλήρης σποδοῦ, οὗτος δὲ ὄργανον εἶχε περιφερὲς πάντοθεν ἀπόκρημνον εἰς τὴν σποδόν.
Β Μακ. 13,5 Εις τον τόπον εκείνον υπήρχεν ένας πύργος ύψους πενήντα εβραϊκών πήχεων γεμάτος από στάκτην. Είχε δε αυτός ένα όργανον περιστρεφόμενον, το οποίον ήτο κατηφορικόν από όλα τα σημεία, ώστε ο κατάδικος να κρημνίζεται μέσα εις την στάκτην.
Β Μακ. 13,6 ἐνταῦθα τὸν ἱεροσυλίας ἔνοχον ὄντα ἢ καί τινων ἄλλων κακῶν ὑπεροχὴν πεποιημένον ἅπαντες προσωθοῦσιν εἰς ὄλεθρον.
Β Μακ. 13,6 Εκεί οι κάτοικοι της Βεροίας εκρήμνιζαν κάθε ένοχον ιεροσυλίας η και κάθε ένοχον άλλων βαρέων εγκλημάτων.
Β Μακ. 13,7 τοιούτῳ μόρῳ τὸν παράνομον συνέβη θανεῖν, μηδὲ τῆς γῆς τυχόντα Μενέλαον, πάνυ δικαίως.
Β Μακ. 13,7 Με τέτοιον φοβερόν θάνατον, κατά λόγον δικαιοσύνης, εξετελέσθη ο παράνομος Μενέλαος, ώστε να μη τύχη ταφής εις την γην.
Β Μακ. 13,8 ἐπεὶ γὰρ συνετελέσατο πολλὰ περὶ τὸν βωμὸν ἁμαρτήματα, οὗ τὸ πῦρ ἁγνὸν ἦν καὶ ἡ σποδός, ἐν σποδῷ τὸν θάνατον ἐκομίσατο.
Β Μακ. 13,8 Επειδή αυτός είχε πολλές φορές αμαρτήσει εναντίον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, του οποίου το πυρ και η στάκτη ήσαν αγνά, απέθανε από ασφυξίαν βυθισθείς μέσα εις την στάκτην του πύργου αυτού.
Β Μακ. 13,9 Τοῖς δὲ φρονήμασιν ὁ βασιλεὺς βεβαρβαρωμένος ἤρχετο τὰ χείριστα τῶν ἐπὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ γεγονότων ἐνδειξόμενος τοῖς Ἰουδαίοις.
Β Μακ. 13,9 Πλημμυρισμένος από βάρβαρα φρονήματα ο Ευπάτωρ ήρχετο να εξαπολύση εναντίον των Ιουδαίων ασυγκρίτω λόγω βαρυτέρας συμφοράς, από εκείνας τας οποίας είχε δείξει εναντίον αυτών ο πατέρας του.
Β Μακ. 13,10 μεταλαβὼν δὲ Ἰούδας ταῦτα παρήγγειλε τῷ πλήθει δι᾿ ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐπικαλεῖσθαι τὸν Κύριον, εἴποτε ἄλλοτε καὶ νῦν ἐπιβοηθεῖν τοῖς τοῦ νόμου καὶ πατρίδος καὶ ἱεροῦ ἁγίου στερεῖσθαι μέλουσι
Β Μακ. 13,10 Οταν έμαθεν αυτά ο Ιούδας, παρήγγειλεν στον λαόν του να παρακαλή ημέραν και νύκτα τον Θεόν, ώστε περισσότερον από κάθε άλλην φοράν τώρα να βοηθήση εκείνους, οι οποίοι επρόκειτο να στερηθούν τον Νομον των, την πατρίδα των και τον ιερόν ναόν·
Β Μακ. 13,11 καὶ τὸν ἄρτι βραχέως ἀνεψυχότα λαὸν μὴ ἐᾶσαι τοῖς δυσφήμοις ἔθνεσι ὑποχειρίους γενέσθαι.
Β Μακ. 13,11 και να μη επιτρέψη, ώστε ο λαός εκείνος, ο οποίος μόλις προ ολίγου είχεν ανακουφισθή από τας δοκιμασίας, να περιπέση υποχείριος εις ασεβείς λαούς.
Β Μακ. 13,12 πάντων δὲ τὸ αὐτὸ ποιησάντων ὁμοῦ καὶ καταξιωσάντων τὸν ἐλεήμονα Κύριον μετὰ κλαυθμοῦ καὶ νηστειῶν καὶ προπτώσεως ἐφ᾿ ἡμέρας τρεῖς ἀδιαλείπτως, παρακαλέσας αὐτοὺς ὁ Ἰούδας ἐκέλευσε παραγίνεσθαι.
Β Μακ. 13,12 Αφού δε όλοι ομοφώνως έκαμαν τας προσευάς των και ικετεύσαν τον ελεήμονα Κυριον με δάκρυα και νηστείας, προσπίπτοντες επί τρεις ημέρας συνεχώς, ο Ιούδας τους ενεψύχωσε και τους διέταξε να είναι έτοιμοι.
Β Μακ. 13,13 καθ᾿ ἑαυτὸν δὲ σὺν τοῖς πρεσβυτέροις γενόμενος ἐβουλεύσατο, πρὶν εἰσβαλεῖν τοῦ βασιλέως τὸ στράτευμα εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ γενέσθαι τῆς πόλεως ἐγκρατεῖς, ἐξελθόντας κρῖναι τὰ πράγματα τῇ τοῦ Κυρίου βοηθείᾳ.
Β Μακ. 13,13 Κατόπιν δε συνεσκέφθη ιδιαιτέρως με τους πρεσβυτέρους του λαού και απεφάσισεν όπως, πριν επιχειρήση εισβολήν το βασιλικόν στράτευμα εις την Ιουδαίαν και κυριεύσουν την Ιερουσαλήμ, να εξέλθουν αυτοί εις πόλεμον κατά του βασιλέως και να αναθέσουν την έκβασιν των πραγμάτων εις την βοήθειαν του Κυρίου.
Β Μακ. 13,14 δοὺς δὲ τὴν ἐπιτροπὴν τῷ κτίστῃ τοῦ κόσμου, παρακαλέσας τοὺς σὺν αὐτῶ γενναίως ἀγωνίσασθαι μέχρι θανάτου περὶ νόμων, περὶ ἱεροῦ, πόλεως, πατρίδος, πολιτείας, ἐποιήσατο περὶ Μωδεΐν τὴν στρατοπεδείαν.
Β Μακ. 13,14 Ενεπιστεύθη, λοιπόν, την έκβασιν των πραγμάτων εις τον Δημιουργόν του κόσμου και ενεθάρρυνε τους άνδρας του να αγωνισθούν μέχρι θανάτου υπέρ των νόμων του Θεού, υπέρ του ιερού ναού, υπέρ της πόλεως, υπέρ της πατρίδος, υπέρ των ιερών θεσμών του έθνους των. Ωδήγησε δε έπειτα τον στρατόν του και εστρατοπέδευσαν εις τα περίχωρα της Μωδεΐν.
Β Μακ. 13,15 δοὺς δὲ τοῖς περὶ αὐτὸν σύνθεμα «Θεοῦ νίκη», μετὰ νεανίσκων ἀρίστων κεκριμένων ἐπιβαλὼν νύκτωρ ἐπὶ τὴν βασιλικὴν αὐλήν, ἐν τῇ παρεμβολῇ ἀνεῖλεν εἰς ἄνδρας τετρακισχιλίους καὶ τὸν πρωτεύοντα τῶν ἐλεφάντων σὺν τῶν κατ᾿ οἰκίαν ὄχλῳ συνέθηκε
Β Μακ. 13,15 Εδωσε κατόπιν ο Ιούδας στους άνδρας του ως πολεμικόν σύνθημα “Θεού νίκη”, εξέλεξε τους γενναιότερους από τους νεαρούς πολεμιστάς και επετέθη εν καιρώ νυκτός εναντίον της βασιλικής αυλής, εφόνευσε δε στο εχθρικόν στρατόπεδον τέσσαρας χιλιάδας άνδρας και, το σπουδαιότερον από όλα, τον μεγαλύτερον από τους ελέφαντας μαζή με τους στρατιώτας, που ευρίσκοντο στον επ' αυτού πύργον.
Β Μακ. 13,16 καὶ τὸ τέλος τὴν παρεμβολὴν δέους καὶ ταραχῆς ἐπλήρωσαν καὶ ἐξέλυσαν εὐημεροῦντες·
Β Μακ. 13,16 Εν τέλει εγέμισε το εχθρικόν στρατόπεδον με φόβον και ταραχήν και ανεχώρησε με τους άνδρας του ικανοποιημένος δια την επιτυχίαν των.
Β Μακ. 13,17 ὑποφαινούσης δὲ ἤδη τῆς ἡμέρας τοῦτο ἐγεγόνει διὰ τὴν ἐπαρήγουσαν αὐτῷ τοῦ Κυρίου σκέπην.
Β Μακ. 13,17 Οταν δε ήρχισε να υποφώσκη η ημέρα, το παν είχε πλέον συντελεσθή χάρις εις την παρά του Θεού δοθείσαν βοήθειαν.
Β Μακ. 13,18 Ὁ δὲ βασιλεὺς εἰληφὼς γεῦσιν τῆς τῶν Ἰουδαίων εὐτολμίας, κατεπείρασε διὰ μεθόδων τοὺς τόπους.
Β Μακ. 13,18 Ο βασιλεύς Ευπάτωρ, λαβών πείραν εκ του γεγονότος αυτού και του θάρρους των Ιουδαίων προσεπάθησε με άλλας πλέον μεθόδους να κατακτήση τους τόπους.
Β Μακ. 13,19 καὶ ἐπὶ Βαιθσούρᾳ φρούριον ὀχυρὸν τῶν Ἰουδαίων προσῆγε καὶ ἐτροποῦτο, προσέκρουεν, ἠλαττονοῦτο·
Β Μακ. 13,19 Επήλθεν εναντίον της Βαιθσούρας, οχυρού φρουρίου των Ιουδαίων. Αλλ' αμέσως κατετροπώθη, απωθήθη, έχασε δυνάμεις και απέτυχε.
Β Μακ. 13,20 τοῖς δὲ ἔνδον Ἰούδας τὰ δέοντα εἰσέπεμψε.
Β Μακ. 13,20 Ο δε Ιούδας επέτυχε να δώση τρόφιμα και πολεμοφόδια στους εντός του φρουρίου πολιορκουμένους.
Β Μακ. 13,21 προσήγγειλε δὲ τὰ μυστήρια τοῖς πολεμίοις Ῥόδοκος ἐκ τῆς Ἰουδαϊκῆς τάξεως· ἀνεζητήθη δὲ καὶ κατελήφθη καὶ κατεκλείσθη.
Β Μακ. 13,21 Καποιος όμως από τον στρατόν των Ιουδαίων, Ροδοκος ονόματι, επρόδωσεν στον βασιλέα τα μυστικά των Ιουδαίων. Αυτός ανεκρίθη, απεδείχθη η ενοχή του και εκλείσθη εις την φυλακήν.
Β Μακ. 13,22 ἐδευτερολόγησεν ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐν Βαιθσούρᾳ δεξιὰν ἔδωκεν, ἔλαβεν, ἀπῄει προσέβαλε τοῖς περὶ τὸν Ἰούδαν, ἥττων ἐγένετο,
Β Μακ. 13,22 Η δευτέρα επιχείρησις του βασιλέως ήτο, ότι ήλθεν εις συνεννόησιν με τους πολιορκουμένους, συνεφιλιώθη με αυτούς, έδωσαν την δεξιάν των χείρα εις πίστωσιν της συμφιλιώσεως και έπειτα αυτός με τον ατρατόν του εκτύπησαν τον στρατόν του Ιούδα, αλλά ηττήθησαν.
Β Μακ. 13,23 μετέλαβεν ἀπονενοῆσθαι τὸν Φίλιππον ἐν Ἀντιοχείᾳ τὸν ἀπολελειμμένον ἐπὶ τῶν πραγμάτων, συνεχύθη, τοὺς Ἰουδαίους παρεκάλεσεν, ὑπετάγη καὶ ὤμοσεν ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις, συνελύθη καὶ θυσίαν προσήγαγεν, ἐτίμησε τὸν νεὼ καὶ τὸν τόπον ἐφιλανθρώπησε
Β Μακ. 13,23 Εμαθεν όμως τότε, ότι ο Φιλιππος, τον οποίον ο Αντίοχος ο Επιφανής είχεν αφήσει εις την Αντιόχειαν διοικητήν των υποθέσεων του κράτους, επανεστάτησεν εναντίον της Αντιοχείας και κατελήφθη αυτός από ταραχήν. Εζήτησε, λοιπόν, και ήλθεν εις συνεννόησιν με τους Ιουδαίους, υπετάχθη εις τας προτάσεις των και ωρκίσθη να τηρήση τους δικαίους όρους, που εκείνοι προέβαλαν, συνεφιλιώθη μαζή των, προσέφερε θυσίαν, ετίμησε τον ναόν και εφέρθη κατά τρόπον φιλάνθρωπον προς την Ιερουσαλήμ.
Β Μακ. 13,24 καὶ τὸν Μακκαβαῖον ἀπεδέξατο. κατέλιπε στρατηγὸν ἀπὸ Πτολεμαΐδος ἕως τῶν Γεῤῥηνῶν Ἡγεμονίδην.
Β Μακ. 13,24 Εδέχθη δε κατά τρόπον φιλικόν τον Ιούδαν τον Μακκαβαίον. Αφήκεν ως στρατιωτικόν διοικητήν από της Πτολεμαΐδος μέχρι των Γερρηνών τον Ηγεμονίδην.
Β Μακ. 13,25 ἦλθεν εἰς Πτολεμαΐδα· ἐδυσφόρουν περὶ τῶν συνθηκῶν οἱ Πτολεμαεῖς, ἐδείναζον γὰρ ὑπὲρ ὧν ἠθέλησαν ἀθετεῖν τὰς διαστάλσεις.
Β Μακ. 13,25 Κατόπιν ήλθεν εις την Πτολεμαΐδα. Οι κάτοικοι όμως της Πτολεμαΐδος εδυσφόρησαν δια τας συναφθείσας με τους Ιουδαίους συνθήκας, ηγανάκτησαν και ηθέλησαν να καταπατήσουν τους όρους της συνθήκης.
Β Μακ. 13,26 προσῆλθεν ἐπὶ τὸ βῆμα Λυσίας, ἐπελογήσατο ἐνδεχομένως, συνέπεισε, κατεπράϋνε, εὐμενεῖς ἐποίησεν, ἀνέζευξεν εἰς Ἀντιόχειαν. οὕτω τὰ τοῦ βασιλέως τῆς ἐφόδου καὶ τῆς ἀναζυγῆς ἐχώρησε.
Β Μακ. 13,26 Ο Λυσίας ανήλθε τότε στο βήμα, απελογήθη και υπερήσπισε τας συνθήκας αυτάς, όσον του ήτο δυνατόν· τους έπεισε, τους κατεπράϋνε, τους κατέστησεν ευμενείς και έπειτα ανεχώρησε δια την Αντιόχειαν. Ετσι εξειλίχθησαν τα της εκστροτείας αυτής του βασιλέως εναντίον της Ιουδαίας και κατ' αυτόν τον τρόπον απεχώρησεν από αυτήν.
Β Μακ. 14,1 Μετὰ δὲ τριετῆ χρόνον προσέπεσε τοῖς περὶ τὸν Ἰούδαν Δημήτριον τὸν τοῦ Σελεύκου διὰ τοῦ κατὰ Τρίπολιν λιμένος εἰσπλεύσαντα μετὰ πλήθους ἰσχυροῦ καὶ στόλου
Β Μακ. 14,1 Μετά την πάροδον τριών ετών, ήλθεν εις γνώσιν του Ιούδα και των ανδρών του, ότι ο Δημήτριος, ο υιός του Σελεύκου, κατέπλευσεν στον λιμένα της Τριπόλεως με πολυάριθμον στρατόν και στόλον,
Β Μακ. 14,2 κεκρατηκέναι τῆς χώρας ἐπανελόμενον Ἀντίοχον καὶ τὸν τούτου ἐπίτροπον Λυσίαν.
Β Μακ. 14,2 ότι έγινε κύριος της χώρας, αφού εφόνευσε τον Αντίοχον και τον επίτροπον αυτού Λυσίαν.
Β Μακ. 14,3 Ἄλκιμος δέ τις προγενόμενος ἀρχιερεύς, ἑκουσίως δὲ μεμολυμμένος ἐν τοῖς τῆς ἐπιμειξίας χρόνοις, συννοήσας ὅτι καθ᾿ ὁντιναοῦν τρόπον οὐκ ἔστιν αὐτῷ σωτηρία, οὐδὲ πρὸς ἅγιον θυσιαστήριον ἔτι πρόσοδος,
Β Μακ. 14,3 Τοτε κάποιος, Αλκιμος ονόματι, ο οποίος είχε προηγουμένως χρηματίσει αρχιερεύς, είχε δε θεληματικά μολυνθή κατά τους χρόνους της επιμιξίας των Ιουδαίων προς τους ειδωλολάτρας, κατανοήσας ότι δεν είχεν απομείνει εις αυτόν καμμία ελπίς σωτηρίας και κανείς τρόπος να πλησάση προς το άγιον θυσιαστήριον,
Β Μακ. 14,4 ἧκε πρὸς τὸν βασιλέα Δημήτριον πρώτῳ καὶ πεντηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει προσάγων αὐτῷ στέφανον χρυσοῦν καὶ φοίνικα, πρὸς δὲ τούτοις τῶν νομιζομένων θαλλῶν τοῦ ἱεροῦ, καὶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡσυχίαν ἔσχε.
Β Μακ. 14,4 ήλθε προς τον βασιλέα Δημήτριον, κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν πρώτον έτος, και προσέφερεν εις αυτόν χρυσούν στέφανον με κλάδον φοίνικος, επί πλέον δε και μερικούς κλάδους ελαίας, τους οποίους εσυνήθιζαν να χρησιμοποιούν στον ναόν. Κατά την ημέραν εκείνην δεν έκαμε τίποτε άλλο, ησύχασε.
Β Μακ. 14,5 καιρὸν δὲ λαβὼν τῆς ἰδίας ἀνοίας συνεργόν, προσκληθεὶς εἰς συνέδριον ὑπὸ τοῦ Δημητρίου καὶ ἐπερωτηθεὶς ἐν τίνι διαθέσει καὶ βουλῇ καθεστήκασιν οἱ Ἰουδαῖοι, πρὸς ταῦτα ἔφη·
Β Μακ. 14,5 Οταν όμως ευρήκε κατάλληλον καιρόν, εξυπηρετικόν της διεφθαρμένης του διαθέσεως, και συγκεκριμένως, όταν προσεκλήθη από τον Δημήτριον εις ένα συνέδριον και ηρωτήθη από αυτόν δια τας διαθέσεις και τα σχέδια των Ιουδαίων, εκείνος απήντησε·
Β Μακ. 14,6 οἱ λεγόμενοι τῶν Ἰουδαίων Ἀσιδαῖοι, ὧν ἀφηγεῖται Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, πολεμοτροφοῦσι καὶ στασιάζουσιν, οὐκ ἐῶντες τὴν βασιλείαν εὐσταθείας τυχεῖν.
Β Μακ. 14,6 “Μερικοί από τους Ιουδαίους, που λέγονται Ασιδαίοι και των οποίων αρχηγός είναι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, υποθάλπουν τον πόλεμον και τας επαναστάσεις και δεν αφήνουν την βασιλείαν σου σταθεράν και ειρηνικήν.
Β Μακ. 14,7 ὅθεν ἀφελόμενος τὴν προγονικὴν δόξαν, λέγω δὴ τὴν ἀρχιερωσύνην, δεῦρο νῦν ἐλήλυθα,
Β Μακ. 14,7 Επειδή λοιπόν αυτός ο Ιούδας ο Μακκαβαίος αφήρεσεν από εμέ την προγονικήν μου δόξαν, δηλαδή την αρχιερωσύνην μου, ήλθα τώρα εδώ,
Β Μακ. 14,8 πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῶν ἀνηκόντων τῷ βασιλεῖ γνησίως φρονῶν, δεύτερον δὲ καὶ τῶν ἰδίων πολιτῶν στοχαζόμενος· τῇ μὲν γὰρ τῶν προειρημένων ἀλογιστίᾳ τὸ σύμπαν ἡμῶν γένος οὐ μικρῶς ἀκληρεῖ.
Β Μακ. 14,8 πρώτον μεν δια να διαβεβαιώσω τον βασιλέα περί των ειλικρινών μου φρονημάτων δια τα πράγματα της βασιλείας του, δεύτερον δε διότι στοχάζομαι κάτι καλόν δια τους συμπατριώτας μου. Διότι εξ αιτίας της απερίσκεπτου συμπεριφοράς των προαναφερθέντων ανθρώπων, ολόκληρον το ιουδαϊκόν ημών γένος έχει περιπέσει εις όχι ολίγα κακά.
Β Μακ. 14,9 ἕκαστα δὲ τούτων ἐπεγνωκώς σύ, βασιλεῦ, καὶ τῆς χώρας καὶ τοῦ περιϊσταμένου γένους ἡμῶν προνοήθητι, καθ᾿ ἣν ἔχεις πρὸς ἅπαντας εὐαπάντητον φιλανθρωπίαν.
Β Μακ. 14,9 Συ λοιπόν, βασιλεύ, όταν πεισθής δι' ένα έκαστον από όλα αυτά τα πράγματα, λάβε πρόνοιαν δια την σωτηρίαν της χώρας μας και δια το θλιβόμενον έθνος μας, σύμφωνα με την πρόθυμον καλωσύνην και την φιλανθρωπίαν, την οποίαν δεικνύεις προς όλους.
Β Μακ. 14,10 ἄχρι γὰρ Ἰούδας περίεστιν, ἀδύνατον εἰρήνης τυχεῖν τὰ πράγματα.
Β Μακ. 14,10 Διότι, εφ' όσον ζη και υπάρχει ο Ιούδας, είναι αδύνατον να ειρηνεύσουν τα πράγματα”.
Β Μακ. 14,11 τοιούτων δὲ ῥηθέντων ὑπὸ τούτου, θᾶττον οἱ λοιποὶ φίλοι δυσμενῶς ἔχοντες τὰ πρὸς τὸν Ἰούδαν προσεπύρωσαν τὸν Δημήτριον.
Β Μακ. 14,11 Οταν αυτός ετελείωσε την εισήγησίν του, αμέσως οι άλλοι φίλοι του βασιλέως, οι οποίοι ήσαν δυσμενώς διατεθειμένοι ενάντιον του Ιούδα, εξηρέθισαν ακόμη περισσότερον τον Δημήτριον.
Β Μακ. 14,12 προσκαλεσάμενος δὲ εὐθέως Νικάνορα τὸν γενόμενον ἐλεφαντάρχην, καὶ στρατηγὸν ἀναδείξας τῆς Ἰουδαίας, ἐξαπέστειλε
Β Μακ. 14,12 Ο βασιλεύς εκάλεσεν αμέσως τον Νικάνορα, αρχηγόν της ίλης των ελεφάντων, και αφού τον ανεκήρυξε στρατηγόν του στρατού εναντίον της Ιουδαίας, τον διέταξε να αναχωρήση.
Β Μακ. 14,13 δοὺς ἐντολὰς αὐτὸν μὲν τὸν Ἰούδαν ἐπαναλέσθαι, τοὺς δὲ σὺν αὐτῷ σκορπίσαι, καταστῆσαι δὲ Ἄλκιμον ἀρχιερέα τοῦ μεγίστου ἱεροῦ.
Β Μακ. 14,13 Του έδωσε δε εντολήν, τον μεν Ιούδαν να εκτελέση, αυτούς δέ, οι οποίοι τον ακολουθούσαν, να τους διασκορπίση, και να αποκαταστήση τον Αλκιμον αρχιερέα στον ιερώτατον ναόν.
Β Μακ. 14,14 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας πεφυγαδευκότες τὸν Ἰούδαν ἔθνη συνέμισγον ἀγεληδὸν τῷ Νικάνορι, τὰς τῶν Ἰουδαίων ἀτυχίας καὶ συμφορὰς ἰδίας εὐημερίας δοκοῦντες ἔσεσθαι.
Β Μακ. 14,14 Οι εθνικοί, οι οποίοι είχον φύγει από την Ιουδαίαν καταδιωκόμενοι από τον Ιούδαν, συνεκεντρώθησαν αγεληδόν και προσετέθησαν στον στρατόν του Νικάνορος, διότι επίστευαν ότι αι ατυχίαι και αι συμφοραί των Ιουδαίων θα είναι ιδική των ευημερία.
Β Μακ. 14,15 Ἀκούσαντες δὲ τὴν τοῦ Νικάνορος ἔφοδον καὶ τὴν ἐπίθεσιν τῶν ἐθνῶν, καταπασάμενοι γῆν ἐλιτάνευον τὸν ἄχρι αἰῶνος συστήσαντα τὸν ἑαυτοῦ λαόν, ἀεὶ δὲ μετ᾿ ἐπιφανείας ἀντιλαμβανόμενον τῆς ἑαυτοῦ μερίδος.
Β Μακ. 14,15 Οταν οι Ιουδαίοι επληροφορήθησαν την προσέγγισιν του Νικάνορος και την βοήθειαν αυτού από τους εθνικούς, έρριψαν χώμα εις τας κεφαλάς των και παρακαλούσαν τον Θεόν, ο οποίος είχεν ανακηρύξει τον ισραηλιτικόν λαόν ως παντοτεινόν λαόν του, και ο οποίος με φανεράς επεμβάσστου είχεν υπερασπίσει την κληρονομίαν του.
Β Μακ. 14,16 προτάξαντος δὲ τοῦ ἡγουμένου ἐκεῖθεν εὐθέως ἀνέζευξαν καὶ συμμίσγουσιν αὐτοῖς ἐπὶ κώμην Δεσσαού.
Β Μακ. 14,16 Αμέσως δε μόλις εδόθη η διαταγή του αρχηγού, οι Ιουδαίοι ανεχώρησαν και ήλθαν εις συμπλοκήν με τον εχθρόν εις την κωμόπολιν Δεσσαού.
Β Μακ. 14,17 Σίμων δὲ ὁ ἀδελφὸς Ἰούδα συμβεβληκὼς ἦν τῷ Νικάνορι, βραχέως δὲ διὰ τὴν αἰφνίδιον τῶν ἀντιπάλων ἀφασίαν ἐπταικώς.
Β Μακ. 14,17 Ο Σιμων, ο αδελφός του Ιούδα, ήλθεν εις συμπλοκήν εναντίον του στρατύ του Νικάνορος. Εξ αιτίας όμως της αιφνιδίας καταπλήξεως των ανδρών του από την εμφάνισιν μεγάλων εχθρικών δυνάμεων, έπαθε κάποιον κλονισμόν.
Β Μακ. 14,18 ὅμως δὲ ἀκούων ὁ Νικάνωρ ἣν εἶχον οἱ περὶ τὸν Ἰούδαν ἀνδραγαθίαν καὶ ἐν τοῖς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀγῶσιν εὐψυχίαν, ὑπευλαβεῖτο τὴν κρίσιν δι᾿ αἱμάτων ποιήσασθαι.
Β Μακ. 14,18 Ο Νικάνωρ, ο οποίος είχεν ακούσει πολλά δια τας ανδραγαθίας του Ιούδα και των ανδρών του, όπως και δια το ατρόμητον θάρρος των στους αγώνας των υπέρ της πατρίδος, εφοβήθη να αφήση να κριθούν τα πράγματα δια των αιμάτων της μάχης.
Β Μακ. 14,19 διόπερ ἔπεμψε Ποσιδώνιον καὶ Θεόδοτον καὶ Ματταθίαν δοῦναι καὶ λαβεῖν δεξιάς.
Β Μακ. 14,19 Δια τούτο και έστειλε τον Ποσιδώνιον, τον Θεόδοτον και τον Ματταθίαν να συνάψουν συνθήκην φιλίας και ειρήνης με τους Ιουδαίους.
Β Μακ. 14,20 πλείονος δὲ γενομένης περὶ τούτων ἐπισκέψεως καὶ τοῦ ἡγεμόνος τοῖς πλήθεσιν ἀνακοινωσαμένου καὶ φανείσης ὁμοψήφου γνώμης, ἐπένευσαν ταῖς συνθήκες.
Β Μακ. 14,20 Αφού επί μακρόν και επισταμένως εξητάσθησαν αι προτάσεις ειρήνης, ο στρατηγός ανήγγειλεν αυτάς στον στρατόν. Οταν δε εγένοντο αυταί γνωσταί και ότι όλοι συμφωνούν, συγκατετέθησαν εις τας συνθήκας.
Β Μακ. 14,21 ἐτάξαντο δὲ ἡμέραν, ἐν ᾗ κατ᾿ ἰδίαν ἥξουσιν εἰς τὸ αὐτό· καὶ προῆλθε καὶ παρ᾿ ἑκάστου διαφόρους ἔθεσαν δίφρους·
Β Μακ. 14,21 Ωρισαν δε ημέραν, κατά την οποίαν θα συναντηθούν επί το αυτό οι δύο αρχηγοί. Ο Ιούδας παρουσιάσθη εκεί και ετοποθέτηθησαν πλησίον αυτών δύο έδραι.
Β Μακ. 14,22 διέταξεν Ἰούδας ἐνόπλους ἑτοίμους ἐν τοῖς ἐπικαίροις τόποις, μή ποτε ἐκ τῶν πολεμίων αἰφνιδίως κακουργία γένηται· τὴν ἁρμόζουσαν ἐποιήσαντο κοινολογίαν.
Β Μακ. 14,22 Εν τούτοις ο Ιούδας έδωσε διαταγήν να είναι, έτοιμοι οι ένοπλοι άνδρες του εις τα επίκαιρα σημεία. Τούτο δέ, διότι εφοβήθη, μήπως και εκδηλωθή καμμία αιφνιδία απιστία εκ μέρους των εχθρών. Εκεί οι δύο αρχηγοί συνωμίλησαν από κοινού και συνεννοήθησαν δια το θέμα αυτό.
Β Μακ. 14,23 διέτριβε δὲ ὁ Νικάνωρ ἐν Ἱεροσολύμοις, καὶ ἔπραττεν οὐθὲν ἄτοπον, τοὺς δὲ συναχθέντας ἀγελαίους ὄχλους ἀπέλυσε.
Β Μακ. 14,23 Ο Νικάνωρ επέρασεν ολίγον χρόνον εις την Ιερουσαλήμ, χωρίς να πράττη τίποτε το άτοπον. Μαλιστα δε και απέλυσε τους εχθρικούς κατά των Ιουδαίων όχλους εκείνους, που είχαν συγκεντρωθή ωσάν αγέλαι γύρω του.
Β Μακ. 14,24 καὶ εἶχε τὸν Ἰούδαν διαπαντὸς ἐν προσώπῳ, ψυχικῶς τῷ ἀνδρὶ προσεκέκλιτο.
Β Μακ. 14,24 Είχε πάντοτε προ οφθαλμών τον ηρωϊκόν Ιούδαν και έτρεφε προς τον άνθρωπον αυτόν μίαν ιδιαιτέραν συμπάθειαν.
Β Μακ. 14,25 παρακάλεσεν αὐτὸν γῆμαι καὶ παιδοποιήσασθαι· ἐγάμησεν, εὐστάθησεν, ἐκοινώνησε βίου.
Β Μακ. 14,25 Μαλιστα δε τον προέτρεψε να νυμφευθή και να αποκτήση τέκνα. Πράγματι ο Ιούδας ενυμφευθη, έζησεν εν ησυχία και απήλαυσεν ειρηνικήν ζωήν.
Β Μακ. 14,26 Ὁ δὲ Ἄλκιμος συνιδὼν τὴν πρὸς ἀλλήλους εὔνοιαν καὶ τὰς γενομένας συνθήκας, ἀναλαβὼν ἧκε πρὸς τὸν Δημήτριον καὶ ἔλεγε τὸν Νικάνορα ἀλλότρια φρονεῖν τῶν πραγμάτων· τὸν γὰρ ἐπίβουλον τῆς βασιλείας Ἰούδαν διάδοχον ἀναδέδειχεν ἑαυτοῦ.
Β Μακ. 14,26 Ο Αλκιμος όταν είδε την φιλίαν αυτήν μεταξύ των δύο ανδρών, αφού επήρεν αντίγραφαν των γενομένων συνθηκών, ήλθε προς τον Δημήτριον και έλεγεν ότι ο Νικάνωρ έχει φρονήματα αντίθετα προς τα πράγματα του βασιλέως. Διότι τον Ιούδαν, ο οποίος είναι εχθρός και επίβουλος του βασιλείου του, τον ανέδειξε διάδοχόν του εις την αρχιερωσύνην.
Β Μακ. 14,27 ὁ δὲ βασιλεὺς ἔκθυμος γενόμενος καὶ ταῖς τοῦ παμπονήρου ἐρεθισθεὶς διαβολαῖς, ἔγραψε Νικάνορι φάσκων ὑπὲρ μὲν τῶν συνθηκῶν βαρέως φέρειν, κελεύων δὲ τὸν Μακκαβαῖον δέσμιον ἐξαποστέλλειν ταχέως εἰς Ἀντιόχειαν.
Β Μακ. 14,27 Ο βασιλεύς έξαλλος από τον θυμόν του και εξηρεθισμένος από τας διαβολάς του παμπονήρου Αλκίμου, έγραψε προς τον Νικάνορα λέγων ότι βαρέως φέρει την συναφθείσαν συνθήκην και τον διέτασσε να αποστείλη αμέσως δεμένον εις την Αντιόχειαν Ιούδαν τυν Μακκαβαίον.
Β Μακ. 14,28 προσπεσόντων δὲ τούτων τῷ Νικάνορι συνεκέχυτο καὶ δυσφόρως ἔφερεν, εἰ τὰ διεσταλμένα ἀθετήσει μηδὲν τ᾿ ἀνδρὸς ἠδικηκότος.
Β Μακ. 14,28 Ο Νικάνωρ, όταν έλαβε την επιστολήν αυτήν, περιήλθεν εις σύγχυσιν και δυσφορίαν, διότι διετάσσετο να παραβή τα συμφωνηθέντα προς τον Ιούδαν, ο οποίος άλλωστε κανένα κακόν δεν είχε κάμει εναντίον του.
Β Μακ. 14,29 ἐπεὶ δὲ τῷ βασιλεῖ ἀντιπράττειν οὐκ ἦν, εὔκαιρον ἐτήρει στρατηγήματι τοῦτ᾿ ἐπιτελέσαι.
Β Μακ. 14,29 Επειδή όμως δεν ήτο δυνατόν να αντιπράξη προς τον βασιλέα, επιζητούσε μίαν ευκαιρίαν να εκτελέση με δόλιόν τι στρατήγημα την εντολήν το βασιλέως.
Β Μακ. 14,30 ὁ δὲ Μακκαβαῖος αὐστηρότερον διεξάγοντα συνιδὼν τὸν Νικάνορα πρὸς αὐτὸν καὶ τὴν εἰθισμένην ἀπάντησιν ἀγροικότερον ἐσχηκότα, νοήσας οὐκ ἀπὸ τοῦ βελτίστου τὴν αὐστηρίαν εἶναι, συστρέψας οὐκ ὀλίγους τῶν περὶ ἑαυτόν, συνεκρύπτετο τὸν Νικάνορα.
Β Μακ. 14,30 Ο Μακκαβαίος κατενόησεν, ότι ο Νικάνωρ εφέρετο απέναντί του με ψυχρότητα και ότι αντί της προτέρας φιλικής στάσεως ετηρούσεν απέναντί του κάποιον αγροίκον συμπεριφοράν. Εσκέφθη, λοιπόν, ότι η ψυχρότης αυτή δεν προέρχεται από ελατήρια καλά. Αφού δε συνεκέντρωσεν αρκετούς από τους άνδρας του, εκρύπτετο μαζή με αυτούς και απέφευγε την επικοινωνίαν με τον Νικάνορα.
Β Μακ. 14,31 συγγνοὺς δὲ ὁ ἕτερος ὅτι γενναίως ὑπὸ τοῦ ἀνδρὸς ἐστρατήγηται, παραγενόμενος ἐπὶ τὸ μέγιστον καὶ ἅγιον ἱερόν, τῶν ἱερέων τὰς καθηκούσας θυσίας προσαγόντων, ἐκέλευσε παραδιδόναι τὸν ἄνδρα.
Β Μακ. 14,31 Ο Νικάνωρ, όταν είδεν ότι κατά τον πλέον επιτυχή τρόπον είχε καταστρατηγηθή από τον Ιούδαν τον Μακκαβαίον, ήλθεν στον μέγιστον και ιερόν ναόν, την στιγμήν κατά την οποίαν οι ιερείς προσέφεραν τας συνήθεις θυσίας και τους διέταξε να του παραδώσουν τον Ιούδαν.
Β Μακ. 14,32 τῶν δὲ μεθ᾿ ὅρκων φασκόντων μὴ γινώσκειν ποῦ ποτ᾿ ἔστιν ὁ ζητούμενος,
Β Μακ. 14,32 Επειδή δε εκείνοι με όρκους τον εβεβαίωσαν, ότι δεν γνωρίζουν που ευρίσκεται ο καταζητούμενος Ιούδας,
Β Μακ. 14,33 προτείνας τὴν δεξιὰν εἰς τὸν νεὼ ταῦτα ὤμοσε· ἐὰν μὴ δέσμιόν μοι τὸν Ἰούδαν παραδῶτε, τόνδε τοῦ Θεοῦ σηκὸν εἰς πεδίον ποιήσω καὶ τὸ θυσιαστήριον κατασκάψω καὶ ἱερὸν ἐνταῦθα τῷ Διονύσῳ ἐπιφανὲς ἀναστήσω.
Β Μακ. 14,33 ο Νικάνωρ ύψωσε την δεξιάν του χείρα στον ναόν και ωρκίσθη και είπε· “Εάν δεν μου παραδώσετε τον Ιούδαν δέσμιον, θα ισοπεδώσω τον ναόν τούτον του Θεού, θα κατασκάψω το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων και θα ανοικοδομήσω εδώ περιφανή ναόν στον Διόνυσον.
Β Μακ. 14,34 τοσαῦτα δὲ εἰπὼν ἀπῆλθεν· οἱ δὲ ἱερεῖς προτείναντες τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπεκαλοῦντο τὸν διαπαντὸς ὑπέρμαχον τοῦ ἔθνους ἡμῶν ταῦτα λέγοντες·
Β Μακ. 14,34 Αυτά και τόσα άλλα αφού είπεν, απεχώρησεν. Οι δε ιερείς ύψωσαν τα χέρια των στον ουρανόν και παρακαλούσαν τον Θεόν, ο οποίος υπήρξε πάντοτε υπέρμαχος του έθνους των, και έλεγαν·
Β Μακ. 14,35 σὺ Κύριε, τῶν ὅλων ἀπροσδεὴς ὑπάρχων, εὐδόκησας ναὸν τῆς σῆς κατασκηνώσεως ἐν ἡμῖν γενέσθαι.
Β Μακ. 14,35 “Συ, Κυριε, ο οποίος δεν έχεις ανάγκην από τίποτε απολύτως, ηυδόκησας, ώστε ο ναός, στον οποίον κατοικείς, να ευρίσκεται εν μέσω ημών.
Β Μακ. 14,36 καὶ νῦν ἅγιε παντὸς ἁγιασμοῦ Κύριε, διατήρησον εἰς αἰῶνα ἀμίαντον τόνδε τὸν προσφάτως κεκαθαρισμένον οἶκον.
Β Μακ. 14,36 Και τώρα, άγιε, Κυριε παντός αγιασμού, διαφύλαξε αιωνίως αμόλυντον από κάθε ακαθαρσίαν αυτόν τον ναόν, ο οποίος προ ολίγου έχει καθαρισθή”.
Β Μακ. 14,37 Ῥαζὶς δέ τις τῶν ἀπὸ Ἱεροσολύμων πρεσβυτέρων ἐμηνύθη τῷ Νικάνορι, ἀνὴρ φιλοπολίτης καὶ σφόδρα καλῶς ἀκούων καὶ κατὰ τὴν εὔνοιαν πατὴρ τῶν Ἰουδαίων προσαγορευόμενος.
Β Μακ. 14,37 Καποιος από τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ονόματι Ραζίς, ένας από τους πρεσβυτέρους, κατηγγέλθη στον Νικάνορα ότι αγαπά τους συμπολίτας του, ότι δια την αρετήν του επαινείται από όλους και δια την καλήν του φήμην ονομάζεται πατήρ των Ιουδαίων.
Β Μακ. 14,38 ἦν γὰρ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις τῆς ἀμειξίας κρίσιν εἰσενηνεγμένος Ἰουδαϊσμοῦ, καὶ σῶμα καὶ ψυχὴν ὑπὲρ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ παραβεβλημένος μετὰ πάσης ἐκτενίας.
Β Μακ. 14,38 Απελάμβανε δε αυτήν την καλήν υπόληψιν, διότι στους προγενεστέρους χρόνους είχε κατηγορηθή επί Ιουδαϊσμῷ, ως φρονών δηλαδή και λέγων, ότι πρέπει να αποφεύγεται κάθε επικοινωνία με τους εθνικούς. Δια δε την ευσεβή ζωήν του και τα φρονήματά του αυτά υπέρ του ιουδαϊσμού, είχεν εκθέσει με ακλόνητον ευστάθειαν εις κίνδυνον σώμα και ζωήν.
Β Μακ. 14,39 βουλόμενος δὲ Νικάνωρ πρόδηλον ποιῆσαι, ἣν εἶχε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους δυσμένειαν, ἀπέστειλε στρατιώτας ὑπὲρ τοὺς πεντακοσίους συλλαβεῖν αὐτόν·
Β Μακ. 14,39 Ο Νικάνωρ, επειδή ήθελε να δώηη ένα ολοφάνερον δείγμα της εχθρότητός του εναντίον των Ιουδαίων, έστειλε περισσοτέρους από πεντακοσίους στρατιώτας να τον συλλάβουν.
Β Μακ. 14,40 ἔδοξε γὰρ ἐκεῖνον συλλαβὼν τούτοις ἐργάσασθαι συμφοράν.
Β Μακ. 14,40 Επίστευε δε ότι, εάν συνελάμβανεν εκείνον, θα κατέφερε μέγα πλήγμα εναντίον των Ιουδαίων.
Β Μακ. 14,41 τῶν δὲ πληθῶν μελλόντων τὸν πύργον καταλαβέσθαι καὶ τὴν αὐλαίαν θύραν βιαζομένων καὶ κελευόντων πῦρ προσάγειν καὶ τὰς θύρας ὑφάπτειν, περικατάληπτος γενόμενος ὑπέθηκε ἑαυτῷ ξίφος,
Β Μακ. 14,41 Οταν δε οι στρατιώται επρόκειτο να καταλάβουν τον πύργον, όπου ευρίσκετο ο Ραζίς και παρεβίαζαν την πύλην της εισόδου, εδόθη διαταγή να φέρουν πυρ και να καύσουν τας θύρας. Την ώραν εκείνην ο Ραζίς, περικλεισμένος από όλα τα μέρη, κατηύθυνε το ξίφος εναντίον του δια να θέση έτσι τέρμα εις την ζωήν του.
Β Μακ. 14,42 εὐγενῶς θέλων ἀποθανεῖν ἤπερ τοῖς ἀλιτηρίοις ὑποχείριος γενέσθαι καὶ τῆς ἰδίας εὐγενείας ἀναξίως ὑβρισθῆναι.
Β Μακ. 14,42 Και τούτο, διότι επροτιμούσε να αποθάνη κατά τρόπον ευγενή, παρά να πέση εις τα χέρια των κακούργων και να υποστή από εκείνους εξευτελισμούς αναξίους της ευγενείας του.
Β Μακ. 14,43 τῇ δὲ πληγῇ μὴ κατευθικτήσας διὰ τὴν τοῦ ἀγῶνος σπουδὴν καὶ τῶν ὄχλων εἴσω τῶν θυρωμάτων εἰσβαλόντων, ἀναδραμὼν γενναίως ἐπὶ τὸ τεῖχος, κατεκρήμνισεν ἑαυτὸν ἀνδρείως εἰς τοὺς ὄχλους.
Β Μακ. 14,43 Επειδή όμως επάνω εις την σπουδήν του δεν κατέφερε καίριον πλήγμα κατά του σώματός του, έβλεπε δε τους άλλους να εισβάλλουν δια των θυρών στον πύργον, έτρεξεν ηρωϊκώς επάνω στο τείχος και εκρημνίσθη ανδρείως ανάμεσα από τους όχλους.
Β Μακ. 14,44 τῶν δὲ ταχέως ἀναποδισάντων γενομένου διαστήματος ἦλθε κατὰ μέσον τὸν κενεῶνα.
Β Μακ. 14,44 Διότι οι όχλοι βλέποντες το γεγονός απεσύρθησαν αμέσως εις κάποιαν απόστασιν και εκείνος ήλθε και έπεσεν στο μέσον του κενού διαστήματος.
Β Μακ. 14,45 ἔτι δὲ ἔμπνους ὑπάρχων καὶ πεπυρωμένος τοῖς θυμοῖς, ἐξαναστὰς φερομένων κρουνηδὸν τῶν αἱμάτων καὶ δυσχερῶν ὄντων τῶν τραυμάτων, δρόμῳ τοὺς ὄχλους διελθὼν καὶ στὰς ἐπί τινος πέτρας ἀποῤῥωγάδος,
Β Μακ. 14,45 Ενῷ ανέπνεεν ακόμη πυρπολούμενος από θείον ζήλον, ηγέρθη και ενώ τα αίματα έτρεχαν κρουνηδόν και παρά τας τρομεράς πληγάς του, διέτρεχε το πλήθος, ήλθε και εστάθη επάνω εις ένα απότομον βράχον.
Β Μακ. 14,46 παντελῶς ἔξαιμος ἤδη γενόμενος, προβαλὼν τὰ ἔντερα καὶ λαβὼν ἑκατέραις ταῖς χερσίν, ἐνέσεισε τοῖς ὄχλοις καὶ ἐπικαλεσάμενος τὸν δεσπόζοντα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πνεύματος, ταῦτα αὐτῷ πάλιν ἀποδοῦναι, τόνδε τὸν τρόπον μετήλλαξεν.
Β Μακ. 14,46 Αφού είχε χάσει όλον σχεδόν τα αίμα του, προέβαλε τα έντερά του, τα οποία τα επήρεν εις τα χέρια του και τα ανακινούσε επιδεικνύων αυτά στον λαόν. Παρεκάλεσεν έπειτα τον Κυριον της ζωής και της ψυχής να του τα αποδώση κάποτε και κατ' αυτόν τον τρόπον, εκείνος εξεδήμησεν.
Β Μακ. 15,1 Ὁ δὲ Νικάνωρ μεταλαβὼν τοὺς περὶ τὸν Ἰούδαν ὄντας ἐν τοῖς κατὰ Σαμάρειαν τόποις, ἐβουλεύσατο τῇ τῆς καταπαύσεως ἡμέρᾳ μετὰ πάσης ἀσφαλείας αὐτοῖς ἐπιβαλεῖν.
Β Μακ. 15,1 Ο Μικάνωρ επληροφορήθη, ότι ο Ιούδας και οι σύντροφοί του ευρίσκοντο στους περί την Σαμάρειαν τόπους. Εσκέφθη, λοιπόν, να επιτεθή εναντίον των εκεί κατά την ημέραν της αργίας του Σαββάτου, δια να έχη έτσι ασφαλή την επιτυχίαν.
Β Μακ. 15,2 τῶν δὲ κατ᾿ ἀνάγκην συνεπομένων αὐτῷ Ἰουδαίων λεγόντων· μηδαμῶς οὕτως ἀγρίως καὶ βαρβάρως ἀπολέσῃς, δόξαν δὲ ἀπομέρισον τῇ προτετιμημένῃ ὑπὸ τοῦ πάντα ἐφορῶντος μεθ᾿ ἁγιότητος ἡμέρᾳ.
Β Μακ. 15,2 Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι εξ ανάγκης τον ακολουθούσαν, του είπαν· “μη θελήσης ποτέ να φονεύσης αυτούς κατά τον άγριον και βάρβαρον αυτόν τρόπον, αλλά τίμησε και συ την ημέραν αυτήν, η οποία έχει αγιασθή από τον τα πάντα επιβλέποντα Θεόν”.
Β Μακ. 15,3 ὁ δὲ τρισαλιτήριος ἐπηρώτησεν. εἰ ἔστιν ἐν οὐρανῷ δυνάστης ὁ προστεταχὼς ἄγειν τὴν τῶν σαββάτων ἡμέραν;
Β Μακ. 15,3 Τοτε ο τρισαλιτήριος Νικάνωρ ηρώτησε να πληροφορηθή, εάν πράγματι υπάρχη στον ουρανόν Κυριος, ο οποίος διέταξε να εορτάζεται η ημέρα αυτή του Σαββάτου.
Β Μακ. 15,4 τῶν δὲ ἀποφηναμένων· ἔστιν ὁ Κύριος ζῶν αὐτὸς ἐν οὐρανῷ δυνάστης ὁ κελεύσας ἀσκεῖν τὴν ἑβδομάδα·
Β Μακ. 15,4 Εκείνοι απήντησαν· “μάλιστα υπάρχει. Είναι ο Κυριος, ο ζων και πραγματικός Θεός, ο Δεσπότης του ουρανού, ο οποίος διέταξε να εορτάζεται η εβδόμη αυτή ημέρα”.
Β Μακ. 15,5 ὁ δὲ ἕτερος· κἀγώ, φησί, δυνάστης ἐπὶ τῆς γῆς ὁ προστάσσων αἴρειν τὰ ὅπλα καὶ τὰς βασιλικὰς χρείας ἐπιτελεῖν. ὅμως οὐ κατέσχεν ἐπιτελέσαι τὸ σχέτλιον αὐτοῦ βούλημα.
Β Μακ. 15,5 “Και εγώ, απήντησεν εκείνος, είμαι ο κύριος επάνω εις την γην και διατάσσω να παρέτε τα όπλα, δια να εκτελέσετε την εντολήν του βασιλέως”. Αλλά δεν επέτυχε να πραγματοποίηση την κακήν του αυτήν απόφασιν.
Β Μακ. 15,6 καὶ ὁ μὲν Νικάνωρ μετὰ πάσης ἀλαζονείας ὑψαυχενῶν, διεγνώκει κοινὸν τῶν περὶ τὸν Ἰούδαν συστήσασθαι τρόπαιον.
Β Μακ. 15,6 Και ο μεν Νικάνωρ αλαζονευόμενος και υπερηφανευόμενος είχε κατά νουν να στήση ένα κοινόν τρόπαιον δια την νίκην του εναντίον του Ιούδα και των συντρόφων του.
Β Μακ. 15,7 ὁ δὲ Μακκαβαῖος ἦν ἀδιαλείπτως πεποιθὼς μετὰ πάσης ἐλπίδος ἀντιλήψεως τεύξασθαι παρὰ τοῦ Κυρίου
Β Μακ. 15,7 Ο Ιούδας όμως ο Μακκαβαίος με ακλόνητον την πεποίθησίν του στον Θεόν, εστήριζε την βέβαιον ελπίδα του ότι θα λάβη βοήθειαν εκ μέρους του Κυρίου.
Β Μακ. 15,8 καὶ παρεκάλει τοὺς σὺν αὐτῷ μὴ δειλιᾶν τὴν τῶν ἐθνῶν ἔφοδον, ἔχοντας δὲ κατὰ νοῦν τὰ προγεγονότα αὐτοῖς ἀπ᾿ οὐρανοῦ βοηθήματα καὶ τανῦν προσδοκᾶν τὴν παρὰ τοῦ Παντοκράτορος ἐσομένην αὐτοῖς νίκην καὶ βοήθειαν.
Β Μακ. 15,8 Ενεθάρρυνε δε και ενίσχυε τους άνδρας του, να μη δειλιάσουν από την έφοδον των ειδωλολατρών, αλλά να ενθυμούνται τα προγενέστερα γεγονότα, κατά τα οποία είχον λάβει από τον ουρανόν βοήθειαν και να περιμένουν βεβαίαν την βοήθειαν και την νίκην, η οποία θα δοθή εις αυτούς από τον Παντοκράτορα Θεόν.
Β Μακ. 15,9 καὶ παραμυθούμενος αὐτοὺς ἐκ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, προσυπομνήσας δὲ αὐτοὺς καὶ τοὺς ἀγῶνας, οὓς ἦσαν ἐκτετελεκότες, προθυμοτέρους αὐτοὺς κατέστησε.
Β Μακ. 15,9 Ενίσχυε δε αυτούς με την ανάγνωσιν καταλλήλων τεμαχίων από τον Νομον και τους προφήτας και υπενθύμιζεν εις αυτούς τους νικηφόρους αγώνας, τους οποίους είχαν πραγματοποιήσει. Ετσι τους κατέστησε προθυμότερους και γενναιοτέρους δια την μάχην.
Β Μακ. 15,10 καὶ τοῖς θυμοῖς διεγείρας αὐτοὺς παρήγγειλεν ἅμα παρεπιδεικνὺς τὴν τῶν ἐθνῶν ἀθεσίαν καὶ τὴν τῶν ὅρκων παράβασιν.
Β Μακ. 15,10 Αφού δε διήγειρε και ενίσχυσεν αυτών τον ενθουσιασμόν και το θάρρος, και αφού ταυτοχρόνως παρουσίασε την απιστίαν των ειδωλολατρών και την καταπάτησιν των όρκων των, τους έδωσε τας δεούσας εντολάς.
Β Μακ. 15,11 ἕκαστον δὲ αὐτῶν καθοπλίσας οὐ τὴν ἀσπίδων καὶ λογχῶν ἀσφάλειαν, ὡς τὴν ἐν τοῖς ἀγαθοῖς λόγοις παράκλησιν, καὶ προσεξηγησάμενος ὄνειρον ἀξιόπιστον ὕπερ τι πάντας εὔφρανεν.
Β Μακ. 15,11 Επειτα εξώπλισεν ένα έκαστον από αυτούς, όχι τόσον με την ασφάλειαν των ασπίδων και των τόξων, όσον προ παντός και κυρίως με την τόνωσιν και πίστιν δια των αγαθών αυτού λόγων. Κατόπιν διηγήθη και εξήγησεν εις αυτούς ένα αξιόπιστον όνειρον, το οποίον σαν να εγέμισεν από ευφροσύνην όλους.
Β Μακ. 15,12 ἦν δὲ ἡ τούτου θεωρία τοιάδε· Ὀνίαν τὸν γενόμενον ἀρχιερέα ἄνδρα καλὸν καὶ ἀγαθόν, αἰδήμονα μὲν τὴν ἀπάντησιν, πρᾷον δὲ τὸν τρόπον καὶ λαλιὰν προϊέμενον πρεπόντως καὶ ἐκ παιδὸς ἐκμεμελητηκότα πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς οἰκεῖα, τοῦτον τὰς χεῖρας προτείναντα κατεύχεσθαι τῷ παντὶ τῶν Ἰουδαίων συστήματι.
Β Μακ. 15,12 Το όνειρον, η μάλλον η οπτασία την οποίαν είδεν, ήτο η εξής· Είδε τον αρχιερέα Ονίαν, τον καλόν και αγαθόν αυτόν άνθρωπον, με την σεβαστήν αυτού εμφάνισιν, τον πράον κατά την συμπεριφοράν και την ομιλίαν. Τον από της παιδικής ηλικίας με επιμέλειαν επιδοθέντα εις όλα τα έργα της αρετής, αυτόν λοιπόν τον είδε να έχη ανυψωμένας τας χείρας προς τον ουρανόν και να προσεύχεται θερμώς δι' όλον το έθνος των Ιουδαίων.
Β Μακ. 15,13 εἶθ᾿ οὕτως ἐπιφανῆναι ἄνδρα πολιᾷ καὶ δόξῃ διαφέροντα, θαυμαστὴν δέ τινα καὶ μεγαλοπρεπεστάτην εἶναι τὴν περὶ αὐτὸν ὑπεροχήν.
Β Μακ. 15,13 Επειτα παρουσιάσθη εις αυτόν κατά τον ίδιον τρόπον ένας ανήρ πολύ αξιοπρόσεκτος δια την λευκήν του κόμην και την δόξαν, περιβεβλημένος μίαν αζιοθαύμαστον μεγαλοπρέπειαν και υπεροχήν.
Β Μακ. 15,14 ἀποκριθέντα δὲ τὸν Ὀνίαν εἰπεῖν· ὁ φιλάδελφος οὗτός ἐστιν ὁ πολλὰ προσευχόμενος περὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῆς ἁγίας πόλεως Ἱερεμίας ὁ τοῦ Θεοῦ προφήτης.
Β Μακ. 15,14 Ο Ονίας λαβών τον λόγον είπε τότε προς τον Ιούδαν· “αυτός αγαπά τους αδελφούς του τους Ιουδαίους, προσεύχεται θερμώς δια τον λαόν και την αγίαν πόλιν προς τον Θεόν. Αυτός είναι ο Ιερεμίας, ο προφήτης του Θεού”.
Β Μακ. 15,15 προτείναντα δὲ τὸν Ἱερεμίαν τὴν δεξιὰν παραδοῦναι τῷ Ἰούδᾳ ῥομφαίαν χρυσῆν, διδόντα δὲ προσφωνῆσαι τάδε·
Β Μακ. 15,15 Επειτα ο Ιερεμίας άπλωσε το δεξί του χέρι, έδωκεν στον Ιούδαν χρυσήν ρομφαίαν και καθ' ον χρόνον του την έδιδε του είπε τα εξής·
Β Μακ. 15,16 λάβε τὴν ἁγίαν ῥομφαίαν δῶρον παρὰ τοῦ Θεοῦ, δι᾿ ἧς θραύσεις τοὺς ὑπεναντίους.
Β Μακ. 15,16 “πάρε την αγίαν αυτήν ρομφαίαν, το δώρον τούτο του Θεού, με το οποίον και θα συντρίψης τους εχθρούς σου”.
Β Μακ. 15,17 παρακληθέντες δὲ τοῖς Ἰούδα λόγοις πάνυ καλοῖς καὶ δυναμένοις ἐπ᾿ ἀρετὴν παρορμῆσαι καὶ ψυχὰς νέων ἐπανορθῶσαι, διέγνωσαν μὴ στρατοπεδεύεσθαι, γενναίως δὲ ἐμφέρεσθαι καὶ μετὰ πάσης εὐανδρίας ἐμπλακέντες κρῖναι τὰ πράγματα, διὰ τὸ καὶ τὴν πόλιν καὶ τὰ ἅγια καὶ τὸ ἱερὸν κινδυνεύειν.
Β Μακ. 15,17 Ενθαρρυνθέντες οι Ιουδαίοι από τους εξαιρετικά ωραίους αυτούς λόγους του Ιούδα, τους ικανούς να ενθαρρύνουν και να παρορμήσουν εις πράξεις ηρωϊκάς και να ενισχύσουν τας καρδίας των νέων ανδρών, απεφάσισαν να μη μένουν στρατοπεδευμένοι, αλλά να ριφθούν με γενναιότητα εις την μάχην και να συμπλακούν με κάθε ηρωϊσμόν εναντίον του εχθρού, δια να κριθούν έτσι τα πράγματα. Διότι η πόλις, τα ιερά και τα οσιά των, και ο ιερός ναός ευρίσκονται εν κινδύνω.
Β Μακ. 15,18 ἦν γὰρ ὁ περὶ γυναικῶν καὶ τέκνων, ἔτι δὲ ἀδελφῶν καὶ συγγενῶν ἐν ἥττονι μέρει κείμενος αὐτοῖς ἀγών, μέγιστος δὲ καὶ πρῶτος ὁ περὶ τοῦ καθηγιασμένου ναοῦ φόβος.
Β Μακ. 15,18 Εν όψει δε του επικειμένου αγώνος ετέθη εις δεύτερον μοίραν η σκέψις περί των γυναικών και των τέκνων, περί των αδελφών και συγγενών, διότι ο μέγιστος φόβος των ήτο δια τον άγιον ναόν.
Β Μακ. 15,19 ἦν δὲ καὶ τοῖς ἐν τῇ πόλει κατειλημμένοις οὐ πάρεργος ἀγωνία ταρασσομένοις τῆς ἐν ὑπαίθρῳ προσβολῆς.
Β Μακ. 15,19 Ταυτοχρόνως δε η αγωνία των πολιτών, που είχαν εναπομείνει μέσα εις την πόλιν, δεν ήτο μικρά και ασήμαντος, διότι ήσαν τεταραγμένοι και ανήσυχοι δια την έκβασιν της μάχης, που θα εδίδετο στο ύπαιθρον, έξω από την πόλιν.
Β Μακ. 15,20 καὶ πάντων ἤδη προσδοκώντων τὴν ἐσομένην κρίσιν καὶ ἤδη συμμειξάντων τῶν πολεμίων καὶ τῆς στρατιᾶς ἐκταγείσης καὶ τῶν θηρίων ἐπὶ μέρος εὔκαιρον ἀποκατασταθέντων τῆς τε ἵππου κατὰ κέρας τεταγμένης,
Β Μακ. 15,20 Ολοι επερίμεναν την έκβασιν της προσεχούς μάχης. Οι εχθροί είχαν ήδη συγκεντρωθή, ο στρατός των παρετάχθη εις τάξιν μάχης, τα θηρία, δηλαδή οι ελέφαντες, ετοποθετήθησαν εις τας καταλλήλους θέσεις, το δε ιππικόν κατέλαβε τα εκατέρωθεν της παρατάξεως άκρα.
Β Μακ. 15,21 συνιδὼν ὁ Μακκαβαῖος τὴν τῶν πληθῶν παρουσίαν καὶ τῶν ὅπλων τὴν ποικίλην παρασκευὴν τήν τε τῶν θηρίων ἀγριότητα, προτείνας τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπεκαλέσατο τὸν τερατοποιὸν Κύριον, τὸν κατόπτην, γινώσκων ὅτι οὐκ ἔστι δι᾿ ὅπλων ἡ νίκη, καθὼς δὲ ἂν αὐτῷ κριθείη, τοῖς ἀξίοις περιποιεῖται τὴν νίκην.
Β Μακ. 15,21 Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, όταν είδε τους πολυαρίθμους εχθρούς, τα ποικίλης κατασκευής όπλα, τους αγρίους ελέφαντας, ύψωσε τας χείρας αυτού στον ουρανόν και παρεκάλεσε τον Κυριον, ο οποίος κάμνει μεγάλα θαύματα και επιβλέπει επί όλον τον κόσμον. Εζήτησε την βοήθειαν του Κυρίου, διότι εγνώριζεν, ότι η νίκη δεν προέρχεται από την ισχύν των όπλων, αλλά όπου και όπως κρίνει ο Θεός την δίδει στους αξίους αυτής.
Β Μακ. 15,22 ἔλεγε δὲ ἐπικαλούμενος τόνδε τὸν τρόπον· σὺ Δέσποτα, ἀπέστειλας τὸν ἄγγελόν σου ἐπὶ Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀνεῖλεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς Σενναχηρεὶμ εἰς ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας·
Β Μακ. 15,22 Ελεγε δε κατά την προσευχήν του τα εξής· “συ, Δέσποτα, απέστειλας τον άγγελόν σου επί της εποχής του Εζεκίου του βασιλέως της Ιουδαίας, και εφόνευσεν από το στρατόπεδον του Σενναχηρείμ εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδας.
Β Μακ. 15,23 καὶ νῦν, δυνάστα τῶν οὐρανῶν, ἀπόστειλον ἄγγελον ἀγαθὸν ἔμπροσθεν ἡμῶν εἰς δέος καὶ τρόμον·
Β Μακ. 15,23 Και τώρα Κυρίαρχε των ουρανών, στείλε τον αγαθόν άγγελόν σου ενώπιόν μας, δια να εμβάλη φόβον και τρόμον στους εχθρούς. Από την ισχύν της παντοδυνάμου δεξιάς σου ας καταπλαγούν εκείνοι, που έχουν έλθει να βλάψουν και κατεξευτελίσουν τον άγιον λαόν σου.
Β Μακ. 15,24 μεγέθει βραχίονός σου καταπλαγείησαν οἱ μετὰ βλασφημίας παραγενόμενοι ἐπὶ τὸν ἅγιόν σου λαόν. καὶ οὗτος μὲν ἐν τούτοις ἔληξεν.
Β Μακ. 15,24 Ας καταπλαγούν από το μεγαλείον της παντοδυνάμου δεξιάς σου εκείνοι, οι οποίοι ήλθαν εδώ δια να βλασφημήσουν και βλάψουν τον άγιόν σου λαόν”. Ετσι ο Ιούδας προσηυχήθη και εσταμάτησεν.
Β Μακ. 15,25 οἱ δὲ περὶ τὸν Νικάνορα μετὰ σαλπίγγων καὶ παιάνων προσῆγον.
Β Μακ. 15,25 Ο στρατός του Νικάνορος επροχώρησε δια την μάχην, με τον ήχον των σαλπίγγων και των πολεμικών ασμάτων.
Β Μακ. 15,26 οἱ δὲ περὶ τὸν Ἰούδαν μετ᾿ ἐπικλήσεως καὶ εὐχῶν συνέμειξαν τοῖς πολεμίοις
Β Μακ. 15,26 Ο δε περί τον Ιούδαν στρατός προσήλθε και συνεπλάκησαν εναντίον των εχθρών των, με επικλήσεις και προσευχάς προς τον Θεόν.
Β Μακ. 15,27 καὶ ταῖς μὲν χερσὶν ἀγωνιζόμενοι, ταῖς δὲ καρδίαις πρὸς τὸν Θεὸν εὐχόμενοι κατέστρωσαν οὐδὲν ἧττον μυριάδων τριῶν καὶ πεντακισχιλίων, τῇ τοῦ Θεοῦ μεγάλως εὐφρανθέντες ἐπιφανείᾳ.
Β Μακ. 15,27 Μαχόμενοι με τας χείρας των, και επικαλούμενοι τον Θεόν με τας καρδίας των, έστρωσαν κάτω στο έδαφος όχι ολιγωτέρους από τριάκοντα πέντε χιλιάδας άνδρας και ευφράνθησαν μεγάλως από την φανεράν αυτήν προστασίαν του Θεού.
Β Μακ. 15,28 γενόμενοι δὲ ἀπὸ τῆς χρείας καὶ μετὰ χαρᾶς ἀναλύοντες, ἐπέγνωσαν προπεπτωκότα Νικάνορα σὺν τῇ πανοπλίᾳ.
Β Μακ. 15,28 Οταν ετελείωσεν η μάχη και οι Ιουδαίοι με χαράν μεγάλην απεχώρουν από το πεδίον της συρράξεως, ανεγνώρισαν ότι ο Νικάνωρ είχε φονευθή φορών υλόκληρον την πανοπλίαν αυτού.
Β Μακ. 15,29 γενομένης δὲ κραυγῆς καὶ ταραχῆς, εὐλόγουν τὸν Δυνάστην τῇ πατρίῳ φωνῇ.
Β Μακ. 15,29 Τοτε δε έγινε μεγάλη κραυγή και πολύς θόρυβος και εδόξαζαν τον Κυρίαρχον του κόσμου εις την πατρικήν των γλώσσαν.
Β Μακ. 15,30 καὶ προσέταξεν ὁ καθ᾿ ἅπαν σώματι καὶ ψυχῇ πρωταγωνιστὴς ὑπὲρ τῶν πολιτῶν, ὁ τὴν τῆς ἡλικίας εὔνοιαν εἰς ὁμοεθνεῖς διαφυλάξας, τὴν τοῦ Νικάνορος κεφαλὴν ἀποτεμόντας καὶ τὴν χεῖρα σὺν τῷ ὤμῳ φέρειν εἰς Ἱεροσόλυμα.
Β Μακ. 15,30 Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ο οποίος είχε τάξει ολόκληρον τον εαυτόν του, σώμα και ψυχήν, δια να αγωνισθή ως πρώτος υπέρ των συμπολιτών του, εκείνος ο οποίος είχε διαθέσει δια τους ομοεθνείς του το άνθος της νεότητός του, διέταξε να κόψουν την κεφαλήν του Νικάνορος και το χέρι του από τον ώμον του και να φέρουν αυτά εις την Ιερουσαλήμ.
Β Μακ. 15,31 παραγενόμενος δὲ ἐκεῖ καὶ συγκαλέσας τοὺς ὁμοεθνεῖς καὶ τοὺς ἱερεῖς πρὸ τοῦ θυσιαστηρίου στήσας, μετεπέμψατο τοὺς ἐκ τῆς ἄκρας.
Β Μακ. 15,31 Οταν ήλθεν εκεί, συνεκάλεσε τους ομοεθνείς του, έθεσε τους ιερείς εμπρός στο θυσιαστήριον, έστειλε και εκάλεσε και εκείνους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν.
Β Μακ. 15,32 καὶ ἐπιδειξάμενος τὴν τοῦ μιαροῦ Νικάνορος κεφαλὴν καὶ τὴν χεῖρα τοῦ δυσφήμου, ἣν ἐκτείνας ἐπὶ τὸν ἅγιον τοῦ Παντοκράτορος οἶκον ἐμεγαλαύχησε,
Β Μακ. 15,32 Εδειξε την κεφαλήν και την χείρα του μιαρού Νικάνορος, την οποίαν αυτός είχεν απλώσει εναντίον του ιερού ναού του Παντοκράτορος και είχεν εκστομίσει αλαζονικά λόγια.
Β Μακ. 15,33 καὶ τὴν γλῶσσαν τοῦ δυσσεβοῦς Νικάνορος ἐκτεμὼν ἔφη κατὰ μέρος δώσειν τοῖς ὀρνέοις, τὰ δὲ ἐπίχειρα τῆς ἀνοίας κατέναντι τοῦ ναοῦ κρεμάσαι.
Β Μακ. 15,33 Αφού δε απέκοψε την γλώσσαν του ασεβούς αυτού Νικάνορος, είπε να την τεμαχίσουν εις μικρά κομμάτια και να την δώσουν εις τα όρνεα. Και τον μισθόν της παραφροσύνης και ασεβείας του, τα αποκοπέντα δηλαδή τεμάχια του σώματός του, να τα κρεμάσουν απέναντι από τον ναόν.
Β Μακ. 15,34 οἱ δὲ πάντες εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησαν τὸν ἐπιφανῆ Κύριον λέγοντες· εὐλογητὸς ὁ διατηρήσας τὸν ἑαυτοῦ τόπον ἀμίαντον.
Β Μακ. 15,34 Ολοι δε ανέπεμψαν ευλογίας προς τον ουρανόν, στον ένδοξον Κυριον, λέγοντες· “δοξασμένος ας είναι ο Κυριος, ο οποίος διετήρησεν αμόλυντον τον ιερόν του τόπον”.
Β Μακ. 15,35 ἐξέδησε δὲ τὴν τοῦ Νικάνορος κεφαλὴν ἐκ τῆς ἄκρας ἐπίδηλον πᾶσι καὶ φανερὸν τῆς τοῦ Κυρίου βοηθείας σημεῖον.
Β Μακ. 15,35 Ο Ιούδας έδεσε και εκρέμασε την κεφαλήν του Νικάνορος από την ακρόπολιν, ώστε να είναι καταφανής εις όλους, και να είναι υλοφάνερον σημείον της βοηθείας του Κυρίου.
Β Μακ. 15,36 καὶ ἐδογμάτισαν πάντες μετὰ κοινοῦ ψηφίσματος μηδαμῶς ἐᾶσαι ἀπαρασήμαντον τήνδε τὴν ἡμέραν, ἔχειν δὲ ἐπίσημον τὴν τρισκαιδεκάτην τοῦ δωδεκάτου μηνὸς -Ἄδαρ λέγεται τῇ Συριακῇ φωνῇ- πρὸ μιᾶς ἡμέρας τῆς Μαρδοχαϊκῆς ἡμέρας.
Β Μακ. 15,36 Ωρισαν δε όλοι, κατόπιν κοινής αποφάσεως, να μη επιτρέψουν και παρέρχεται η ημέρα αυτή ως ασήμαντος, να την έχουν ως επίσημον και εόρτιον την ημέραν αυτήν, την δεκάτην τρίτην του δωδεκάτου μηνός- Αδαρ λέγεται ο μήνας αυτός εις την Συριακήν γλώσσαν- Αυτή δε η ημέρα είναι η προηγουμένη από την ημέραν της εορτής του Μαρδοχαίου.
Β Μακ. 15,37 Τῶν οὖν κατὰ Νικάνορα χωρησάντων οὕτω καὶ ἀπ᾿ ἐκείνων τῶν καιρῶν κρατηθείσης τῆς πόλεως ὑπὸ τῶν Ἑβραίων, καὶ αὐτὸς αὐτόθι καταπαύσω τὸν λόγον.
Β Μακ. 15,37 Τα μεν λοιπόν κατά τον Νικάνορα πράγματα έτσι εξειλίχθησαν. Επειδή δε από της εποχής εκείνης και εντεύθεν η πόλις Ιερουσαλήμ ευρίσκετο από την κυριότητα των Εβραίων, δια τούτο και εγώ θα σταματήσω εδώ την ιστορίαν μου.
Β Μακ. 15,38 καὶ εἰ μὲν καλῶς καὶ εὐθίκτως τῇ συντάξει, τοῦτο καὶ αὐτὸς ἤθελον· εἰ δὲ εὐτελῶς καὶ μετρίως, τοῦτο ἐφικτὸν ἦν μοι.
Β Μακ. 15,38 Εάν η εξιστόρησις των γεγονότων έγινε καλώς και επιτυχώς, αυτό και εγώ επεδίωξα. Εάν όμως η έκθεσις αυτή είναι ατελής και μετρία, αυτό ημπορούσα να κάμω και έκαμα.
Β Μακ. 15,39 καθάπερ γὰρ οἶνον καταμόνας πίνειν, ὡσαύτως δὲ καὶ ὕδωρ πάλιν πολέμιον· ὃν δὲ τρόπον οἶνος ὕδατι συγκερασθεὶς ἡδὺς καὶ ἐπιτερπῆ τὴν χάριν ἀποτελεῖ, οὕτω καὶ τὸ τῆς κατασκευῆς τοῦ λόγου τέρπει τὰς ἀκοὰς τῶν ἐντυγχανόντων τῇ συντάξει. ἐνταῦθα δὲ ἔσται ἡ τελευτή.
Β Μακ. 15,39 Οπως δε είναι επιβλαβές να πίνη κανείς άκρατον οίνον η μόνον ύδωρ, ενώ ο οίνος ο ανάμικτος με το ύδωρ είναι ωφέλιμος και προξενεί τέρψιν εις την αίσθησιν, έτσι και εγώ με κάποιαν τέχνην εξέθεσα την διήγησιν, ώστε να τέρπη τας ακοάς εκείνων, οι οποίοι διαβάζουν την ιστορίαν αυτήν. Εδώ τελειώνει η ιστορία μου.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.